Του Κώστα Λιβιεράτου
1. Τις καθημερινές, μετά τη δουλειά, οι άνθρωποι βιάζονται να γυρίσουν στα σπίτια τους. Τίποτα δεν τους κρατάει έξω, στον δημόσιο χώρο. Οι δρόμοι είναι άχαροι, οι πλατείες ύποπτες, τα μαγαζιά και τα κέντρα ακριβά, η σκιά της κρίσης βαριά πάνω στην πόλη. Απέναντι σ’ αυτό τον αφιλόξενο περίγυρο, ο ιδιωτικός χώρος φαντάζει σαν ένα τελευταίο καταφύγιο, μουντό και φτωχικό ίσως, αλλά οικείο. Κλειδωμένος απέξω, ο μέγας κόσμος εισβάλλει κι εδώ από την τηλεόραση, αλλά με τρόπο φαντασμαγορικό, αποσπασματικό κι ελεγχόμενο. Μόνο αργότερα, στα νυχτερινά όνειρά τους, οι άνθρωποι γλιστράνε πάλι έξω, ξαναβρίσκουν παραλλαγμένο τον κόσμο τους, μεταμορφωμένο τον εαυτό τους και τους άλλους και λύνουν τους κόμπους όπως μπορούν. Πρέπει να γυρίσουν πριν το χάραμα για να ξυπνήσουν στο κρεβάτι τους, με μια ανεξήγητη αίσθηση περιπλάνησης στο πίσω μέρος του μυαλού. Έχουν, αν έχουν, να πάνε στη δουλειά το πρωί.
Υπάρχει και μια άλλη περίπτωση: οι άστεγοι, οι κατάδικοι του έξω, που είναι αναγκασμένοι να ζουν συνέχεια στον δημόσιο χώρο. Το βράδυ, όταν αυτός ερημώνει, βρίσκουν μια κόχη προστατευμένη και στήνουν το τσαντίρι τους. Δεν έχουν μάθει ακόμα να είναι νομάδες, ονειρεύονται ένα δωμάτιο με τις κουρτίνες τραβηγμένες και το κλειδί στην πόρτα. Πέφτουν νωρίς, γιατί έχουν να σηκωθούν νωρίς, προτού οι άλλοι βγουν φουριόζοι στην πόλη.
2. Οι άνθρωποι έχουν όλο και λιγότερους λόγους να ’ναι μαζί. Φροντίζουν γι’ αυτό οι συνθήκες ζωής τους, οι σχέσεις τους, οι ιδέες που τους διακατέχουν. Όταν περιμένουν ατέλειωτα στη στάση του λεωφορείου, συνωστίζονται στις υπηρεσίες ή στριμώχνονται στο μετρό, όταν οδηγούν το Ι.Χ. ή βουλιάζουν στην οθόνη, δεν είναι στ’ αλήθεια μαζί. Όταν δεν κάνουν άλλο από να κοιτάνε τη δουλειά τους, με την έγνοια να μην τους τη βγει ο άλλος ή να τον προλάβουν αυτοί, όταν κοιτάνε με περιφρόνηση τους αποκάτω και με δέος τον ανώτερο, σίγουρα δεν χαίρονται που είναι μαζί, κι όταν δουλεύουν υπερωρίες ή δεύτερες και τρίτες δουλειές για να τα βγάλουν πέρα δεν προλαβαίνουν καν να είναι. Όταν πιστεύουν ότι ο καθένας μπορεί και πρέπει να τα καταφέρει μόνος του, όταν κλείνονται στο καβούκι τους και θάβουν όλο και πιο βαθιά εκεί μέσα τους άλλους, μαζί με τις έλξεις, τις επιθυμίες και τις συγκινήσεις που απωθούν, όταν φοβούνται ότι μια καινούργια συναναστροφή ή μια βόλτα στο κέντρο μπορεί να βγει σε κακό, τότε στερεύει μέσα τους ακόμα και η διάθεση του μαζί. Αφήνονται έτσι στις ασύμπτωτες τροχιές τους και τα όνειρά τους δεν συναντιούνται πουθενά.
