Μια Συνέντευξη του Petter Nilsson στον Michal Rozworski*
Πολλές από τις συζητήσεις με θέμα τη σύγχρονη Αριστερά αναφέρονται στην κληρονομιά της σοσιαλδημοκρατίας. Ορισμένοι ονειρεύονται μια επιστροφή σε εκείνη τη φαινομενικά ειδυλλιακή εποχή. Άλλοι επισημαίνουν τις αδυναμίες της, και μας παροτρύνουν να κοιτάξουμε πέρα από το κράτος πρόνοιας. Δεδομένου ότι η σουηδική εμπειρία στη μεταπολεμική περίοδο πλησίασε στο μέγιστο βαθμό το σοσιαλδημοκρατικό ιδεώδες, είναι πολύ χρήσιμο να ληφθεί υπόψη σ’ αυτές τις συζητήσεις. Σ’ αυτή τη συνέντευξη ο Petter Nilsson (εκπρόσωπος Τύπου του σουηδικού Αριστερού Κόμματος) μιλά για τη σοσιαλδημοκρατία στη χώρα του και την ευρύτερη σημασία της.
Πολλοί βλέπουν ακόμα τη Σουηδία σαν μοντέλο για το κράτος πρόνοιας, αν και έχει αλλάξει δραματικά τα 20 τελευταία χρόνια. Τι σημαίνει να κοιτάξει κανείς τη Σουηδία, όπως έχετε παροτρύνει, «χωρίς αυταπάτες»;
Υπάρχει ένα ανέκδοτο στη σουηδική Αριστερά: ότι όλοι θα ήθελαν το σουηδικό μοντέλο, και περισσότερο από όλους οι Σουηδοί. Αυτό που θεωρείται σουηδικό μοντέλο έφθασε στο απόγειό του στα τέλη της δεκαετίας του ’70 με αρχές του ’80. Έκτοτε εξελίχθηκε με παρόμοιο τρόπο όπως και η υπόλοιπη Ευρώπη, που παρασύρθηκε από το νεοφιλελεύθερο κύμα.
Επειδή η Σουηδία είχε ως αφετηρία ένα σύστημα υψηλής συμπίεσης της απόκλισης μεταξύ χαμηλότερου και υψηλότερου μισθού, και ισότητα αμοιβών μεταξύ των δύο φύλων, παραμένει μια χώρα με μεγάλο βαθμό ισότητας συγκριτικά με άλλες στην Ευρώπη. Όμως, την ίδια στιγμή, έχουμε τη μεγαλύτερη αύξηση στις κοινωνικές ανισότητες μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Όταν οι Σοσιαλδημοκράτες έκαναν δεξιά στροφή, γύρω στα 1986, πολλές από τις εξελίξεις που είχαν δρομολογηθεί στην υπόλοιπη Ευρώπη έφθασαν στη Σουηδία με καταιγιστικό τρόπο.
Σε λίγα μόνο χρόνια, παρατηρήθηκαν τεράστιες αυξήσεις στις ταξικές διαφορές, κι αυτό επηρέασε το καθολικό σύστημα πρόνοιας. Το σύστημα αυτό ανέκαθεν βασιζόταν στην υψηλή συμπίεση της απόκλισης των μισθών, που είχε ως αποτέλεσμα η μεσαία τάξη να έχει το ίδιο σύστημα πρόνοιας με τους υπόλοιπους. Εφόσον η ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών ήταν τόσο υψηλή, τα μέλη του συστήματος πρόνοιας ήταν πρόθυμα να πληρώνουν φόρους για να το χρηματοδοτούν. Μόλις όμως μειώθηκε η χρηματοδότηση του κράτους πρόνοιας, έπεσε και η ποιότητα – κι έτσι η μεσαία τάξη στράφηκε στον ιδιωτικό τομέα.
Τι συμβαίνει όταν σπάει αυτός ο ιδανικός κύκλος που δημιουργεί ισότητα και έλκει τη στήριξη για υπηρεσίες υψηλού επιπέδου; Πώς η υποβάθμιση των υπηρεσιών οδηγεί σε ένα διαφορετικό είδος κύκλου, φαύλου πλέον;
Υπάρχει μια λάθος εντύπωση για το σκανδιναβικό κράτος πρόνοιας: ότι ήταν εφικτό μόνο χάρη στα υψηλά επίπεδα εμπιστοσύνης που απολάμβανε στον πληθυσμό. Τα τελευταία χρόνια, όμως, οι έρευνες έδειξαν ότι είναι αποτέλεσμα του καθολικού συστήματος πρόνοιας οι πολίτες να εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο, και το σύστημα πρόνοιας απλά αντανακλά κι άλλο αυτή την εμπιστοσύνη.
