Του Μάρκου Δεληγιάννη. Η βροχή δε λέει να σταματήσει, κι όσο μεγάλωνε το σύννεφο τόσο ξετυλίγεται της θάλασσας η πίκρα.
Στριμωγμένος κάτω απ’ το διάτρητο υπόστεγο, παρατηρείς τις ψιχάλες -μοιάζουν σαν μικρές σαπουνόφουσκες που τις φύσηξε το ανέμελο στόμα ενός παιδιού- να ξεπλένουν το δρόμο και συγχρόνως ν’ ακομπανιάρουν τη θρηνωδία του επαίτη: Πεινάω! Είμαι άστεγος! Αυτοκίνητα διασχίζουν ολοταχώς την άσφαλτο πιτσιλώντας τους πεζούς. Δίπλα απ’ το υπόστεγο ένα περίπτερο έχει κρεμάσει εφημερίδες κι αυτές επιδεικνύουν τους μαύρους τίτλους. Τίτλοι! Μαύροι τίτλοι! Θάνατοι, δηλώσεις, διαγγέλματα, καθημερινές δολοφονίες λέξεων, βαρύγδουπα μηδενικά. Κι ο συνταξιούχος δίπλα σου βγάζει απ’ τους πληγωμένους βρόγχους του κάτι σαν κραυγή, σαν στεναγμό: Πάλι μας κόψανε τη σύνταξη! Πώς θα ζήσουμε; Μια κυρούλα πιο πέρα, με πρόσωπο ανέκφραστο, σαν την ιχνογραφία του χρόνου, μουρμουρίζει: Τα παιδιά μου είναι άνεργα! Θα φύγουν μετανάστες! Πιο δίπλα ξεδιπλώνεται άγριος θυμός: Εμείς φταίμε! Ανεχόμαστε τους κλέφτες! Τους τριακόσιους κηφήνες! Θέλουν κρέμασμα στο Σύνταγμα!
Όλοι τους! Λίγο πιο κάτω ένας αξύριστος τύπος, λίγο πριν απ’ την κατεδάφιση: διηγείται στον ουρανό -η φωνή του έμοιαζε σαν βοή φουρτούνας- της νύχτας τα συμβάντα: Μπήκανε στο σπίτι της αδελφής μου κακοποιοί και με κατσαβίδια τη γέμισαν τρύπες! Το σπίτι έμοιαζε σφαγείο! Κι η αστυνομία απούσα! Όλα αυτά για λίγα ευρώ! Ασφαλώς ξένοι θα ήτανε, συμπλήρωσε μια άλλη φωνή. Τα βλέμματα, αδειανά απ’ της ελπίδας τον κάματο στράφηκαν προς το βάθος του δρόμου. Πόσο αργεί το λεωφορείο! Έχουν λιγοστέψει τα δρομολόγια. Καλά να μας κάνουνε! Ούρλιαξε κάποιος άλλος. Τότε, εσύ στράφηκες στην ομήγυρη της αναμονής κι είπες ήρεμα: Ας μη φωνάζουμε! Τις μεγάλες φωνές κανείς δεν τις αντέχει. Με άναρθρες κραυγές τίποτα δεν κερδίζεται! Αν μιλούσαμε πιο σιγά, μα με ευκρίνεια και σταθερότητα, τότε ο λόγος μας θα μπορούσε να γίνει πιστευτός! Το λεωφορείο πόσο αργεί! Τα μάθατε, φώναξε ένας καλοστεκούμενος ασπρομάλλης: Ο συνταξιούχος θα μπορεί να τύχει κάποιας αύξησης, εάν υπεύθυνα δηλώσει, ότι μετά τον θάνατό του, η χήρα η κακομοίρα, δεν δικαιούται να εισπράξει τη σύνταξη του μακαρίτη! Ρε που καταντήσαμε! Ενώ πιο πέρα δυο νεαροί επιχειρούν μακροβούτι στα έγκατα του σκουπιδοτενεκέ! Πεινάω! Δώστε κάτι!
Άξαφνα, όπως όταν περιεργάζεσαι έναν πίνακα ζωγραφικής και πίσω απ’ την απλότητα των γραμμών σου φανερώνεται η αγωνία του δημιουργού, έτσι κι εσύ, ένιωσες την ερημιά να σε τυλίγει. Ατένισες τη νύχτα να καλπάζει. Θυμήθηκες λησμονημένους φίλους. Διαπίστωσες τη δραπέτευση των πιο ωραίων λέξεων. Έφυγαν για να ’βρουνε ουρανό διανυκτερεύοντα. Και το αύριο αργεί να προβάλει! Άραγε μήπως ζούμε σ’ ένα όνειρο που δεν θα πάρει σάρκα και οστά, παρά μονάχα μέσα σ’ ένα άλλο όνειρο. Κι όμως, οι νύχτες πάντα έχουν κάτι να δηγηθούν. Κι αυτή η νύχτα η τωρινή, θέλει να μας πείσει πως είμαστε ψυχικά γυμνοί, πως η ηθική μας βρίσκεται σε αποσύνθεση, πως οι αξίες μας λούφαξαν ατιμασμένες και πως ο ηθικός μηδενισμός θα επικρατήσει! Αλίμονο! Το δέντρο της λευτεριάς το πότισε με αίμα τούτος ο λαός. Αγωνίστηκε με όλες τις δυνάμεις για εθνική απελευθέρωση, για ανεξαρτησία. Και να, ήρθανε πάλι οι παλιάτσοι! Οι περιοδεύοντες θίασοι, να εκλιπαρούν την εύνοια των δυνάμεων κατοχής. Ξεπουλούν τα πάντα, φτάνει να διατηρήσουν τα οφίτσια τους. Τόσο αίμα! Τόσος ιδρώτας! Κι είμαστε πάλι στο δρόμο, χαμένοι ταξιδιώτες! Ζήσαμε σε σπίτια πολιορκημένα από αέρηδες. Φεύγαμε πάντα. Δεν καταφέραμε παρά τις σκληρές δοκιμασίες να γίνουμε κύριοι στο σπιτικό μας. Ονειρευόμαστε εκείνες τις μοναδικές στιγμές που θ’ αποκτούσαμε, επιτέλους, τα κρυμμένα κλειδιά των τρένων και θ’ ανοίγαμε τις γραμμές για να περάσουν οι παλιές μέρες. Αλήθεια, ζήσαμε κατάκοποι τόσους χειμώνες, τόσες νύχτες, να καρτερούμε.
Κι όμως, τα τρένα δεν σταμάτησαν πουθενά! Πόσα λόγια δεν ειπώθηκαν. Οι σάλπιγγες βράχνιασαν, καταχωνιασμένες στα υγρά υπόγεια. Η σαπίλα του παλιού κόσμου εξακολουθεί να δηλητηριάζει, να διαφθείρει βαθιά το είναι μας. Οι δυνάμεις κατοχής και οι μοντέρνοι δωσίλογοι φοβούνται, τρέμουνε το αριστερό κίνημα και γι’ αυτό γυρεύουν να σπάσουν τη ψυχή του, καλλιεργούν το δισταγμό και την αμφιβολία. Καταστρέφουν τις ηθικές αξίες που δημιούργησε ο λαός μας στην πάλη του ενάντια στις κάθε λογής χούντες.
Χρέος μας, να διαφυλάξουμε την τρεμάμενη φλόγα της μνήμης, να ξεχυθούμε στους δρόμους και πάλι, να αφουγκραστούμε το βογγητό της ασφάλτου κάτω απ’ το βάρος της θέλησής μας για δράση, για ενότητα, για τον ερχομό του αύριο!
Όλοι τους! Λίγο πιο κάτω ένας αξύριστος τύπος, λίγο πριν απ’ την κατεδάφιση: διηγείται στον ουρανό -η φωνή του έμοιαζε σαν βοή φουρτούνας- της νύχτας τα συμβάντα: Μπήκανε στο σπίτι της αδελφής μου κακοποιοί και με κατσαβίδια τη γέμισαν τρύπες! Το σπίτι έμοιαζε σφαγείο! Κι η αστυνομία απούσα! Όλα αυτά για λίγα ευρώ! Ασφαλώς ξένοι θα ήτανε, συμπλήρωσε μια άλλη φωνή. Τα βλέμματα, αδειανά απ’ της ελπίδας τον κάματο στράφηκαν προς το βάθος του δρόμου. Πόσο αργεί το λεωφορείο! Έχουν λιγοστέψει τα δρομολόγια. Καλά να μας κάνουνε! Ούρλιαξε κάποιος άλλος. Τότε, εσύ στράφηκες στην ομήγυρη της αναμονής κι είπες ήρεμα: Ας μη φωνάζουμε! Τις μεγάλες φωνές κανείς δεν τις αντέχει. Με άναρθρες κραυγές τίποτα δεν κερδίζεται! Αν μιλούσαμε πιο σιγά, μα με ευκρίνεια και σταθερότητα, τότε ο λόγος μας θα μπορούσε να γίνει πιστευτός! Το λεωφορείο πόσο αργεί! Τα μάθατε, φώναξε ένας καλοστεκούμενος ασπρομάλλης: Ο συνταξιούχος θα μπορεί να τύχει κάποιας αύξησης, εάν υπεύθυνα δηλώσει, ότι μετά τον θάνατό του, η χήρα η κακομοίρα, δεν δικαιούται να εισπράξει τη σύνταξη του μακαρίτη! Ρε που καταντήσαμε! Ενώ πιο πέρα δυο νεαροί επιχειρούν μακροβούτι στα έγκατα του σκουπιδοτενεκέ! Πεινάω! Δώστε κάτι!
