Τα σενάρια για τη σύνθεση της επόμενης κυβέρνησης στο Βερολίνο επηρεάζουν καταλυτικά τις παράλληλες διαπραγματεύσεις για την αξιολόγηση και τη «νέα Ευρωζώνη»
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Ένας συνδυασμός δηλώσεων και κινήσεων Ευρωπαίων αξιωματούχων προδίδουν την επιδίωξή τους σταδιακά να περιθωριοποιηθεί η ελληνική κρίση ως συστατικό στοιχείο της ευρωπαϊκής πολιτικής. Ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ, που αναμένεται τη Δευτέρα στην Αθήνα, βλέπει «ιδανικά» να κλείνει η τρίτη αξιολόγηση μέχρι το τέλος του έτους.
Τη Δευτέρα, επίσης, ανακοινώνεται στις Βρυξέλλες επισήμως η έξοδος της Ελλάδας από τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, έπειτα από σχεδόν 9 χρόνια. Θα παραμείνει, βεβαίως, σε καθεστώς ενισχυμένης επιτήρησης για πολλά πολλά χρόνια μέχρι την αποπληρωμή του 75% του χρέους της, αλλά επικοινωνιακά ο συμβολισμός είναι αξιοποιήσιμος. Αξιοσημείωτη είναι και η δήλωση του επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, ότι ο μηχανισμός πριμοδοτεί μάλλον μια «καθαρή έξοδο» από το Μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018 και δεν επιθυμεί συνέχιση της χρηματοδοτικής εξάρτησης της Ελλάδας από προληπτική πιστωτική γραμμή ή κάποιο άλλο εργαλείο του ESM.
Φυσικά, όλα τελούν υπό την αίρεση ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα εφαρμόσει όλο το πακέτο των «μεταρρυθμίσεων», μαζί με τα πρόσθετα μέτρα 1% +1% του ΑΕΠ (συντάξεις και αφορόγητο), και μάλιστα εμπροσθοβαρώς (από το 2019) αν χρειαστεί.
Συγκεχυμένα μηνύματα Μέρκελ
Ωστόσο, όλοι αυτοί λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχο, που αναμφισβήτητα είναι η επόμενη γερμανική κυβέρνηση Μέρκελ, άγνωστης ακόμη σύνθεσης. Το σενάριο μιας «γρήγορης αξιολόγησης» προϋποθέτει ότι εντός του Οκτωβρίου θα έχει σχηματιστεί κυβέρνηση στο Βερολίνο. Αλλά αυτό δεν είναι καθόλου δεδομένο. Το εκλογικό ισοζύγιο -με την επιφύλαξη των τελικών αποτελεσμάτων- είναι ανοικτό σε σενάρια μιας μακράς διαπραγμάτευσης που μπορεί να κρατήσει εβδομάδες ή και μήνες. Το ρεκόρ έγινε το 2013, οπότε χρειάστηκαν σχεδόν τρεις μήνες διαπραγμάτευσης για σχηματισμό κυβέρνησης με το SPD.
Από την πλευρά της Μέρκελ εκπέμπονται συγκεχυμένα μηνύματα ως προς το ποιους προτιμά ως κυβερνητικούς εταίρους. Αρχικά, είχε δηλώσει προτίμηση προς τους φιλελεύθερους (FDP) ή/και τους Πράσινους. Ωστόσο, ο «μεσαίος» συνασπισμός επιφυλάσσει δύσκολη ή και αδύνατη συμβίωση μεταξύ των υποψήφιων μικρών εταίρων, που έχουν αντιτιθέμενες προσεγγίσεις, ιδιαίτερα στα θέματα ευρωπαϊκής πολιτικής. Οι φιλελεύθεροι έχουν υιοθετήσει ένα σαφώς πιο ευρωσκεπτικιστικό προφίλ, στην προσπάθειά τους να ανταγωνιστούν την ακροδεξιά AfD. Γερμανοί αναλυτές διαβλέπουν μια (ανομολόγητη μέχρι στιγμής) στροφή της Μέρκελ υπέρ της επανάληψης του μεγάλου συνασπισμού με το SPD, ωστόσο για τους σοσιαλδημοκράτες κάτι τέτοιο αντιμετωπίζεται ως πράξη πολιτικής αυτοχειρίας. Σε κάθε περίπτωση, ίσως καταλύτης της μετεκλογικής εξέλιξης στη Γερμανία αποδειχθεί η τελική επίδοση της ακροδεξιάς AfD. Ένα εντυπωσιακό, διψήφιο ποσοστό, που δεν αποκλείεται από τις δημοσκοπήσεις, είναι βέβαιο ότι, ανακλαστικά, θα στρέψει όλο το γερμανικό πολιτικό σύστημα δεξιότερα.
Ο γρίφος των γερμανικών εκλογών επηρεάζει άμεσα και έμμεσα τις εξελίξεις στην Ελλάδα. Άμεσα, διότι το ποιος θα είναι υπουργός Οικονομικών και ποιου είδους πολιτικό συμβιβασμό θα κληθεί να εκφράσει θα μεταφραστεί σε σκληρή ή μετριοπαθή στάση κατά την τρίτη αξιολόγηση. Έμμεσα, διότι η περίοδος της αξιολόγησης μπορεί κινηθεί παράλληλα τόσο με το παζάρι για τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης Μέρκελ, όσο και με τη διαπραγμάτευση για την ολοκλήρωση της Ευρωζώνης βάσει της γαλλογερμανικής πρότασης για Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, κοινό υπουργό Οικονομικών και κοινό προϋπολογισμό.
