Της Αλίκης Βεγίρη.
Κι αυτό αποτυπώνεται με τον πιο αδιαφιλονίκητο τρόπο και στην πορεία που έχει πάρει ο δείκτης τιμών των τροφίμων παγκοσμίως, εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον, πορεία, σταθερά και ακάθεκτα ανοδική, η οποία δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της παρούσας κρίσης, αλλά πηγαίνει πολλές δεκαετίες πίσω. Όλοι θυμόμαστε την απότομη άνοδο των τιμών την περίοδο 2007-2008, με αποκορύφωμα τον Ιούνιο του 2008, η οποία και πυροδότησε βίαιες εξεγέρσεις σε όλα τα σημεία του πλανήτη και έσπρωξε κάποια 100 εκατ. ανθρώπων πιο βαθιά στη φτώχεια. Η πτώση τιμών που ακολούθησε αμέσως φάνηκε να δρα καθησυχαστικά, αλλά ο εφησυχασμός δεν κράτησε για πολύ. Το φθινόπωρο που μας πέρασε οι τιμές άρχισαν πάλι να τραβούν την ανηφόρα, δίνοντας το έναυσμα για νέες εξεγέρσεις σε Αλγερία, Αίγυπτο και Μπαγκλαντές. Το θέμα ξαναήρθε πρόσφατα στην επικαιρότητα από το γεγονός ότι ο εν λόγω δείκτης τιμών κατέγραψε άλλο ένα υψηλό ρεκόρ -το υψηλότερο εδώ και 20 χρόνια, από τότε που άρχισε να καταγράφεται- με αποτέλεσμα να καταδικαστούν άλλα 44 εκατ. άνθρωποι στο μαρτύριο του άδειου πιάτου.
Απ’ όπου και να το πιάσεις το ζήτημα, παρά την αύξηση της παραγωγικότητας και των εισοδημάτων, η πείνα τείνει να καταστεί ενδημική, να εξαπλώνεται και να χτυπά όχι μόνο τις συνήθεις περιοχές του αναπτυσσόμενου κόσμου, μα και του ανεπτυγμένου. Πάνω στην ώρα ήρθε και η έκθεση της ανθρωπιστικής οργάνωσης Oxfam η οποία μιλά για διπλασιασμό των τιμών μέχρι το 2030, γεγονός που θα σημαίνει ότι ένα μέσο νοικοκυριό του αναπτυγμένου πλέον κόσμου θα πρέπει να δαπανά γύρω στο 20% των εισοδημάτων του μόνο για να τραφεί. Ενώ για τον αναπτυσσόμενο, το αποτέλεσμα θα είναι είτε ολόκληρο το εισόδημα να πηγαίνει στα τρόφιμα, είτε τα τρόφιμα να μην μπορούν να φτάσουν στο τραπέζι του. Αλλά ακόμα και έτσι όπως είναι σήμερα οι τιμές, με τόσους ανέργους και υπο-απασχολούμενους η πείνα βγαίνει από τη σφαίρα του ενδεχόμενου και εγκαθίσταται στη σφαίρα του πραγματικού.
Ποιοι είναι, λοιπόν, οι λόγοι;
Είναι η αύξηση του πληθυσμού αυτή που αυξάνει τη ζήτηση και τις τιμές, οπότε αν ξεπαστρεύονταν μερικά εκατομμύρια, οι τιμές θα γύριζαν στο φυσιολογικό; Είναι η μειωμένη παραγωγικότητα, οπότε το πρόβλημα θα λυνόταν αν η γεωργία γινόταν περισσότερο βιομηχανοποιημένη και εντατική; Είναι τα εμπόδια στο ελεύθερο εμπόριο, οπότε αν λύνονταν οι λογιών-λογιών προστατευτισμοί, οι δασμοί, οι επιδοτήσεις εκ μέρους κυρίως των πλουσίων χωρών και οι εμπορικοί αποκλεισμοί που επιβάλλουν ορισμένες χώρες θα επερχόταν και σταθερότητα στις τιμές; Ή τα τρόφιμα που παράγονται είναι μεν αρκετά (προς το παρόν), υπάρχει όμως πρόβλημα διανομής τροφίμων και κατανομής του πλούτου, ώστε από τη μια μεριά να υπάρχει αφθονία σε τρόφιμα, από την άλλη όμως να μην υπάρχουν αρκετά χρήματα ν’ αγοραστούν;
Και λέμε «προς το παρόν», όσον αφορά την επάρκεια, γιατί υπάρχουν και άλλοι παράγοντες οι οποίοι εργάζονται ανεπίστρεπτα προς την κατεύθυνση μείωσης της συνολικής παραγωγικής ικανότητας του πλανήτη. Ένας τέτοιος παράγοντας είναι η συντελούμενη κλιματική αλλαγή, με κυριότερες εκφάνσεις της την άνοδο της θερμοκρασίας, την προϊούσα ερημοποίηση μεγάλων, πρότερων γόνιμων εδαφών και τη συχνή εμφάνιση έντονων καιρικών φαινομένων με ολέθριες επιπτώσεις στην αγροτική παραγωγή. Για παράδειγμα, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε στο έγκυρο επιστημονικό περιοδικό Science, την τελευταία τριακονταετία, παρ’ όλο που η παγκόσμια παραγωγή σιταριού αυξήθηκε, η αύξηση αυτή βρέθηκε να υπολείπεται κατά 5.5%, αυτής που θα προέκυπτε αν η θερμοκρασία παρέμενε στα ίδια με πριν επίπεδα, με αποτέλεσμα η χαμένη παραγωγή να επιφέρει επιπρόσθετη αύξηση των τιμών κατά περίπου 12%.
