Μία από τις πιο οδυνηρές συνέπειες της πολιτικής της κυβέρνησης και των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων, για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος, είναι η επάνοδος της Αριστεράς στις παλιές -δοκιμασμένες, υποτίθεται, απ’ τις αρχές του προηγούμενου αιώνα- «συνταγές».
Προβλέπουμε, λοιπόν, και περιμένουμε, να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο η κατάσταση, να πέσει ακόμη πιο χαμηλά το βιοτικό επίπεδο των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων, μεγάλες κοινωνικές ομάδες να οδηγηθούν στο περιθώριο και να αντιμετωπίσουν πρόβλημα επιβίωσης. Και αναπτερώνονται οι ελπίδες μας ότι θα έρθει, επιτέλους, η ώρα μας. Ότι θα τα καταφέρουμε να «αρπάξουμε την ευκαιρία» και να αλλάξουμε τους, σε βάρος μας, συσχετισμούς.
Ίσως να μην έχουμε άδικο στις προβλέψεις μας για την επιδείνωση της κατάστασης. Φοβάμαι, όμως, ότι θα διαψευστούν, για άλλη μια φορά, οι ελπίδες μας για τη συνέχειά της.
Όχι πως δεν θα αντιδράσει ο κόσμος. Το καζάνι άρχισε ήδη να βράζει κι ακόμη δεν είδαμε τίποτα. Πίσω είναι τα χειρότερα…
Το θέμα είναι αν θα μπορέσουμε να γίνουμε εμείς οι εκφραστές των αναγκών και των ελπίδων τους.
Τα μέχρι σήμερα δεδομένα είναι, δυστυχώς, απογοητευτικά. Η διάχυτη λαϊκή δυσαρέσκεια δεν βελτιώνει τη θέση μας στους πολιτικούς συσχετισμούς. Και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι αυτό θα αλλάξει, όταν επιδεινωθεί η κατάσταση.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η ενότητα της παράταξής μας. Πολλά, ίσως όλα, πρέπει ν’ αλλάξουν στην οργάνωση, την πρακτική, τη νοοτροπία μας, ώστε να κερδίσουμε ξανά την αξιοπιστία που έχουμε χάσει εδώ και δεκαετίες.
Τη νέα συλλογικότητα που θα σέβεται την προσωπικότητα όσων εντάσσονται σ’ αυτήν και τις νέες μορφές πάλης, που θα αξιοποιούν τις δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας και, κυρίως, των νέων, θα τις κατακτήσουμε μαζί τους, στην καθημερινή αντίστασή μας σε όλα τα επίπεδα, από την ατομική μας ζωή μέχρι τους μαζικούς κοινωνικούς αγώνες.