Της Έλενας Πατρικίου. Ογδόντα καλλιτέχνες του θεάτρου και του χορού απέστειλαν προσωπική μεν, ανοιχτή δε επιστολή στον πρωθυπουργό ικετεύοντας την παραμονή του Γιώργου Λούκου στην κεφαλή του Ελληνικού Φεστιβάλ.
Το διορισμό του Γ. Λούκου είχε αποφασίσει, ως πρωθυπουργός και υπουργός Πολιτισμού, ο Καραμανλής ο Φύσκων, την μη αντικατάστασή του, δε, καλείται να επισφραγίσει ο Σαμαράς ο Βραχύς (όχι ως προς το δέμας, αλλά ως προς τη διάρκεια των υπουργικών θητειών του), πρώην υπουργός Πολιτισμού και νυν, ως φαίνεται, πρωθυπουργός.
Το αίτημα των 80 καλλιτεχνών θα ήταν καθ’ όλα νόμιμο, ενδεχομένως και λογικό, εάν βασιζόταν σε μία λίγο-πολύ νηφάλια, λίγο-πολύ προκατειλημμένη (γιατί όχι; έχει κανένα ουσιαστικό νόημα η επίκληση «αξιοκρατικών» κριτηρίων στην εκτίμηση του πολιτιστικού ή του καλλιτεχνικού έργου;) και εντέλει στοιχειωδώς ψύχραιμη απολογιστική αποτίμηση της δράσης και των επιλογών του Γ. Λούκου. Θα ήταν, επίσης, καθ’ όλα δικαιολογημένη εάν εκπορευόταν από μία καθ’ όλα δικαιολογημένη ανησυχία για το πρόσωπο του άγνωστου αντικαταστάτη (και με δεδομένο φυσικά το υπό του Γιάννη Τσαρούχη ρηθέν: «Στην Ελλάδα μετά από την πανούκλα έρχεται η χολέρα»).
Αντ’ αυτού, δυστυχώς, η επιστολή αναλώνεται σε μία θρηνώδη παρουσίαση των δεινών που έχουν χτυπήσει την αναξιοπαθούσα πατρίδα μας: «Οι τεράστιες οικονομικές δυσκολίες», οι «δυσβάσταχτες θυσίες», ο «πόνος για τον ξεπεσμό της χώρας», η «πολύπαθη πόλη των Αθηνών»… Σε όλες αυτές τις χαίνουσες πληγές που, προφανώς, ενέσκυψαν μεταφυσικώς και αυθαιρέτως ως πληγές του Φαραώ, μία μόνη ερμηνεία προτείνεται από τους 80 φίλτατους καλλιτέχνες: «Ένα από τα στραβά που μας έφεραν ώς εδώ είναι», ισχυρίζονται (σοβαρολογώντας;), «η εθνική κατάρα να καθαιρούνται από τις θέσεις τους επιτυχημένοι άνθρωποι», διότι «είναι γνωστό πόσοι άξιοι εγκατέλειψαν τη χώρα διωγμένοι από την έλλειψη αναγνώρισης του έργου τους». Δεν γνωρίζουμε ποιους ακριβώς έχουν κατά νου, αλλά τουλάχιστον οι εκ του Θεάτρου Τέχνης προερχόμενες υπογραφές έχουν λησμονήσει με πόση κακία, επιθετικότητα και αχαριστία αντιμετώπισε τόσο το επίσημο κράτος όσο και τα ΜΜΕ της εποχής τον Κάρολο Κουν μέχρι το 1981 τουλάχιστον; Ή με πόση αντίστοιχη αχαριστία αντιμετωπίστηκε και ο δεξιός Ροντήρης, δηλαδή το δεύτερο των δύο μεγάλων κεφαλαίων του ελληνικού μεταπολεμικού θεάτρου; Και έχουν λησμονήσει πως κανείς εκ των δύο δεν σκέφτηκε ποτέ, παρά τις αμφότερες αλλοδαπές επιτυχίες τους, να μεταναστεύσει εις άγραν προσφορότερης αναγνωρίσεως;
Το Ελληνικό Φεστιβάλ του προεδρεύοντος Γ. Λούκου κρίνεται άρα ως ευεργετικό, γιατί χάρη σ’ αυτό «Έλληνες καλλιτέχνες ανοίχτηκαν με μεγάλη επιτυχία έξω από τα σύνορα της χώρας, δημιουργώντας θετική εικόνα για την πατρίδα τους»! Όταν προ και μετά τη δικτατορία η ελληνική τέχνη έβγαινε πανηγυρικά εκτός συνόρων, οι μόνοι που είχαν να εισπράξουν τα συγχαρητήρια ήταν ασφαλώς τα ίδια τα έργα και η δυναμική τους, η εντελώς δική τους, αυτοφυής και αυτόνομη, ικανότητα να συνομιλούν με τα καλλιτεχνικά έργα του ευρωπαϊκού πολιτισμού και όχι κάποιος φορέας που λειτουργούσε ή επιθυμούσαν οι κρατικές δομές να λειτουργεί, ως διακρατικός ατζέντης. Και φυσικά το ίδιο ισχύει για το πολωνικό θέατρο και την πολωνική τέχνη, για την λατινοαμερικανική λογοτεχνία, για το ουγγρικό σινεμά, για όλες τις τέχνες των περιφερειακών χωρών που ήρθαν τότε στο προσκήνιο και σε μία καθοριστική συνομιλία με τις τέχνες των «κεντρικών» χωρών.
