Ζοφερές και αισιόδοξες εκτιμήσεις για την ελληνική περιπέτεια συγκλίνουν σε δύο πράγματα: στο επερχόμενο νέο κούρεμα του χρέους και την ευεργετική επίδραση της «εσωτερικής υποτίμησης». Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Την πλειοδοσία εκτιμήσεων για τέλος της κρίσης στην Ευρωζώνη και για θεαματική απομάκρυνση του ενδεχομένου εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ διέκοψε, αυτή την εβδομάδα, η Citigroup. Οι αναλυτές του χρηματοπιστωτικού ομίλου που καθιέρωσαν και τον όρο Grexit περιγράφουν το εξής εφιαλτικό σενάριο: H ύφεση στην ελληνική οικονομία θα φτάσει φέτος το 6,5% και το 2015 θα εκτιναχθεί στο 11,5%. Η ανεργία θα αναρριχηθεί στο 28,8% φέτος και στο 34,8% το 2014. Το χρέος θα καταστεί μη βιώσιμο χωρίς μια μεγάλη διαγραφή του και η Ελλάδα θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει εντός του 2014 το ευρώ, ενώ το χρέος της θα εκτιναχθεί στο 408% με βάση το νέο της νόμισμα. Και πολλές ακόμη χώρες της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. θα δουν το χρέος τους να αυξάνεται, καθιστώντας αναπόφευκτη μια μερική διαγραφή του μέχρι το 2015.
Η έκθεση της Citi δεν είχε ιδιαίτερη τύχη στα ελληνικά ΜΜΕ, που προτιμούν να παρακολουθούν τα μετριοπαθή ή αισιόδοξα σενάρια, στα οποία προβλέπεται ότι υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει απόκλιση από το πρόγραμμα προσαρμογής (την ισοπεδωτική λιτότητα που εφαρμόζεται και δια του στρατιωτικού νόμου), η Ελλάδα ενδέχεται το 2014 να εμφανίσει ανάκαμψη και να επιστρέψει και στις αγορές δανεισμού. Πολλοί πρωτοκλασάτοι της διεθνούς πολιτικής ελίτ και της τραπεζοκρατίας (όπως ο Νταλάρα κ.ά.) έσπευσαν να προδικάσουν μια τέτοια εξέλιξη και από το Νταβός όπου μεταξύ σκι, σαμπάνιας και χαβιαρίου, «προφητεύουν» για την τύχη του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Το νέο κούρεμα
Στον αντίποδα -εκ πρώτης όψεως- του «μαύρου» σεναρίου της Citi, η εξαιρετικά αυστηρή με την Ελλάδα, αλλά και με τη γερμανική ηγεσία, Deutsche Bank εκτιμά ότι η ύφεση θα περιοριστεί φέτος στο 4,2% του ΑΕΠ και παρ’ ότι η χώρα θα μείνει στη ζώνη του λυκόφωτος από άποψη επενδύσεων και δυσπιστίας, ως προς τη βιωσιμότητα του χρέους της, δεν θα είναι στο επίκεντρο της αναταραχής. Αλλά, κατά το φθινόπωρο, λίγο μετά τις γερμανικές εκλογές θα μπει ξανά στο τραπέζι το νέο κούρεμα του ελληνικού χρέους, αυτή τη φορά εις βάρος του επίσημου τομέα (OSI), δηλαδή των εταίρων πιστωτών που το έχουν στα χέρια τους.
Επί της ουσίας, η τράπεζα-επιτελείο του γερμανικού ηγεμονισμού δεν μας λέει κάτι καινούργιο. Ούτε λέει κάτι διαφορετικό από τη Citi. Κι οι δυο υπογραμμίζουν το αυτονόητο. Ότι χωρίς οι εταίροι να βάλουν το χέρι στην τσέπη και να ανεχτούν εις βάρος τους νέο κούρεμα του χρέους, ελληνικό success story δεν προκύπτει. Το πειραματόζωο θα τους μείνει στα χέρια.