Άξαφνα, όπως όταν περιεργάζεσαι έναν πίνακα ζωγραφικής και πίσω απ’ την απλότητα των γραμμών σου φανερώνεται η αγωνία του δημιουργού, έτσι κι εσύ, ένιωσες την ερημιά να σε τυλίγει. Ατένισες τη νύχτα να καλπάζει. Θυμήθηκες λησμονημένους φίλους. Διαπίστωσες τη δραπέτευση των πιο ωραίων λέξεων. Έφυγαν για να ’βρουνε ουρανό διανυκτερεύοντα. Και το αύριο αργεί να προβάλει! Άραγε μήπως ζούμε σ’ ένα όνειρο που δεν θα πάρει σάρκα και οστά, παρά μονάχα μέσα σ’ ένα άλλο όνειρο. Κι όμως, οι νύχτες πάντα έχουν κάτι να δηγηθούν. Κι αυτή η νύχτα η τωρινή, θέλει να μας πείσει πως είμαστε ψυχικά γυμνοί, πως η ηθική μας βρίσκεται σε αποσύνθεση, πως οι αξίες μας λούφαξαν ατιμασμένες και πως ο ηθικός μηδενισμός θα επικρατήσει! Αλίμονο! Το δέντρο της λευτεριάς το πότισε με αίμα τούτος ο λαός. Αγωνίστηκε με όλες τις δυνάμεις για εθνική απελευθέρωση, για ανεξαρτησία. Και να, ήρθανε πάλι οι παλιάτσοι! Οι περιοδεύοντες θίασοι, να εκλιπαρούν την εύνοια των δυνάμεων κατοχής. Ξεπουλούν τα πάντα, φτάνει να διατηρήσουν τα οφίτσια τους. Τόσο αίμα! Τόσος ιδρώτας! Κι είμαστε πάλι στο δρόμο, χαμένοι ταξιδιώτες! Ζήσαμε σε σπίτια πολιορκημένα από αέρηδες. Φεύγαμε πάντα. Δεν καταφέραμε παρά τις σκληρές δοκιμασίες να γίνουμε κύριοι στο σπιτικό μας. Ονειρευόμαστε εκείνες τις μοναδικές στιγμές που θ’ αποκτούσαμε, επιτέλους, τα κρυμμένα κλειδιά των τρένων και θ’ ανοίγαμε τις γραμμές για να περάσουν οι παλιές μέρες. Αλήθεια, ζήσαμε κατάκοποι τόσους χειμώνες, τόσες νύχτες, να καρτερούμε.
Κι όμως, τα τρένα δεν σταμάτησαν πουθενά! Πόσα λόγια δεν ειπώθηκαν. Οι σάλπιγγες βράχνιασαν, καταχωνιασμένες στα υγρά υπόγεια. Η σαπίλα του παλιού κόσμου εξακολουθεί να δηλητηριάζει, να διαφθείρει βαθιά το είναι μας. Οι δυνάμεις κατοχής και οι μοντέρνοι δωσίλογοι φοβούνται, τρέμουνε το αριστερό κίνημα και γι’ αυτό γυρεύουν να σπάσουν τη ψυχή του, καλλιεργούν το δισταγμό και την αμφιβολία. Καταστρέφουν τις ηθικές αξίες που δημιούργησε ο λαός μας στην πάλη του ενάντια στις κάθε λογής χούντες.
Χρέος μας, να διαφυλάξουμε την τρεμάμενη φλόγα της μνήμης, να ξεχυθούμε στους δρόμους και πάλι, να αφουγκραστούμε το βογγητό της ασφάλτου κάτω απ’ το βάρος της θέλησής μας για δράση, για ενότητα, για τον ερχομό του αύριο!
Σχόλια