Η όλη επιστολή, της οποίας ο βασικός κορμός δομείται κατά τον ίδιο τρόπο γύρω από μία σειρά «πασίγνωστων» αλλά μη αποδεικνυόμενων κοινοτοπιών περί κακόμοιρης νεοελληνικής καλλιτεχνικής πραγματικότητας και λαμπρού διεθνούς περιβάλλοντος που παντοιοτρόπως λιγουρευόμαστε και εντέλει δύο επιχειρήματα έχει να προσφέρει στην υπόθεση του Λούκου. Κατ’ αρχήν τον ίδιο τον Λούκο, ο οποίος, όπως είναι «πασίγνωστο», είναι «έμπειρος στην διοργάνωση μεγάλων φεστιβάλ» (αλήθεια, ποιων;), «με διεθνείς γνωριμίες» (τόση θλιβερή επίκληση γκλαμουριάς;) και «ισχυρή προσωπικότητα» (ενδεχομένως, αλλά είναι αυτό επιχείρημα;), και χάρη στον οποίο η «μικρή μας χώρα» (διότι όσο πιο συφοριασμένη η χώρα, τόσο χρησιμότερη η προσωπικότητα με τις διεθνείς γνωριμίες;) «απέκτησε ένα μεγάλο φεστιβάλ».
Και δευτερευόντως, τους ίδιους τους καλλιτέχνες: διότι, είναι επίσης «πασίγνωστον» ότι επί Λούκου, «ο καλλιτεχνικός κόσμος της χώρας» έχει για «πρώτη φορά»(!) τη δυνατότητα να «παρακολουθεί τα πιο σύγχρονα επιτεύγματα των άξιων συναδέλφων του διεθνώς (…) προνόμιο που πριν ανήκε σε όσους λίγους μπορούσαν να ταξιδέψουν».
Το πάλαι ποτέ Φεστιβάλ Αθηνών ήταν και επί Κρίτα (του γνωστού ατζέντη) επαρκώς λαμπρό. Αυτό που του έλειπε ή μάλλον του περίσσευε, ήταν ο χαρακτήρας. Γιατί τα φεστιβάλ δεν επιβιώνουν ως κουρελούδες, λαμπρές και διεθνείς έστω, αλλά ως γεγονότα με υπόσταση και στόχο. Κι αυτό προϋποθέτει παραγγελίες και επιλογές, όχι κοσμικό ξεφύλλισμα και ξεστάχιασμα.
Δεν ξέραμε ότι η στοιχειώδης (προς τον εαυτό τους και το έργο τους) υποχρέωση των καλλιτεχνών να ξέρουν τι γίνεται γύρω τους είναι θέμα ενημερωτικών επισκέψεων στις κεντρικές βορειοευρωπαϊκές πρωτεύουσες και πως αυτά τα έξοδα πρέπει να καλύπτει κατά κάποιο τρόπο ένα φεστιβάλ. Αλλά τα φεστιβάλ, όπως και ο εν γένει πολιτισμός, γίνονται για το κοινό, όχι για τους καλλιτέχνες. Κι αν δεν αποφασίσουμε να λειτουργήσουμε χάριν του κοινού και όχι για την εξασφάλιση των ταξιδιωτικών εισιτηρίων της περιοδεύουσας επαρχιακής μας μιζέριας, κανένα φεστιβάλ και κανένας πρόεδρος δεν προβλέπεται να έχουν πολύ λαμπρό μέλλον.