Αλλά εάν εξετάσουμε, για παράδειγμα, τα πιο «πολεμικά» έργα του Μίλτον Φρίντμαν, θα δούμε ότι ουσιαστικά προτείνει το εξής: «Αν θέλεις να περιορίσεις το σύστημα πρόνοιας, κόβεις τις επιδοτήσεις και το λειτουργείς με έλλειμμα για κάποια χρόνια – έτσι ώστε να πέσει η ποιότητά του. Τότε οι πολίτες δεν έχουν πλέον κίνητρο να το υποστηρίξουν»!
Αυτό ακριβώς συμβαίνει στην πράξη όταν η Δεξιά έρχεται στην εξουσία: κόβουν τις επιδοτήσεις ώστε η ποιότητα π.χ. των δημόσιων σχολείων να πέσει, και στη συνέχεια προτείνουν τη «λύση» των ιδιωτικών σχολείων. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια ιδεολογική επίθεση και μια ξεκάθαρη στρατηγική υπονόμευσης της εμπιστοσύνης στο σύστημα πρόνοιας.
Την ίδια στιγμή όμως στη Σουηδία, το 80-90% του κόσμου δηλώνει πρόθυμο να πληρώσει υψηλότερους φόρους προκειμένου να χρηματοδοτηθεί ένα καλύτερο επίπεδο πρόνοιας. Άρα, οι προσδοκίες από το σύστημα αυτό παραμένουν υψηλές. Απλώς δεν προωθείται από κανένα πολιτικό κόμμα πλην του Αριστερού Κόμματος…
Πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτή η αποσύνδεση μεταξύ, από τη μία πλευρά, της υψηλής στήριξης για το σύστημα πρόνοιας και της προθυμίας να χρηματοδοτηθεί και, από την άλλη, αυτού που συμβαίνει πολιτικά;
Στα τελευταία 100 χρόνια, οι Σοσιαλδημοκράτες είναι στην εξουσία για πάνω από 80 χρόνια. Διέθεταν ένα πολιτικό σχέδιο: η κεντρική ιδέα ήταν να δημιουργηθεί ένας ομογενοποιημένος πληθυσμός με ισότητα. Υπήρχε, επίσης, στην πράξη μια στρατηγική για κατάργηση του λιγότερο ανταγωνιστικού κεφαλαίου, και άρα μεταβίβαση πόρων σε πιο παραγωγικούς τομείς. Η Σουηδία είχε ίσως την πιο πετυχημένη από κάθε άλλη χώρα εφαρμογή της στρατηγικής του φορντισμού**.
Αυτό οδήγησε σε κάτι μοναδικό: Ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα κυβερνούσε ένα σοσιαλδημοκρατικό κράτος που παρήγαγε ανθρώπους με σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις. Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70, όμως, αυτό οδήγησε σε αντιφάσεις. Κάποια πράγματα σταμάτησαν να λειτουργούν: οι μισθοί κρατιούνταν στις ιδιωτικές επιχειρήσεις που είχαν την υψηλότερη παραγωγικότητα ώστε, υποτίθεται, να μεταβιβαστούν πόροι στο δημόσιο τομέα – αλλά οι επιχειρήσεις κατέληξαν να έχουν υπερκέρδη. […]
Έτσι, στα τέλη της δεκαετίας του ’70 εκδηλώθηκε ένα κύμα αυθόρμητων απεργιών, μια διαμαρτυρία κόντρα σε ένα μοντέλο που είχε λειτουργήσει τόσο καλά μεταξύ του ’32 και του ’79. Έκτοτε οι Σοσιαλδημοκράτες εξελίχθηκαν σε ένα παραδοσιακό, σοσιαλδημοκρατικό κόμμα του «τρίτου δρόμου». Όριζαν στόχο για τον πληθωρισμό, επέτρεπαν στην ανεργία να αυξάνεται… κι έτσι η Σουηδία σταδιακά μετατράπηκε σε μια «παραδοσιακή» ευρωπαϊκή χώρα.
Αυτό που συνέβη στη συνέχεια ήταν ότι τα κόμματα της Δεξιάς, που ποτέ δεν μπορούσαν να ενωθούν μέχρι τότε, το κατάφεραν. Με μεγάλη επιτυχία κέρδισαν δύο διαδοχικές εκλογές – κάτι ανήκουστο μέχρι τότε. Αυτό πόλωσε το σουηδικό πολιτικό σύστημα, και τώρα οι Σοσιαλδημοκράτες πιστεύουν ότι πρέπει να επανακτήσουν με κάποιο τρόπο τις ψήφους της μεσαίας τάξης που διέρρευσαν προς το δεξιό συνασπισμό.
Άρα, ποιος είναι ο αγώνας για το μέλλον του σουηδικού κράτους πρόνοιας; Επιστρέφετε στο παρελθόν χωρίς νοσταλγία για κάτι που υπήρξε, ή οραματίζεστε κάτι διαφορετικό;
Πιστεύω ότι υπάρχει ο κίνδυνος να αποκτήσουμε νοσταλγία για το σουηδικό κράτος πρόνοιας. Μεγάλωσα στην κορύφωση του σουηδικού κράτους πρόνοιας και, από πολλές απόψεις, ήταν μια καλύτερη κοινωνία από τη σημερινή. Την ίδια στιγμή όμως έβριθε εσωτερικών αντιφάσεων.
Η Νέα Αριστερά του ’68 διατύπωσε πολλές κριτικές για το κράτος πρόνοιας, τις οποίες δεν πρέπει να ξεχνάμε: ότι ήταν συγκεντρωτικό και γραφειοκρατικό, ότι δεν ήταν εύκολο να προωθήσεις αλλαγές. Άρα δεν πρέπει να επιστρέψουμε σε κάτι τέτοιο.
Την ίδια στιγμή, οι ίδιοι οι Σοσιαλδημοκράτες δεν αντιλαμβάνονται το ιδιοφυές στοιχείο του κράτους πρόνοιας: δημιούργησαν μια κοινωνία που ανέπτυξε μια συλλογική υποκειμενικότητα. Υπήρχαν θεσμοί στην κοινωνία που προωθούσαν τους ανθρώπους ως συλλογικές οντότητες. Αν, όμως, εφαρμόζεις ιδιωτικοποιήσεις και ένα καταναλωτικό μοντέλο, οι άνθρωποι αρχίζουν να συμπεριφέρονται σαν νεοφιλελεύθερα οικονομικά υποκείμενα.
Για να προχωρήσουμε μπροστά πρέπει να υπερασπίσουμε ό,τι έχει απομείνει από το κράτος πρόνοιας, ως ένα όριο για το τι μπορεί να ιδιωτικοποιηθεί και τι μπορεί να πετύχει η Δεξιά. Παράλληλα, όμως, πρέπει να αρχίσουμε να προβληματιζόμαστε για άλλους τύπους συλλογικών επιχειρήσεων οι οποίες μπορούν να δημιουργήσουν μια κοινωνία που, στο επόμενο βήμα, θα προωθήσει ένα πιο συλλογικό, πιο καθολικό κράτος πρόνοιας – και αυτές οι συλλογικές επιχειρήσεις θα πρέπει να έχουν νέες μορφές.
Το μεγάλο ερώτημα είναι πώς να δημιουργήσεις μία νέα καθολική, συλλογική μορφή υποκειμενικότητας, ποιοι είναι οι θεσμοί που την παράγουν, αλλά και πώς μπορούν να επιβιώσουν από εκλογικές ήττες.
* Ο Petter Nilsson είναι εκπρόσωπος Τύπου του σουηδικού Αριστερού Κόμματος και ερευνητής του Κέντρου Μαρξιστικών Κοινωνικών Σπουδών. Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε αυτή την εβδομάδα στο περιοδικό Jacobin, που κυκλοφορεί σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή (www.jacobinmag.com).
** ΣτΜ: Αναφέρεται σε ένα οικονομικό μοντέλο μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης που χαρακτήρισε τις οικονομίες με υψηλό επίπεδο ανάπτυξης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με εφαρμογή κεϋνσιανών πολιτικών πλήρους απασχόλησης και οικονομικής και κοινωνικής σταθερότητας.
Μετάφραση: Ελεάννα Ροζάκη