Σχετικά με ένα άρθρο του Χρήστου Λάσκου

Του Γιώργο Παπαϊωάννου

 

Σε άρθρο του με τίτλο Πατριωτισμός και Αριστερά, στην ιστοσελίδα Rednotebook, ο Χρήστος Λάσκος παραθέτει κάποια επιχειρήματα, ανησυχώντας για το γεγονός ότι «ένας ορισμένος πατριωτισμός βρίσκει όλο και περισσότερο ευήκοα ώτα στο χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς», κάτι που «δεν είναι καλό» σύμφωνα με τον αρθρογράφο.

Βέβαια, ο ίδιος διευκρινίζει ότι δεν πρόκειται για κάποιο «απαιτητικό πόνημα» ή μια «εμβριθώς αιτιολογημένη τοποθέτηση στο ζήτημα που θέτει ο τίτλος» αλλά για επιφυλλίδα που παραθέτει κάποιες σκέψεις και ίσως αποτελεί αφορμή για εκκίνηση της συζήτησης. Αυτό, όμως, δεν αποτρέπει κάποιον από το να προβληματιστεί για τον τρόπο που προσεγγίζεται το θέμα και για το τι όρους συζήτησης διαμορφώνει μια τέτοια τοποθέτηση.

Το άρθρο έχει, κυρίως, δυο βασικά επιχειρήματα και μια ακόμα σκέψη για το ζήτημα. Τα δύο επιχειρήματα επικαλούνται δύο ιστορικά γεγονότα, τη στάση των σοσιαλιστικών κομμάτων στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την έκβαση του ΕΑΜικού κινήματος στην Ελλάδα.
Καταρχάς, βέβαια, το θέμα δεν προέκυψε το 1914. Θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί στην «υπεράσπιση της πατρίδας» από την Παρισινή Κομμούνα, αλλά και στη γενικότερη στάση του μαρξισμού για το «εθνικό ζήτημα», που δεν ήταν τόσο απλοϊκή ώστε να συμπυκνώνεται εύκολα σε ένα σύνθημα ή σε μια αποκομμένη φράση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, όπως κινδυνεύει να υπονοηθεί από το άρθρο.

Λένιν και σοσιαλπατριώτες

Εκείνο, όμως, που προξενεί μεγαλύτερη εντύπωση είναι ο τρόπος που περιγράφεται η αντιπαράθεση σχετικά με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι ηγέτες των εργατικών κομμάτων παρασύρθηκαν από τις σειρήνες του πατριωτισμού, η αριστερή πτέρυγα της εποχής τούς κατηγόρησε για «σοσιαλπατριωτισμό», άρα ο πατριωτισμός και η «υπεράσπιση της πατρίδας» είναι κακό πράγμα για τους αριστερούς και μάλιστα με τη βούλα του Λένιν.

Πού βοηθάει μια τόσο προφανής απλοποίηση και διαστρέβλωση των γεγονότων; Οι ηγέτες του σοσιαλιστικού κινήματος δεν διέπραξαν μια προδοσία επειδή γενικώς προσχώρησαν στον «πατριωτισμό» και υπερασπίστηκαν την πατρίδα τους, όπως σαφώς ερμηνεύει το άρθρο, αλλά επειδή υποτάχτηκαν στα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων, υποστηρίζοντας έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Ο Λένιν, η βασική ηγετική μορφή της Αριστεράς του εργατικού κινήματος που αντιπαρατέθηκε σε αυτή την προδοσία, με πλήθος αναφορών που αποκλείεται να αγνοεί ο αρθρογράφος, επιχειρηματολογεί αναλυτικά πάνω σε αυτή τη θέση. Δεν είναι η καλύτερη μέθοδος συζήτησης η ανταλλαγή τσιτάτων ηλικίας 100 ετών, αλλά δεν μπορεί να αποφευχθεί έτσι όπως τίθεται το θέμα.

Στο έργο του Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού και τον “ιμπεριαλιστικό οικονομισμό”, το 1916, ο Λένιν γράφει:

«Στην πραγματική του ουσία τούτος ο πόλεμος δεν είναι εθνικός, αλλά ιμπεριαλιστικός. Μ’ άλλα λόγια: Ο πόλεμος δεν γίνεται επειδή η μια πλευρά προσπαθεί ν’ αποτινάξει τον εθνικό ζυγό, ενώ η άλλη τον υπερασπίζει. Ο πόλεμος γίνεται ανάμεσα σε δύο ομάδες καταπιεστών, ανάμεσα σε δύο ληστές για το πώς θα μοιραστούν τη λεία, ποιος θα ληστέψει την Τουρκία και τις αποικίες.

