Αφιέρωμα στην πρωτοποριακή σκηνοθέτρια στις Νύχτες Πρεμιέρας
Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσίασε το αφιέρωμα στην πρωτοποριακή σκηνοθέτρια Σίρλεϊ Κλαρκ (1919-1997), στο φετινό φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας, με την προβολή αντιπροσωπευτικών ταινιών της.
Πολωνοεβραϊκής καταγωγής η Κλαρκ, μέλος του νεοϊορκέζικου καλλιτεχνικού κύκλου ανεξάρτητων σκηνοθετών, ξεκίνησε ως χορεύτρια και στράφηκε στο σινεμά, στα χνάρια της Μάγια Ντέρεν. Με πρωταρχική έμπνευση το μοντέρνο χορό, σκηνοθετεί τις πρώτες αβάν γκαρντ μικρού μήκους στις αρχές του ’50, αποδίδοντας τον αισθησιασμό της χορευτικής κίνησης με μια συνειρμική χρήση μοντάζ.
Στην εποχή της αμφισβήτησης, με το περιθώριο στο επίκεντρο της κινηματογραφική θεματικής, κόντρα στη λογοκρισία, απελευθερώνεται η κοινωνική διάσταση της τέχνης.
Μετά τον Άνθρωπο με το χρυσό χέρι (1955) του Ότο Πρέμινγκερ, η Σίρλεϊ Κλαρκ επανέφερε το θέμα-ταμπού των ναρκωτικών, κερδίζοντας διεθνή αναγνώριση. Στον Προμηθευτή (1961), μια παρέα περιθωριακών εξαρτημένων περιμένουν τον Αφροαμερικανό προμηθευτή σε ένα βρόμικο νεοϋορκέζικο διαμέρισμα, όπου τους κινηματογραφεί ένας φορτικός σκηνοθέτης. Το σύνδρομο του εθισμού και η παρουσία της κάμερας δημιουργούν ιλαροτραγικές καταστάσεις, με μουσικά διαλείμματα μπι-μποπ συνθέσεων, που παίζει ο ίδιος ο συνθέτης-πιανίστας Φρέντι Ρεντ και το κουαρτέτο τζάζ μουσικών που κατέφτασαν για να «φτιαχτούν», με τον Τζάκι ΜακΛιν στο άλτο σαξόφωνο. Βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό, η Κλαρκ δημιουργεί ταινία μέσα στην ταινία, με πρωτότυπη κινηματογράφηση, γεμάτη μακρόσυρτες υποκειμενικές λήψεις. Ο περιορισμένος χώρος του διαμερίσματος παραπέμπει στη στενότητα της θεατρικής σκηνής, ενώ οι ηθοποιοί παρουσιάζονται μετωπικά, κοιτώντας την κάμερα όπως θα κοίταγαν τον θεατή. Η ύπαρξη κάμερας είναι παραδόξως εμφανής, ενώ οι φωτισμοί δημιουργούν σκιάσεις εξπρεσιονιστικής έμπνευσης. Η ταινία ανοίγει και κλείνει με τους τζαζ αυτοσχεδιασμούς του εμβληματικού σαξοφωνίστα Τσάρλι Πάρκερ, από φορητό πικάπ. Η Κλαρκ ανιχνεύει τις ψυχικές μεταπτώσεις και την κατάρρευση των εθισμένων, με παράλληλη καταγραφή της αργκό, αναδεικνύοντας το περιθώριο και την υποκουλτούρα ως κομμάτι της κοινωνίας, άξιο να καταγραφεί. Αντίστοιχα, την ίδια εποχή, στα ίδια λημέρια, η αντικομφορμίστρια φωτογράφος Νταϊάν Άρμπους αιχμαλώτιζε επίσης μορφές του περιθωρίου στο φωτογραφικό κάδρο της, μετουσιώνοντας ψυχώσεις και ιδιορρυθμίες σε αντικείμενο τέχνης, αποκαλύπτοντας μια άλλη εικόνα της Αμερικής, δύσμορφη και ακατανόητη, που δεν χωράει στο στενό καλούπι ενός τετριμμένου καθωσπρεπισμού.
