του Μάρκου Δεληγιάννη

 

Χριστούγεννα, πρωτόγεννα, πρώτη γιορτή μεγάλη της Χριστιανοσύνης. Όλοι αντάμα κάθονται γύρω απ’ το γιορτινό τραπέζι, του Μεσσία τον ερχομό στον κόσμο τούτο τον αμαρτωλό με κατάνυξη για να γιορτάσουν. Όμως εδώ και κάμποσο καιρό τα εδέσματα που κοσμούν το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι είναι λιγοστά. Αυτό σιωπηλά το βλέπουμε. Φταίμε κι εμείς για το κακό μας ριζικό. Μια αμαρτία συλλογική μας καταδιώκει. Νιώθουμε ένοχοι. Οι ύπατοι χωρίς περιστροφές έντονα μας το τονίζουν: Συμμετείχατε κι εσείς στο φαγοπότι! Τι να πεις και πώς ν’ αντιδράσεις;

Χριστούγεννα ξανά. Τα έλκηθρα, οι μάγοι, το χιόνι, η νύχτα η ειρηνική. Έτοιμο το σκηνικό κι ο κήρυκας της Αγάπης, αυτός που μας δίδαξε, ότι ακόμη και στους εχθρούς μας αγάπη να προσφέρουμε, έτοιμος είναι για άλλη μια φορά στη γη να κατηφορίσει. Τούτες τις μέρες τις σκοτεινές ο λόγος του Θεανθρώπου αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Τώρα που εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα και ένα ερώτημα καυτό το μυαλό τους τριβελίζει: Τι κάνουμε τώρα; Μένουμε στις εστίες μας περιμένοντας το βέβαιο θάνατο που σκορπίζει ο πόλεμος, ή συμμετέχουμε στο αμφίβολο κυνήγι της Ελπίδας; Ποιους η τύχη θα στεφανώσει; Κανείς αυτό δεν το ρωτάει μέσα στου πολέμου την αναμπουμπούλα. Όλοι περιμένουν πως η ελπίδα αυτούς θα δικαιώσει. Τούτες τις μέρες τις γιορτινές, είναι συνήθεια παλιά, οι ταγοί διαγγέλματα βαρύγδουπα να εκφωνούν για των Χριστουγέννων το νόημα. Αλίμονο, πόσο κενά περιεχομένου είναι όλα αυτά. Λέξεις κατεστραμμένες απ’ τη συχνή χρήση που μόνον οργή και αηδία προσφέρουν σ’ όσους έχουν την υπομονή να ακούσουν τους καλοφαγωμένους αρχηγούς. Κι οι χριστιανοί Ευρωπαίοι, αμπαρωμένοι στην πρόσκαιρη, ή εύθραυστη ευμάρεια, ευχές ανταλλάσσουν, απομονωμένοι στο μικρόκοσμό τους. Κανείς όμως, δεν έστερξε μια λέξη να πει, ένα δάκρυ να χύσει για το ξερίζωμα ενός ολόκληρου λαού, ούτε για τους καθημερινούς πνιγμούς στο παγωμένο Αιγαίο, ούτε μια κατάρα για τους έμπορους του θανάτου και τον κυνισμό αυτών που σήμερα καθορίζουν τις τύχες μας. Την περασμένη εβδομάδα, στις Βρυξέλλες, μαζεύτηκαν οι ηγέτες των Ευρωπαϊκών κρατών απόφαση να πάρουν για τα καραβάνια της απελπισίας. Τι αποφάσισαν; Στρατό και στόλο να παρατάξουν, τα κύματα των εξαθλιωμένων ν’ απωθήσουν. Στο μεταξύ τα πλωτά φέρετρα αράζουν ασταμάτητα στις απόκρημνες ακτές των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Καμιά ευαίσθητη ύπαρξη ευρωπαϊκή δεν επαναστάτησε στο άκουσμα των ανήκουστων που συμβαίνουν στην πολιτισμένη Δανία. Η κεντροδεξιά κυβέρνηση μειοψηφίας της «ήρεμης» Σκανδιναβικής χώρας πρότεινε τα εξής θαυμαστά: Οι πρόσφυγες καλοδεχούμενοι είναι μόνο σαν έχουν μετρητά, κοσμήματα, τιμαλφή, χρυσό, πολύτιμα αντικείμενα. Αυτά θα κατάσχονται για να καλύπτονται οι δαπάνες στέγασης και λοιπών κοινωνικών παροχών. Το σχέδιο εκτιμήθηκε δεόντως και στη Σουηδία. Όλα τούτα, φίλε μου, φέρνουν εικόνες τραγικές στη μνήμη απ’ τη ναζιστική λαίλαπα που κτύπησε ανελέητα την Ευρώπη.

Κι εσύ, σύντροφε, απόμεινες βουβός κι άπραγος της θύελλας το ξέσπασμα να παρακολουθείς. Τι περιμένεις; Έτσι δειλός, μοιραίος κι άβουλος που είσαι, κανείς Μεσσίας δεν πρόκειται να σε σώσει! Τι άλλο πρέπει ακόμη να συμβεί για νάβρεις και πάλι τη φωνή σου; Τι στέκεσαι αναποφάσιστος στη μέση του δρόμου; Κοίταξε κατάματα τον ουρανό και βροντοφώναξε, επιτέλους: Όχι! Αν εσύ δεν υψώσεις τη γροθιά, τότε ποιος;

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!