Οι φιλελεύθεροι έχουν εκφραστεί ήδη εχθρικά απέναντι σ’ αυτή την πρόταση και ενδεχόμενη συμμετοχή τους στην κυβέρνηση, και μάλιστα με υπουργό Οικονομικών όπως αξιώνουν, θα περιπλέξει το γαλλογερμανικό σχέδιο. Ή, για την ακρίβεια, θα το φέρει πιο κοντά σ’ αυτό που είχε «οραματιστεί» ο Β. Σόιμπλε ως «ανεξάρτητο» και «πολιτικά ουδέτερο» Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο και μια Ευρωζώνη που θα προβλέπει και αποπομπή χωρών, πρόταση που με θέρμη έχουν υιοθετήσει το FDP και η ακροδεξιά.
Διασώσεις νέου τύπου
Πρακτικά, το κλίμα που επικρατεί στο γερμανικό πολιτικό προσκήνιο, και δεν προβλέπεται ν’ αλλάξει την επαύριο των εκλογών, κάθε άλλο παρά ευνοεί την πολυαναμενόμενη συζήτηση για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Και προφανώς γι’ αυτό ο επικεφαλής του ESM εκτιμά ότι, αν επιδειχθεί «μεταρρυθμιστικός ζήλος», σε δέκα μήνες η Ελλάδα θα μπορεί να δανειστεί μόνη της από τις αγορές. Παρασκηνιακώς, αυτό μεταφράζεται σε ενθάρρυνση μιας ή δυο ακόμη εκδόσεων ομολόγων στις αρχές του 2018, με στόχο τη δημιουργία αποθέματος ασφαλείας. Ο Κλάους Ρέγκλινγκ, ουσιαστικά, προαναγγέλλει ότι η νέα Ευρωζώνη και ο νέος ESM (το EMF) πρέπει να εκκινήσει απαλλαγμένος από βαρίδια σαν την Ελλάδα, για να είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει «ασύμμετρα οικονομικά σοκ» και «διασώσεις πολύ διαφορετικές από την ελληνική», μ’ ένα κουμπαρά έως και 200 δισ. ευρώ.
Προφανώς, αν αυτό απηχεί το γαλλογερμανικό σχέδιο, σημαίνει ότι οι νέοι ή μεταλλαγμένοι «θεσμοί» της Ευρωζώνης – το EMF, ο κοινός υπουργός Οικονομικών και κοινός προϋπολογισμός, ως υποσύνολο του κοινοτικού- δεν θα είναι προσανατολισμένοι στη διαχείριση των κρατικών χρεών, που θα παραμείνουν υπό τους κανόνες της δημοσιονομικής λιτότητας, αλλά στην αντιμετώπιση απειλών της σταθερότητας της Ευρωζώνης από εξωγενείς ή ενδογενείς παράγοντες. Ούτε λόγος, βέβαια για την αντιμετώπιση του βασικού παράγοντα αστάθειας, δηλαδή των δυσθεώρητων γερμανικών πλεονασμάτων.
Το crash test με το ΔΝΤ
Το project «ολοκλήρωση της Ευρωζώνης», φυσικά, είναι εντελώς ρευστό. Δεν είναι δεδομένο ότι μέχρι τον Δεκέμβριο, όπως φιλοδοξεί ο πρόεδρος της Κομισιόν, θα έχει εξασφαλιστεί επί της αρχής συμφωνία μεταξύ των 19 κρατών-μελών γύρω από τη γαλλογερμανική πρόταση. Άλλωστε, πολύ πριν ξεκινήσει η σχετική ζύμωση, η ηγεσία της Ευρωζώνης θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις εκκρεμότητες και τα βαρίδια της τωρινής αρχιτεκτονικής της, που περιλαμβάνει και την προβληματική εταιρική σχέση με το ΔΝΤ.
Στα μέσα Οκτωβρίου πραγματοποιείται η ετήσια σύνοδος του Ταμείου στην Ουάσιγκτον κι εκεί ο παλιός ή κάποιος νέος υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, μαζί με τα άλλα μέλη του γνωστού «Washington Group» θα αντιμετωπίσει το δίλημμα ανάμεσα στην επίσπευση του διαζυγίου με το ΔΝΤ και στον συμβιβασμό με τις απαιτήσεις του για την τρίτη αξιολόγηση, αλλά και για το ελληνικό χρέος. Η διελκυστίνδα αυτή μπορεί να τραβήξει πολύ πέρα από το αισιόδοξο χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης της αξιολόγησης μέχρι τον Δεκέμβριο. Μπορεί να συρθεί μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου, οπότε το ΔΝΤ θέτει το δικό του deadline για τη δική του πρώτη αξιολόγηση του νέου προγράμματος που ενέκρινε τον περασμένο Ιούλιο.
Θα θέλει η επόμενη γερμανική κυβέρνηση να παραταθεί μέχρι τότε η εκκρεμότητα, ή θα προκρίνει να κλείσει την ελληνική παρένθεση, για να αφοσιωθεί στα μείζονα ζητήματα της νέας αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης; Πολλά θα κριθούν από το μετεκλογικό μίγμα της νέας κυβέρνησης Μέρκελ, αλλά και το μίγμα της αντιπολίτευσης -υπογραμμίζουμε ξανά ότι μια υψηλή επίδοση της ακροδεξιάς AfD θα προκαλέσει σκλήρυνση της όλης γερμανικής πολιτικής σε πολλά επίπεδα. Κι εκτός αυτού, υπάρχει η εμπειρία της μνημονιακής εποχής στη διάρκεια της οποίας η ελληνική κρίση χρησιμοποιήθηκε ως δομικό υλικό «ανακαίνισης» της Ευρωζώνης. Υπάρχει ένας πυρήνας της γερμανικής πολιτικής ελίτ που σίγουρα θα μπει στον πειρασμό να το ξανακάνει.