3. Όλα αυτά συνέβαιναν από καιρό, όμως η κρίση τα κάνει χειρότερα. Ήδη ο καπιταλισμός και το νεότερο κράτος είχαν δώσει νέα τροπή στη μακραίωνη διαδικασία «εκπολιτισμού» των μαζών, τιθάσευσης και εξημέρωσης του ανθρώπινου ζώου από τους εκάστοτε κυρίαρχους. Προσέφεραν τυπική υπόσταση και αναγνώριση στο άτομο, φυγόκεντρη δύναμη για να σπάσει τους παραδοσιακούς δεσμούς του, την ίδια στιγμή που το υπέβαλαν σε μεγαλύτερη εξάρτηση από νέες μορφές οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας. Η κρίση οξύνει δραματικά αυτά τα φαινόμενα κατασκευάζοντας τον χρεωμένο άνθρωπο κι εντείνοντας τον βιοπολιτικό έλεγχό του, ατομικά όσο και συλλογικά. Καθένας εσωτερικεύει έτσι τις δυσκολίες της ζωής ως προσωπικές αποτυχίες που επισύρουν την τιμωρία και την ταπείνωση, μαζί με τις εικόνες μιας νέας ψωροκώσταινας που εύλογα εξευτελίζεται από τους ξένους εταίρους της. Αυτή η εσωτερίκευση σημαίνει ότι δεν επιζητεί την αλληλεγγύη των άλλων, ούτε έχει να μοιραστεί σχέδια και όνειρα μαζί τους, αφού ντρέπεται ταυτόχρονα για όλα: για τον εαυτό του, για τους άλλους και για τον ίδιο του τον τόπο.
4. Ωστόσο δεν αρέσει στους ανθρώπους να τους λένε τι να κάνουν και τι να μην κάνουν. Γι’ αυτό επιμένουν να είναι μαζί, με όποιους τρόπους απομένουν: με συγγενείς και φίλους στη γιορτή και το γλέντι, στην ταβέρνα ή το μπαρ, με συνεργάτες και συντρόφους σε κοινές δουλειές και κοινωνικές ή πολιτικές οργανώσεις, κινήσεις αλληλεγγύης και κινήματα αντίστασης – μικρές αυτοσχέδιες κοινότητες όπου χαιρετιούνται και αναγνωρίζονται, βλέπουν το πρόσωπό τους μέσα στο βλέμμα των άλλων και ξαναβρίσκουν κάτι από την απειλημένη ταυτότητα και αξιοπρέπεια, τη χαμένη κοινότητα, την αβέβαια αίσθηση ενός «εμείς» που υψώνεται, περιστασιακά έστω, απέναντι σε «αυτούς» (από την Κερατέα μέχρι τις Σκουριές).
5. Καμιά φορά όλα αυτά περνούν σε μεγαλύτερη κλίμακα. Μπορεί να λάβουν μια συμβατική μορφή, όπως οι πανηγυρισμοί για τη νίκη της Εθνικής στο Euro το 2004, όπου, το χρόνιο αίσθημα μειονεξίας της μικρής αδύναμης χώρας αντισταθμίστηκε για λίγο από μια έξαρση περηφάνιας και επιβεβαιωμένης ταυτότητας, χωρίς κατ’ ανάγκη να φτάσει σε εθνικιστικό παραλήρημα. Μπορεί να είναι κάτι πολύ λιγότερο συμβατικό, όπως η εξέγερση του Δεκέμβρη το 2008, όπου οι μάζες συνέρρευσαν στους δρόμους ανάστατες και οργισμένες από την απρόκλητη δολοφονία ενός εφήβου. Μπορεί ακόμη να είναι κάτι ολότελα πρωτόγνωρο, όπως το κίνημα των πλατειών το 2011, όπου άνθρωποι κάθε κοινωνικής και πολιτικής προέλευσης συνευρέθηκαν στο χώρο για απρόσμενα μεγάλα διαστήματα, συγκροτώντας απέναντι σε «αυτούς» και τις εξουσίες τους ένα ρευστό και πολύμορφο «εμείς», μια ενότητα που προέκυπτε από τη συμπαράθεση, διαπραγμάτευση και μετάλλαξη ταυτοτήτων και δράσεων και την ανάκτηση μιας κάποιας αγωνιστικής αξιοπρέπειας. Όλοι βρήκαν μια θέση στην κεντρική πλατεία της πόλης και κράτησαν μια θέση γι’ αυτήν στα πιο τρελά όνειρά τους.