Το αίτημα των 80 καλλιτεχνών θα ήταν καθ’ όλα νόμιμο, ενδεχομένως και λογικό, εάν βασιζόταν σε μία λίγο-πολύ νηφάλια, λίγο-πολύ προκατειλημμένη (γιατί όχι; έχει κανένα ουσιαστικό νόημα η επίκληση «αξιοκρατικών» κριτηρίων στην εκτίμηση του πολιτιστικού ή του καλλιτεχνικού έργου;) και εντέλει στοιχειωδώς ψύχραιμη απολογιστική αποτίμηση της δράσης και των επιλογών του Γ. Λούκου. Θα ήταν, επίσης, καθ’ όλα δικαιολογημένη εάν εκπορευόταν από μία καθ’ όλα δικαιολογημένη ανησυχία για το πρόσωπο του άγνωστου αντικαταστάτη (και με δεδομένο φυσικά το υπό του Γιάννη Τσαρούχη ρηθέν: «Στην Ελλάδα μετά από την πανούκλα έρχεται η χολέρα»).
Αντ’ αυτού, δυστυχώς, η επιστολή αναλώνεται σε μία θρηνώδη παρουσίαση των δεινών που έχουν χτυπήσει την αναξιοπαθούσα πατρίδα μας: «Οι τεράστιες οικονομικές δυσκολίες», οι «δυσβάσταχτες θυσίες», ο «πόνος για τον ξεπεσμό της χώρας», η «πολύπαθη πόλη των Αθηνών»… Σε όλες αυτές τις χαίνουσες πληγές που, προφανώς, ενέσκυψαν μεταφυσικώς και αυθαιρέτως ως πληγές του Φαραώ, μία μόνη ερμηνεία προτείνεται από τους 80 φίλτατους καλλιτέχνες: «Ένα από τα στραβά που μας έφεραν ώς εδώ είναι», ισχυρίζονται (σοβαρολογώντας;), «η εθνική κατάρα να καθαιρούνται από τις θέσεις τους επιτυχημένοι άνθρωποι», διότι «είναι γνωστό πόσοι άξιοι εγκατέλειψαν τη χώρα διωγμένοι από την έλλειψη αναγνώρισης του έργου τους». Δεν γνωρίζουμε ποιους ακριβώς έχουν κατά νου, αλλά τουλάχιστον οι εκ του Θεάτρου Τέχνης προερχόμενες υπογραφές έχουν λησμονήσει με πόση κακία, επιθετικότητα και αχαριστία αντιμετώπισε τόσο το επίσημο κράτος όσο και τα ΜΜΕ της εποχής τον Κάρολο Κουν μέχρι το 1981 τουλάχιστον; Ή με πόση αντίστοιχη αχαριστία αντιμετωπίστηκε και ο δεξιός Ροντήρης, δηλαδή το δεύτερο των δύο μεγάλων κεφαλαίων του ελληνικού μεταπολεμικού θεάτρου; Και έχουν λησμονήσει πως κανείς εκ των δύο δεν σκέφτηκε ποτέ, παρά τις αμφότερες αλλοδαπές επιτυχίες τους, να μεταναστεύσει εις άγραν προσφορότερης αναγνωρίσεως;
Το Ελληνικό Φεστιβάλ του προεδρεύοντος Γ. Λούκου κρίνεται άρα ως ευεργετικό, γιατί χάρη σ’ αυτό «Έλληνες καλλιτέχνες ανοίχτηκαν με μεγάλη επιτυχία έξω από τα σύνορα της χώρας, δημιουργώντας θετική εικόνα για την πατρίδα τους»! Όταν προ και μετά τη δικτατορία η ελληνική τέχνη έβγαινε πανηγυρικά εκτός συνόρων, οι μόνοι που είχαν να εισπράξουν τα συγχαρητήρια ήταν ασφαλώς τα ίδια τα έργα και η δυναμική τους, η εντελώς δική τους, αυτοφυής και αυτόνομη, ικανότητα να συνομιλούν με τα καλλιτεχνικά έργα του ευρωπαϊκού πολιτισμού και όχι κάποιος φορέας που λειτουργούσε ή επιθυμούσαν οι κρατικές δομές να λειτουργεί, ως διακρατικός ατζέντης. Και φυσικά το ίδιο ισχύει για το πολωνικό θέατρο και την πολωνική τέχνη, για την λατινοαμερικανική λογοτεχνία, για το ουγγρικό σινεμά, για όλες τις τέχνες των περιφερειακών χωρών που ήρθαν τότε στο προσκήνιο και σε μία καθοριστική συνομιλία με τις τέχνες των «κεντρικών» χωρών.