Ο γερμανικός κολοσσός, πάντως, η Deutsche Bank, προσθέτει στις εκτιμήσεις της μια πολύ διαφωτιστική «πινελιά»: Για να μετρήσει τη διαβόητη ανταγωνιστικότητα των χωρών που εφαρμόζουν προγράμματα λιτότητας (κατά βάση τις PIIGS), μελέτησε το δείκτη του μοναδιαίου κόστους εργασίας (ανά μονάδα προϊόντος) προς τον αποπληθωριστή του ΑΕΠ. Και, μαντέψτε τι ανακάλυψε: πως η Ελλάδα, φυσικά, έχει από τις καλύτερες επιδόσεις στη βελτίωση της «ανταγωνιστικότητάς» της (για την ακρίβεια την εξωτερική ανταγωνιστικότητα, δηλαδή σε συνάρτηση με τις εξαγωγές κάθε χώρας).
Κινεζοποίηση
Αυτή η εκ πρώτης όψεως αθώα τεχνοκρατική παρατήρηση αποκαλύπτει και την ταξική ουσία του προγράμματος προσαρμογής της Ελλάδας. Οι ενέσεις αισιοδοξίας που διακινούνται στα ευρωπαϊκά επιτελεία για σταθεροποίηση της κατάστασης στην Ελλάδα, η πτώση των spreads, το παιχνίδι ανόδου στο Χ.Α. σχετίζονται με τα αποτελέσματα της ταξικής ουσίας του Μνημονίου, που λειτουργεί με διπλό τρόπο: τόσο με τις θεσμικές παρεμβάσεις για μείωση των μισθών, όσο και με την ίδια τη θηριώδη ύφεση που προκαλεί. Οι Στατιστικές Αρχές το αποτυπώνουν αυτό σε 20% μέση μείωση μισθού στον ιδιωτικό τομέα, 30% στο Δημόσιο, μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών πάνω από 10% μόνο το 2012, ώθηση του 25% και πλέον των Ελλήνων στο όριο της φτώχειας και κάτω απ’ αυτό. Ο στόχος επιτυγχάνεται και με το παραπάνω. Η κινεζοποίηση της Ελλάδας -αργά ή γρήγορα- θα την κάνει όλο και ελκυστικότερο επενδυτικό προορισμό.
Αυτό είναι και η μόνη ελπίδα της συγκυβέρνησης για να αντισταθμίσει τη βίαιη φτωχοποίηση των εργαζόμενων και της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Να εμφανίσει κάποιου είδους επενδυτικά αποτελέσματα, να καταγραφεί η Ελλάδα σαν μια ευρωπαϊκή «μπανανία» μεν, αλλά ελκυστική σε επενδυτές και άρπαγες τους δημοσίου πλούτου. Να δημιουργηθούν κάποιες θέσεις, έστω κακοπληρωμένης απασχόλησης, για να αντισταθμιστεί η θηριώδης και πολιτικά απειλητική ανεργία. Εξού και η προσωπική εμπλοκή του Α. Σαμαρά σε δύο επίπεδα: Πρώτον, στις αγωνιώδεις επαφές με εγχώριους και πολυεθνικούς επιχειρηματικούς ομίλους, σε σημείο ώστε το Μέγαρο Μαξίμου να έχει μετατραπεί σε ένα είδος dealing room και οι κυβερνητικοί επιτελείς να επιδίδονται σε επενδυτική επαιτεία. Δεύτερον, στην επίδειξη πυγμής προς τους απεργούς, επιλογή με μήνυμα και προς επίδοξους «αγοραστές» της χώρας ότι τη διαδικασία «εσωτερικής υποτίμησης» εγγυάται ένα καθεστώς βίας, καταστολής και συνταγματικής εκτροπής που δεν φοβάται το πολιτικό κόστος.