Κοντολογίς: Ο πόλεμος ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικές μεγάλες δυνάμεις (δηλαδή σε δυνάμεις που καταπιέζουν μια ολάκερη σειρά ξένους λαούς, που τους τυλίγουν με τα δίχτυα της εξάρτησης από το χρηματιστικό κεφάλαιο κ.λπ.) ή σε συμμαχία μ’ αυτές, είναι ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Τέτοιος είναι ο πόλεμος του 1914-1916. Η “υπεράσπιση της πατρίδας” σ’ αυτόν τον πόλεμο είναι απάτη, είναι δικαίωσή του.

Ο πόλεμος από μέρους των καταπιεζομένων (λ.χ. των αποικιακών λαών) ενάντια στις ιμπεριαλιστικές, δηλαδή στις καταπιεστικές δυνάμεις είναι πραγματικά εθνικός πόλεμος. Αυτός είναι δυνατός και τώρα. Η “υπεράσπιση της πατρίδας” από μέρους της εθνικά καταπιεζόμενης χώρας ενάντια στην εθνικά καταπιέζουσα δεν είναι απάτη, και οι σοσιαλιστές δεν είναι διόλου ενάντια στην “υπεράσπιση της πατρίδας” σ’ έναν τέτοιον πόλεμο.

Η αυτοδιάθεση των εθνών είναι το ίδιο με τον αγώνα για πλήρη εθνική απελευθέρωση, για πλήρη ανεξαρτησία, ενάντια στις προσαρτήσεις και οι σοσιαλιστές δεν μπορούν να παραιτηθούν από έναν τέτοιο αγώνα –όποια μορφή κι αν πάρει, μέχρι και την εξέγερση ή τον πόλεμο– χωρίς να πάψουν να είναι σοσιαλιστές».

Ο Χρ. Λάσκος, σαν να αγνοεί αυτήν την τοποθέτηση, βάζει σε ένα τσουβάλι με τίτλο «σοσιαλπατριωτισμός» κάθε τοποθέτηση που παίρνει υπόψη το «εθνικό ζήτημα», και παρουσιάζει μια φανταστική εκδοχή της άποψης του Λένιν που κατακεραυνώνει όλους τους «πατριωτικά κλίνοντες ανάμεσά μας» (η έκφραση του Χρ. Λάσκου). Και όλα αυτά με μπόλικη ειρωνεία και ένα αίσθημα μεγάλης αυτοπεποίθησης για όσα γράφονται, που δύσκολα δικαιολογείται.

Ο «υπερπατριωτισμός» του ΕΑΜ

Το δεύτερο επιχείρημα της επιφυλλίδας απαντάει σε κάποια άποψη που φαίνεται να λέει ότι ο κακός πατριωτισμός εξαγνίστηκε μέσα από τον αντιφασιστικό αγώνα. Αναφερόμενος συγκεκριμένα στην Κατοχή, ο αρθρογράφος μάς θυμίζει ότι το ΕΑΜ μεγαλούργησε μεν, έχασε δε. Άρα ήταν λαθεμένη η «εμμονή στην εθνική διάσταση του αγώνα» και η «πατριωτική υπερεπένδυση».

Η άποψη αυτή δεν διατυπώνεται για πρώτη φορά. Την ασπάζεται μεγάλο μέρος της Αριστεράς σχεδόν όλου του κομματικού φάσματος τα τελευταία χρόνια. Στο επίσημο Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ αλλά και πιο αιχμηρά σε σειρά άρθρων, αποδοκιμάζεται στην πραγματικότητα όλη η ουσία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο του Μ. Μαΐλλη στον Ριζοσπάστη με τίτλο Το ΕΑΜ και το σήμερα (Οκτώβριος 2012) που φτάνει να εντοπίσει, ανάμεσα στα αίτια της ήττας, την αναγνώριση του δικαιώματος στην ατομική ιδιοκτησία από την κυβέρνηση του βουνού!