Η όλη επιστολή, της οποίας ο βασικός κορμός δομείται κατά τον ίδιο τρόπο γύρω από μία σειρά «πασίγνωστων» αλλά μη αποδεικνυόμενων κοινοτοπιών περί κακόμοιρης νεοελληνικής καλλιτεχνικής πραγματικότητας και λαμπρού διεθνούς περιβάλλοντος που παντοιοτρόπως λιγουρευόμαστε και εντέλει δύο επιχειρήματα έχει να προσφέρει στην υπόθεση του Λούκου. Κατ’ αρχήν τον ίδιο τον Λούκο, ο οποίος, όπως είναι «πασίγνωστο», είναι «έμπειρος στην διοργάνωση μεγάλων φεστιβάλ» (αλήθεια, ποιων;), «με διεθνείς γνωριμίες» (τόση θλιβερή επίκληση γκλαμουριάς;) και «ισχυρή προσωπικότητα» (ενδεχομένως, αλλά είναι αυτό επιχείρημα;), και χάρη στον οποίο η «μικρή μας χώρα» (διότι όσο πιο συφοριασμένη η χώρα, τόσο χρησιμότερη η προσωπικότητα με τις διεθνείς γνωριμίες;) «απέκτησε ένα μεγάλο φεστιβάλ».
Και δευτερευόντως, τους ίδιους τους καλλιτέχνες: διότι, είναι επίσης «πασίγνωστον» ότι επί Λούκου, «ο καλλιτεχνικός κόσμος της χώρας» έχει για «πρώτη φορά»(!) τη δυνατότητα να «παρακολουθεί τα πιο σύγχρονα επιτεύγματα των άξιων συναδέλφων του διεθνώς (…) προνόμιο που πριν ανήκε σε όσους λίγους μπορούσαν να ταξιδέψουν».
Το πάλαι ποτέ Φεστιβάλ Αθηνών ήταν και επί Κρίτα (του γνωστού ατζέντη) επαρκώς λαμπρό. Αυτό που του έλειπε ή μάλλον του περίσσευε, ήταν ο χαρακτήρας. Γιατί τα φεστιβάλ δεν επιβιώνουν ως κουρελούδες, λαμπρές και διεθνείς έστω, αλλά ως γεγονότα με υπόσταση και στόχο. Κι αυτό προϋποθέτει παραγγελίες και επιλογές, όχι κοσμικό ξεφύλλισμα και ξεστάχιασμα.
Δεν ξέραμε ότι η στοιχειώδης (προς τον εαυτό τους και το έργο τους) υποχρέωση των καλλιτεχνών να ξέρουν τι γίνεται γύρω τους είναι θέμα ενημερωτικών επισκέψεων στις κεντρικές βορειοευρωπαϊκές πρωτεύουσες και πως αυτά τα έξοδα πρέπει να καλύπτει κατά κάποιο τρόπο ένα φεστιβάλ. Αλλά τα φεστιβάλ, όπως και ο εν γένει πολιτισμός, γίνονται για το κοινό, όχι για τους καλλιτέχνες. Κι αν δεν αποφασίσουμε να λειτουργήσουμε χάριν του κοινού και όχι για την εξασφάλιση των ταξιδιωτικών εισιτηρίων της περιοδεύουσας επαρχιακής μας μιζέριας, κανένα φεστιβάλ και κανένας πρόεδρος δεν προβλέπεται να έχουν πολύ λαμπρό μέλλον.
Σχόλια