Το 1975, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ) αρνήθηκε το αίτημα του Μουσείου της Καρλσρούης για την εξαγωγή ευρημάτων από ελληνικά Μουσεία, ώστε να εκτεθούν σε μεγάλη περιοδική έκθεση που ετοιμαζόταν στο γερμανικό μουσείο. Μάλιστα, τα μέλη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου πήραν την απόφαση σε αντιπαλότητα με την εκπεφρασμένη επιθυμία της κυβέρνησης Καραμανλή να ενδώσει στις πιέσεις της γερμανικής κυβέρνησης. Την ιστορία μάς θύμισε πριν από λίγες μέρες ο Κόλιν Ρένφριου, σημαντικός αρχαιολόγος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, στη διάλεξή του στην Αθήνα, με θέμα την αρχαιοκαπηλία και το διεθνές εμπόριο αρχαιοτήτων.
Από τη μεταπολίτευση ώς σήμερα, βέβαια, πέρασε πολύς καιρός. Το ΚΑΣ έγινε γνωμοδοτικό όργανο. Η «εθνικά υπερήφανη εξωτερική πολιτική» έδωσε τη θέση της στο «ευχαριστούμε τους Αμερικανούς» και αργότερα στην εκούσια υπαγωγή στην τρόικα και το ΔΝΤ –μιλώντας μόνο για τις σοσιαλιστικές κυβερνήσεις! Ο ριζοσπαστισμός της μεταπολίτευσης ξεθώριασε καθήμενος σε υπουργικούς θώκους. Οι διεθνείς εκθέσεις έγιναν μαστ (πρόσφατα, μάλιστα, η συμμετοχή σε μια τέτοια έκθεση προικοδοτήθηκε από τον ΟΠΑΠ με… 3,6 εκατ. ευρώ).
Έλα σου, όμως, που στα ίδια χρόνια αποκαλύφθηκε ότι οι εκθέσεις της Καρλσρούης δεν ήταν παρά καλά οργανωμένα «πλυντήρια» για να νομιμοποιηθούν προϊόντα αρχαιοκαπηλίας με την έκθεσή τους δίπλα στα ευρήματα των ελληνικών μουσείων και την (ισότιμη) καταγραφή τους στους επιστημονικούς καταλόγους, ώστε λίγα χρόνια αργότερα να πουληθούν, όχι πια ως «αγνώστου προελεύσεως» αντικείμενα, αλλά ως δημοσιευμένα εκθέματα της περιοδικής έκθεσης ενός διεθνούς φήμης μουσείου. Μουσείων όπως το Γκετί, οι έφοροι των οποίων, όπως αποκαλύπτεται εκ των υστέρων, είχαν ως βασική τους ενασχόληση τις (αναγκαίες) υπόγειες διαδρομές των προϊόντων αρχαιοκαπηλίας, που θα τους εξασφάλιζαν έστω μια τυπική «νομιμότητα», πριν από την αγορά τους.
Η τότε απόφαση του ΚΑΣ, που σήμερα θα δεχόταν έντονη κριτική για «στενομυαλιά» και «έλλειψη κοσμοπολιτισμού», ήταν τελικά αυτή που προστάτευσε το ελληνικό κράτος από το να βοηθήσει αυτές ακριβώς τις περίεργες διαδρομές εις βάρος των αρχαιοτήτων της χώρας μας.
Είπαμε, όμως, από τότε έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι!
Σήμερα τέτοιες «στενομυαλιές» δεν συνηθίζονται. Το ΚΑΣ βολεύτηκε πια στο να συμμορφώνεται με «τας υποδείξεις». Η συνταγματική επιταγή της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς και του φυσικού περιβάλλοντος έχει απομείνει κενό γράμμα μπροστά στην επέλαση της «ανάπτυξης» -δηλαδή, κάθε λογής μικρού ή μεγάλου συμφέροντος. Από το Οβριόκαστρο μέχρι τη Θίσβη κι από το Ελληνικό μέχρι το τελευταίο οικόπεδο της Θεσσαλονίκης, ο (μεγαλο)εργολάβος έχει πάντα δίκιο. Ακόμη κι αν πρόκειται να καταστραφούν αρχαιότητες για να χτιστούν ξενοδοχεία, γήπεδα γκολφ, εμπορικά μεγαθήρια και άλλα αμφίβολης χρησιμότητας και ελάχιστης βιωσιμότητας έργα. Μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται: ούτε στο ταμείο των εθνικών μας εργολάβων που γεμίζει με αξιοπρόσεχτη ταχύτητα, ούτε στο «ταμείο» που κάνει η κοινωνία καιρό μετά, μετρώντας απώλειες σε φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, δημόσιο χώρο, θέσεις εργασίας, πόρους που κατασπαταλήθηκαν.