Οι στόχοι του ΕΑΜ τελικά δεν εκπληρώθηκαν. Πώς, όμως, αποδεικνύεται ότι γι’ αυτό έφταιγε ότι δεν είχαμε τη μετατόπισή του στο πεδίο της πιο «καθαρής» ταξικής πάλης και κάποια «απο-επένδυση από το πατριωτικό»; Εδώ προκύπτουν μια σειρά ερωτηματικά. Για παράδειγμα, ποια ήταν η τύχη, στην Ελλάδα και αλλού, και τι αποτελέσματα έχουν να επιδείξουν εκείνες οι αριστερές δυνάμεις (π.χ. τροτσκιστικές τάσεις) που δεν «υπερεπένδυσαν στο πατριωτικό»; Τι αποδεικνύει ότι αλλού νίκησαν οι δυνάμεις που είχαν «εμμονή στην εθνική διάσταση του αγώνα», όπως στην Κίνα ή π.χ. στη Γιουγκοσλαβία ή ακόμα και στην ίδια την ΕΣΣΔ; (Αλήθεια, και εκεί λάθος ήταν η γραμμή του πατριωτικού πολέμου;). Γιατί αλλού δεν υπογράφτηκαν «Βάρκιζες» και τι έφταιξε που αυτό συνέβη εδώ; Μήπως εδώ υπήρξε και ένας ραγιαδισμός που κληρονόμησε το κομμουνιστικό κίνημα από την κυρίαρχη ιδεολογία; Γιατί να μην εντοπίσουμε τα αίτια της ήττας, για παράδειγμα, στο πώς αντιμετωπίστηκαν από ένα σημείο και μετά οι «μεγάλοι σύμμαχοι» και η νέα κατοχή, εκείνη των Άγγλων, που προέκυψε αμέσως μετά την υποχώρηση της Γερμανίας; Έχουν καμιά σημασία οι σκέψεις και το ένστικτο της μεγάλης μάζας του ΕΑΜικού κινήματος, αλλά και επιφανών ηγετών του, για τα αίτια της ήττας; Και τα ερωτήματα θα μπορούσαν να συνεχιστούν.

Κονταροχτύπημα άνευ ουσίας

Φεύγοντας από τις ιστορικές αναφορές, ο Χρ. Λάσκος κάνει μια γενικότερη αναφορά στη στάση της Αριστεράς απέναντι «στο έθνος και την πατρίδα». Μπορεί να φταίει και πάλι ο χαρακτήρας της επιφυλλίδας, αλλά πάλι γεννιούνται ερωτηματικά και αντιφάσεις. Αρχικά αναγνωρίζει ότι πρόκειται για έννοιες που κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει, αφού συνδέονται με μια απολύτως υλική πραγματικότητα και μάλιστα αποτελούν και «σημαντικό μέρος της διαδικασίας κατασκευής του σύγχρονου υποκειμένου», κάνοντας και μια νύξη στο έργο του Γκράμσι. Αμέσως, όμως, σπεύδει να πει ότι η προσβολή του εθνικού αισθήματος των ανθρώπων «δεν είναι πολιτικά αξιοποιήσιμη» και άρα εκείνο που χρειάζεται είναι η «επιμονή στο διεθνισμό».

Από εκεί ίσως θα είχε νόημα να ξετυλιχθεί μια πιο ουσιαστική συζήτηση. Πώς τα σύγχρονα πολιτικά υποκείμενα θα προσανατολιστούν απέναντι σε αυτά τα θέματα; Η εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ πού αλλού κυρίως οφείλεται αν όχι στο ότι συνδέθηκε με το «αίσθημα των ανθρώπων» ότι η μνημονιακή επιδρομή καταρρακώνει τη Δημοκρατία και την εθνική αξιοπρέπεια και πρέπει να αποκρουστεί; Θα βαθύνει αυτή η σύνδεση ή θα πρέπει να καταργηθεί γιατί εμπίπτει στην αρνητική κατηγορία της «πολιτικής αξιοποίησης» ώστε να επιστρέψουμε σε ό,τι αντιλαμβανόμαστε σαν «παραδόσεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς», απομακρύνοντας όμως έτσι την προοπτική της νίκης από τον ορίζοντα;

Αν υπάρχει ένα σημείο στο άρθρο όπου κανείς θα συμφωνούσε απόλυτα και πολύ ειλικρινά, αυτό είναι ότι «η συζήτηση πρέπει να γίνει σοβαρά και σε βάθος, εφόσον η κύρια παράδοση της Αριστεράς δεν βοηθάει στην αντιμετώπιση των μεγάλων αυτών θεμάτων». Αυτό όμως σημαίνει να δει κανείς ποιες μέθοδοι βοηθούν και ποιες εμπίπτουν σε μια αρνητική παράδοση «συζήτησης» και θα μπορούσαν να αποφεύγονται.

Από αυτή την άποψη, ένα «κονταροχτύπημα» με απλοϊκούς και αφηρημένους όρους ανάμεσα σε κάποιο «πατριωτισμό» και κάποιο «διεθνισμό» δεν έχει να προσφέρει και πολλά πράγματα. Η πάλη για μια αριστερή διέξοδο έχει σήμερα τόσο διεθνείς όσο και εθνικούς όρους διεξαγωγής. Όσοι ενδιαφέρονται για μια μεγάλη νίκη της Αριστεράς και του λαϊκού κινήματος στη χώρα αλλά και ανατροπές σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, οφείλουν να αναζητήσουν πολιτικές ουσίας που απαραίτητα να συνδέονται με τα σύγχρονα προβλήματα και το λαϊκό αίσθημα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!