6. Οι εκλογές χωρίζουν κι ενώνουν τους ανθρώπους. Όχι απλώς με βάση τα κόμματα που υποστηρίζουν, αλλά και σύμφωνα με τα κριτήρια που ακολουθούν: το προσωπικό οικονομικό συμφέρον, το ευρύτερο ταξικό ή μια ορισμένη αντίληψη των κοινών. Σε κάθε περίπτωση, όταν ψηφίζουν σε έκτακτες συνθήκες για τη «σωτηρία του τόπου» κι αναφέρονται σ’ ένα κοινό καλό, θα έπρεπε να μπορούν να το υποστηρίξουν κοιτώντας καθένας τον άλλον στα μάτια κι όχι αποσιωπώντας τις άδικα μοιρασμένες θυσίες – όπως κάνουν τα μεσαία στρώματα σε βάρος των λαϊκών και οι ελίτ σε βάρος όλων.
Μπορούμε να δούμε απ’ αυτή τη σκοπιά το περίφημο «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» του ΣΥΡΙΖΑ. Το ένα σκέλος του, η επανεκκίνηση της οικονομίας χάρη στην αποκατάσταση του βασικού μισθού, τη φορολογική αναδιοργάνωση και τη ρύθμιση των χρεών, προσφέρει την καθησυχαστική διαβεβαίωση ότι υπάρχουν περιθώρια να επιδιώξει κανείς το προσωπικό συμφέρον του μέσα στο σύστημα. Το άλλο σκέλος, η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης ξεφεύγει από την αυστηρή συστημική λογική, καθώς προωθείται ανεξάρτητα από την οικονομική του απόδοση και από τη διαπραγμάτευση με τους εταίρους. εξασφαλίζοντας τα στοιχειώδη αγαθά στους αδυνάτους ακόμη και σε βάρος ανώτερων στρωμάτων, υπηρετεί, έστω και σε εμβρυακή μορφή, την αναρχοκομμουνιστική ή κοινοτιστική αρχή «από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του» – μια ελάχιστη ανταύγεια «κομμουνισμού» στο εδώ και τώρα, όχι σε κάποιο απώτερο στάδιο.
7. Αν οι εκλογές μπορούσαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, θα ήταν παράνομες, όμως το βράδυ των εκλογών η Ελλάδα θα κοπεί στα δύο. Αν νικήσει η αριστερά, κάποιοι, οι περισσότεροι από την αντίπερα όχθη αλλά και μερικοί από τη δική της, θα μηρυκάσουν άλλη μια φορά το φόβο και την αποστροφή τους για τα μελλούμενα. έπειτα θα πάνε για ύπνο μια ώρα αρχύτερα, κλείνοντας πόρτες και παράθυρα μην πάει κι ένας φρέσκος άνεμος ταράξει τις ήσυχες ζωές τους. Οι άλλοι θα βγουν στους δρόμους και θ’ αγκαλιαστούν με φίλους και γνωστούς μέσα στο πολύχρωμο πλήθος, στήνοντας μια μεγάλη, ανοιχτή κοινότητα και μια αυτοσχέδια γιορτή στον ξαναφωτισμένο δημόσιο χώρο. Οι νέοι θα νιώσουν ίσως ότι το μέλλον είναι εδώ, σημάδι πως η ορμή τους μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο. Οι μεγαλύτεροι θα καταλάβουν μάλλον ότι το παρελθόν που τόσα χρόνια έσερναν πίσω τους μόλις τους πρόλαβε, σαν να ’χουν φτάσει επιτέλους, έστω και αργά, σ’ εκείνο το πολυπόθητο ραντεβού με την ιστορία, που καλό είναι να το ζήσουν αυτή τη φορά όπως κι αν είναι κι όσο κρατήσει. Μερικοί μάλιστα μπορεί να νομίσουν για μια στιγμή πως είδαν να ’ρχονται μέσα από τα βουνά οι σκιές χαμένων συγγενών και συντρόφων που τόσο θα ’θελαν τώρα να τους είχαν κοντά τους.
Οι εκλογές τελειώνουν λοιπόν, με άδηλες συνέπειες, αλλά η νύχτα των εκλογών, αυτή η νύχτα μένει. Για μια στιγμή που θα ’ναι σαν να ’χει κρατήσει αιώνες, σαν τόσα ετερόκλητα σχέδια να συμπίπτουν σε μια μαγική εικόνα και τόσες ατέλειωτες μοναχικές πορείες να συγκλίνουν σε μία, ας υποδεχτούμε το όνειρο της αδύνατης επανάστασης και ας το ζήσουμε αυτή τη νύχτα έτσι όπως μπορεί να μην το ξανασυναντήσουμε ποτέ στην εφήμερη ζωή μας.