Μιλάμε όμως για τη χώρα στην οποία η υπόθεση της Μάριον Τρου έφτασε στο δικαστήριο μετά την παραγραφή της και τέθηκε στο αρχείο γρήγορα και αθόρυβα, χωρίς να ανοίξει ρουθούνι.
Ας μην περιμένουμε την καμαριέρα από την αλλοδαπή για να μας απαλλάξει. Μπορούμε και μόνοι μας!
Έλα σου, όμως, που στα ίδια χρόνια αποκαλύφθηκε ότι οι εκθέσεις της Καρλσρούης δεν ήταν παρά καλά οργανωμένα «πλυντήρια» για να νομιμοποιηθούν προϊόντα αρχαιοκαπηλίας με την έκθεσή τους δίπλα στα ευρήματα των ελληνικών μουσείων και την (ισότιμη) καταγραφή τους στους επιστημονικούς καταλόγους, ώστε λίγα χρόνια αργότερα να πουληθούν, όχι πια ως «αγνώστου προελεύσεως» αντικείμενα, αλλά ως δημοσιευμένα εκθέματα της περιοδικής έκθεσης ενός διεθνούς φήμης μουσείου. Μουσείων όπως το Γκετί, οι έφοροι των οποίων, όπως αποκαλύπτεται εκ των υστέρων, είχαν ως βασική τους ενασχόληση τις (αναγκαίες) υπόγειες διαδρομές των προϊόντων αρχαιοκαπηλίας, που θα τους εξασφάλιζαν έστω μια τυπική «νομιμότητα», πριν από την αγορά τους.
Η τότε απόφαση του ΚΑΣ, που σήμερα θα δεχόταν έντονη κριτική για «στενομυαλιά» και «έλλειψη κοσμοπολιτισμού», ήταν τελικά αυτή που προστάτευσε το ελληνικό κράτος από το να βοηθήσει αυτές ακριβώς τις περίεργες διαδρομές εις βάρος των αρχαιοτήτων της χώρας μας.
Είπαμε, όμως, από τότε έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι!
Σήμερα τέτοιες «στενομυαλιές» δεν συνηθίζονται. Το ΚΑΣ βολεύτηκε πια στο να συμμορφώνεται με «τας υποδείξεις». Η συνταγματική επιταγή της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς και του φυσικού περιβάλλοντος έχει απομείνει κενό γράμμα μπροστά στην επέλαση της «ανάπτυξης» -δηλαδή, κάθε λογής μικρού ή μεγάλου συμφέροντος. Από το Οβριόκαστρο μέχρι τη Θίσβη κι από το Ελληνικό μέχρι το τελευταίο οικόπεδο της Θεσσαλονίκης, ο (μεγαλο)εργολάβος έχει πάντα δίκιο. Ακόμη κι αν πρόκειται να καταστραφούν αρχαιότητες για να χτιστούν ξενοδοχεία, γήπεδα γκολφ, εμπορικά μεγαθήρια και άλλα αμφίβολης χρησιμότητας και ελάχιστης βιωσιμότητας έργα. Μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται: ούτε στο ταμείο των εθνικών μας εργολάβων που γεμίζει με αξιοπρόσεχτη ταχύτητα, ούτε στο «ταμείο» που κάνει η κοινωνία καιρό μετά, μετρώντας απώλειες σε φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, δημόσιο χώρο, θέσεις εργασίας, πόρους που κατασπαταλήθηκαν.
Μιλάμε όμως για τη χώρα στην οποία η υπόθεση της Μάριον Τρου έφτασε στο δικαστήριο μετά την παραγραφή της και τέθηκε στο αρχείο γρήγορα και αθόρυβα, χωρίς να ανοίξει ρουθούνι.
Ας μην περιμένουμε την καμαριέρα από την αλλοδαπή για να μας απαλλάξει. Μπορούμε και μόνοι μας!
Δέσποινα Κουτσούμπα
Σχόλια