Δεν είναι, όμως, μόνο η κλιματική αλλαγή, ο κύριος υπεύθυνος για την αύξηση των τιμών. Ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης, γύρω στο 30% με 40% αποδίδεται στη ευρεία καλλιέργεια φυτών κατάλληλων για βιοκαύσιμα. Ενώ στην αρχή η προσπάθεια αυτή χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό ως εναλλακτική και φτηνότερη μορφή ενέργειας, στην πορεία αποδείχθηκε μια πολύ κερδοσκοπική επιχείρηση.
Το αποτέλεσμα ήταν σε μεγάλες εκτάσεις γης, κυρίως στον αναπτυσσόμενο κόσμο, να μετατραπούν οι καλλιέργειες, από τα παραδοσιακά φυτά τα οποία εξασφάλιζαν τη διατροφή των ντόπιων πληθυσμών, στα πλέον κερδοφόρα «ενεργειακά», τα οποία όμως αρκετές φορές ήταν τα ίδια με τα πρώτα, όπως το καλαμπόκι.
Έτσι, η άνοδος της τιμής του καλαμποκιού ως βιοκαύσιμου, παρέσυρε ταυτόχρονα προς τα άνω και την τιμή του καλαμποκιού ως τροφής.
Γύρω στο δεύτερο μισό του 2010, για παράδειγμα, η τιμή του καλαμποκιού στις ΗΠΑ ανέβηκε απότομα κατά 73%, αύξηση η οποία αποδόθηκε στη μεγάλη ζήτηση που είχε ως βιοκαύσιμο, από χώρες όπως Κίνα, Ινδία, Ινδονησία κ.ά.
Οι αυξήσεις, επίσης, της τιμής του πετρελαίου μετακυλίονται ευθέως και στις τιμές των τροφίμων, μέσω των αυξήσεων που επέρχονται στα γεωργικά μηχανήματα, τα λιπάσματα και τις μεταφορές. Αν κάποιος σχεδιάσει τη χρονική μεταβολή της τιμής του πετρελαίου και του παγκόσμιου δείκτη τροφίμων, κατά την τελευταία δεκαετία, θα διαπιστώσει με μεγάλη έκπληξη ότι οι δυο αυτές καμπύλες ακολουθούν τις ίδιες ακριβώς διακυμάνσεις.
Κλείνοντας, θα αναφερθούμε και στον παράγοντα κερδοσκοπία όπως αυτή λαμβάνει χώρα στα χρηματιστήρια αγαθών και εμπορευμάτων από ποικίλα hedge funds, κυρίως μετά την εκδήλωση της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, όταν τα τρομαγμένα κεφάλαια άρχισαν ν’ αναζητούν ένα πιο σίγουρο αραξοβόλι.
Ενώ οι κερδοσκοπικές επιθέσεις, που συνήθως λαμβάνουν τη μορφή στοιχημάτων πάνω σε μελλοντικές σοδειές μπορεί να ευθύνονται για τις απότομες διακυμάνσεις του παγκόσμιου δείκτη τιμών τροφίμων, όπως συνέβη το 2008, εν τούτοις, η συνεχιζόμενη για χρόνια αύξησή του προέρχεται, σε μεγάλο βαθμό, από τη σύνθεση παραγόντων που είτε προκύπτουν από την ίδια την κλιματική αλλαγή (ερημοποίηση, ακραία καιρικά φαινόμενα), είτε από τις λύσεις που το πολιτικό σύστημα έχει επιλέξει για να την αντιμετωπίσει (καλλιέργειες για βιοκαύσιμα).