Στον απόηχο του Γουέστ Σάιντ Στόρι (1961), με τις συμμορίες νεαρών Πορτορικανών, η Σίρλεϊ Κλαρκ δίνει τη δική της εκδοχή στο The Cool World (1964), αποδίδοντας με νατουραλιστική τόλμη τα αδιέξοδα μιας παρέας ανήλικων, με ερασιτέχνες ηθοποιούς, γέννημα-θρέμμα του γκέτο στις φτωχογειτονιές του Χάρλεμ, μακριά από μια ακριβοπληρωμένη γυαλιστερή παραγωγή. Ο πρωταγωνιστής ανδρώνεται ανάμεσα σε νταβατζήδες και πρεζόνια, καταλήγοντας στην τοπική συμμορία. Λίγα μόλις χρόνια μετά την πρώτη ανεξάρτητη αμερικανική ταινία διαφυλετικής θεματικής Σκιές (1959), του Τζον Κασσαβέτη, η Κλαρκ καταγράφει αυθεντικές όψεις της μίζερης καθημερινότητας, σε ασπρόμαυρες αποχρώσεις, επηρεασμένη από το ευρωπαϊκό σινεμά-βεριτέ. Η επιλογή τζαζ υπόκρουσης του πιανίστα Μαλ Γουάλντρον, παιγμένη απ’ το κουιντέτο του Ντίζι Γκιλέσπι, δίνει αυθεντικότερο στίγμα, συγκριτικά με τους φτιασιδωμένους τζαζ ήχους στη συμφωνική ορχήστρα του Λέοναρντ Μπερνστάιν, για το Γουέστ Σάιντ Στόρι.
Το Πορτρέτο του Τζέισον (1967) μαρτυράει την καταλυτική δύναμη της παρουσίας μιας κάμερας, μπροστά από ένα πρόσωπο. Περιθωριακός μαύρος και ομοφυλόφιλος ζιγκολό, βουτηγμένος στην πιο εκκωφαντική εκκεντρικότητα, ο Τζέισον γίνεται το αντικείμενο παρατήρησης της Κλαρκ, που καταγράφει σε σταθερά πλάνα το παραληρηματικό πορτρέτο του, μέσα από την αφήγηση ασυνήθιστων σκωπτικών επεισοδίων, πνιγμένων σε υστερικό γέλιο. Σε μια εξομολογητική παρόρμηση, ο ασυγκράτητος Τζέισον εγκαταλείπει το κωμικό του προσωπείο, αποκαλύπτοντας το τραύμα βάναυσων συμπεριφορών και διακρίσεων που έχει υποστεί. Στην γέννηση του κουίρ (queer) ρεύματος, αποτυπώνεται μια ευρύτερη αποδοχή της διαφορετικότητας, πέρα απ’ τον κλειστό καλλιτεχνικό περίγυρο.
Στο τελευταίο της κινηματογραφικό πόνημα Όρνετ Κόλμαν: Made in America (1985), συνταιριάζεται άψογα η φιλοσοφία φρι τζαζ του σαξοφωνίστα Όρνετ Κόλμαν (1930-2015), με την ανορθόδοξη κινηματογραφική προσέγγιση της Κλαρκ, σε ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ-πορτραίτο, μεταξύ πειραματικού σινεμά και βίντεοαρτ. Με αφετηρία τη συναυλία στη γενέτειρά του, το 1984, η Κλαρκ παρουσιάζει υλικό από μια περίοδο 20 χρόνων δουλειάς του σαξοφωνίστα. Η «φευγάτη» αίσθηση της φρι τζαζ αποδίδεται με ένα ψυχεδελικό αποτέλεσμα ψηφιοποιημένων οπτικών και ηχητικών εφέ. Το κοφτό, γρήγορο μοντάζ συγχρονίζεται με τη μουσική και μεταφέρει οπτικά τον ηχητικό ρυθμό των ατονικών αυτοσχεδιασμών του Κόλμαν, μαζί με τον γιο του στα ντραμς, τον μπασίστα Τσάρλι Χέιντεν και τον τρομπετίστα Ντον Τσέρι. Δραματοποιημένα στιγμιότυπα του παρελθόντος εντάσσονται σε ελεύθερη βιογραφική αφήγηση. Παρελθόν και παρόν συγχέονται, με τον μουσικό σε διαφορετικές ηλικίες να μιλάει για τη δημιουργική επινόηση της μουσικής του, ενώ παρεμβάλλονται πλάνα φυτών ή αρχιτεκτονικών λεπτομερειών μοντέρνων κτιρίων, θυμίζοντας το νεωτεριστικό μοντάζ της Κλαρκ, στα πρώτα μικρού μήκους της (Ουρανοξύστης /1959, Γέφυρες /1958). Ο Γουίλιαμ Μπάροουζ, μάλιστα, σε μια τηλεοπτική εμφάνιση, χαρακτηρίζει τον Κόλμαν ως «τον θεό των μελλοντικών ταξιδιών του διαστήματος».
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου