Όσα έγιναν στην τελευταία επέτειο του Πολυτεχνείου, προσφέρουν τουλάχιστον κάποιο υλικό για σκέψη ή συμπεράσματα. Γιατί στο επίπεδο του όποιου «κινήματος», σίγουρα δεν προσθέτουν κάτι, μάλλον το αντίθετο. Ας θυμηθούμε επιγραμματικά τα γεγονότα. Μερικές δεκάδες που δηλώνουν αναρχικοί καταλαμβάνουν τον

Η Νατάσα Τσουκαλά, δικηγόρος, καθηγήτρια εγκληματολογίας και υπερασπίστρια των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Τραυματίστηκε σοβαρά στα πρόσφατα επεισόδια από δολοφονική εκτόξευση ναυτικής φωτοβολίδας που σφηνώθηκε στο πόδι της. Νοσηλεύεται στον Ευαγγελισμό και έχει τις ευχές όλων για την όσο το δυνατόν καλύτερη εξέλιξη της υγείας της.

χώρο από το βράδυ της Τρίτης 14 Νοεμβρίου. Ο τριήμερος εορτασμός, που επρόκειτο να ξεκινήσει κανονικά την Τετάρτη, για πρώτη φορά μεταπολιτευτικά δεν πραγματοποιείται. Την Πέμπτη το απόγευμα, μια μέρα πριν την πορεία, μερικές εκατοντάδες αναρχικοί που αντιτίθενται στην κατάληψη, συγκεντρώνονται στα Εξάρχεια και μπαίνουν στο Πολυτεχνείο δηλώνοντας ότι πλέον αυτό είναι ανοιχτό. Την ίδια μέρα, συγκέντρωση πραγματοποιούν και οργανώσεις της Αριστεράς που επίσης καταλήγουν στον χώρο του Πολυτεχνείου και εγκαθίστανται σε αυτόν. Το επόμενο πρωί, θα λείψουν οι περισσότεροι «επίσημοι» κάθε χρώματος που συνήθως παρελαύνουν καταθέτοντας στεφάνια, αλλά και ο απλός κόσμος, οι γονείς, οι μαθητές που επισκέπτονται όλα τα χρόνια το Πολυτεχνείο. Η πορεία της Παρασκευής, από τις πιο μικρές και «άνευρες» που έχουν πραγματοποιηθεί ποτέ, ακολουθείται από τα συνήθη επεισόδια στα Εξάρχεια που αυτή τη φορά οδηγούν στον σοβαρό τραυματισμό από εκτόξευση φωτοβολίδας μιας γυναίκας, της δικηγόρου Νατάσας Τσουκαλά. Το κείμενο που ακολουθεί, εκθέτει ορισμένες σκέψεις με αφορμή αυτά τα γεγονότα.

 

Με αφορμή τα γεγονότα στον πρόσφατο «εορτασμό» του Πολυτεχνείου

των Τάσου Βαρούνη, Γιώργου Παπαϊωάννου

 

Οι «παράπλευρες απώλειες» δεν ανήκουν στη δική μας γλώσσα. Γιατί η επίκλησή τους ρευστοποιεί ή παρακάμπτει μια ηθική που δεν μπορεί να απουσιάζει, οδηγεί στον πραγματισμό του σκοπού και του αποτελέσματος, εθίζει στη λογική των διαθέσιμων μέσων. Ακόμα κι αν πρόκειται για κάποια πραγματική αντιπαράθεση και μάχη. Στην περίπτωσή μας, δεν μιλάμε καν για αυτό, αφού ο πόλεμος διεξάγεται αποκλειστικά στο κεφάλι ορισμένων, ενώ ο σκοπός είναι απλώς η ομαδική εκτόνωση. Για να είμαστε τίμιοι, αυτό αποτελεί βέβαια χαρακτηριστικό και πιο «σοβαρών» καταστάσεων.

Ο «κανονικός εορτασμός» δεν θα είχε και ιδιαίτερη σχέση με την κοινωνία. Ο λαός τελικά δεν ήρθε. Το Πολυτεχνείο δεν «άνοιξε» και δεν «απελευθερώθηκε», παρά μονάχα για να κλείσει ξανά μέσα στα συνηθισμένα κινηματικά τελετουργικά των οργανώσεων. Γιατί δεν υπάρχει μια ευρύτερη κίνηση που να το αγκαλιάζει, ούτε το κίνημα που το «εορτάζει» μπορεί να είναι οι υπογραφές, τα τραπεζάκια, οι σημαίες και οι αψιμαχίες κάποιων οργανώσεων. Η υπεράσπιση της αυθεντικότητας –του καθενός– πρέπει να δώσει τη θέση σε μια νέα νοηματοδότηση κινήσεων, πρακτικών και στόχων. Ομολογουμένως δύσκολο εγχείρημα.

Ο τσαμπουκάς είναι μόνο το τελευταίο στάδιο της αντικοινωνικής συμπεριφοράς και ορθώς καταγγέλλεται. Διαχέεται εξάλλου διαρκώς και χωρίς πολιτικοϊδεολογικό περιτύλιγμα. Οι πάσης φύσεως διχασμοί και μικροεμφύλιοι, οι ζούγκλες και το ανταγωνιστικό πνεύμα μάλλον χρωματίζουν τα πράγματα και μάλιστα «για ψύλλου πήδημα». Συναντιούνται όμως και με πιο πολιτικές εκφάνσεις: Η «καθυστερημένη κοινωνία», η εύκολη ταμπέλα «ρατσιστές και φασίστες», τα «αφεντικά», οι «νοικοκυραίοι», οι «μικροαστοί». Οι προτεινόμενες λύσεις; Αυτοαναφορικοί μικρόκοσμοι ψαγμένων που με τις θεαματικές τους ενέργειες, με την κατήχηση ή την επιθετικότητα τους θα διεγείρουν την εξέγερση.

Είναι κι αυτός ένας τρόπος να χάνεις, την ώρα που νομίζεις ότι πολεμάς. Η αδόκιμη σχέση αντίστοιχων ενεργειών με μια χειραφετητική προοπτική. Γιατί εθίζουν σε μια μεταμοντέρνα λογική του «όλα επιτρέπονται», σε μια μακιαβελική σύλληψη του σκοπού που αγιάζει τα μέσα, σε μια μονοδιάστατη καταγραφή της αντίστασης ως κάτι αιμοβόρο, με πηγάδες, κρεμασμένα αφεντικά και νεκρούς μπάτσους, σε μια πολεμική διάθεση που τελικά τείνει να εκφράζεται αδιακρίτως, σε έναν περιορισμό των δημιουργικών δυνατοτήτων και των ανθρώπινων φορτίων.

Το αντίθετο –για να προλάβουμε τις εύκολες ενστάσεις– δεν είναι ούτε κάποιο γενικώς κι αορίστως «φιλειρηνικό» πνεύμα, ούτε μια διάθεση νομιμοφροσύνης. Παρ’ όλο που εδώ πρέπει να πούμε ότι το «ειρηνικό» ως «μέθοδος» (στην πραγματικότητα, κάτι περισσότερο από μέθοδος) έχει δείξει αποτελεσματικότητα και μαχητικότητα σε πρόσφατα πραγματικά μαζικά κινήματα, σίγουρα πολύ περισσότερο από πολλούς «πολέμους» της φαντασίας.

Δεν είναι αδιάφορο ζήτημα το να μην αφήνεται χώρος σε όλα αυτά. Ίσως εύκολα θα μπορούσε να βρεθεί ένας πρακτικός τρόπος για να ξεκαθαρίσουν οι λογαριασμοί με ακραίες συμπεριφορές. Ακόμα και η συζήτηση εντός του αντιεξουσιαστικού χώρου έχει την αξία της. Το ζήτημα όμως παραμένει η οπτική. Είναι γιατί αυτές σπιλώνουν την αναρχία ή απειλούν τα «Εξάρχεια»; Ίσως θα ήταν πιο γόνιμο η αντιπαράθεση να γίνεται με το άνοιγμα νέων χώρων ικανών να εκφράσουν κάτι πραγματικά προωθητικό. Αλλιώς θα παραμένουμε στο θεαματικό έδαφος μικρόκοσμων και τηλεοπτικών δελτίων.

Ας γίνουμε και πιο συγκεκριμένοι. Σε κείμενο της η συλλογικότητα («Ταξική Αντεπίθεση») που πρωταγωνίστησε στο «άνοιγμα» του Πολυτεχνείου, αφού περιγράφει ότι οι καταληψίες έχουν «ξεκάθαρα επιθετικά χαρακτηριστικά απέναντι στο κίνημα και την αγωνιζόμενη κοινωνία», στη συνέχεια διαπιστώνει ότι «οι καταδίκες της ένοπλης πάλης και της μαχητικής αντίστασης μόνο αναχώματα στον επαναστατικό ανήφορο αποτελούν»… Έτσι όμως, για όποιον στοιχειωδώς βλέπει τι συμβαίνει σήμερα και δεν ζει σε έναν φανταστικό κόσμο, γίνεται φανερό ότι δεν απομακρύνεται και πολύ από την αντίληψη όσων καταγγέλλει. Μπορεί το καφριλίκι να έχει φτάσει στα ύψη στην περίπτωση των «κακών αναρχικών» που κατέλαβαν το Πολυτεχνείο, αλλά και οι «καλοί» –που απέναντί τους ενίοτε χάσκει και η όποια αριστερά– μόνο στα χαρτιά εμφανίζουν μια αντίληψη λιγότερο «αντικοινωνική» στην ουσία της. Εκτός κι αν κάποιος βλέπει σήμερα μπροστά του τον επαναστατικό ανήφορο που αντιμετωπίζει αναχώματα σαν αυτό της καταδίκης της «ένοπλης πάλης» και νομίζει ότι έναν τέτοιο ανήφορο θα τον ανέβει μαζί με κάποιες δυνάμεις της κοινωνίας.

Η εικονική πραγματικότητα δεν αποτελεί βέβαια προνόμιο ενός μόνο χώρου. Ο «Ριζοσπάστης» δεν βλέπει καμιά κάμψη στη μαζικότητα και τη συμμετοχή κόσμου πέρα από τις οργανωμένες δυνάμεις στο φετινό Πολυτεχνείο, ή δεν τον προβληματίζει αυτή η κάμψη. Αντίθετα, κάνει λόγο για μαζικά μπλοκ και «μαχητική απάντηση» που έδωσαν «λαός και νεολαία» στην κυβέρνηση και τις προσπάθειες «διάφορων μηχανισμών».

 

Αδόκιμες συγκρίσεις…

Οι καταστάσεις «ξεφεύγουν» γενικώς. Αυτό συμβαίνει όταν ο αντίπαλος καταγράφεται μονάχα ως εξωτερικός εχθρός ή όταν υποτιμάμε το γενικό πλαίσιο που μας περιβάλλει και ενίοτε μάς ρουφά. Η μαχητικότητα σκέτη μπορεί να γίνει «πέσιμο», το θάρρος και η αυταπάρνηση μπορούν εξίσου να υπάρχουν και σε φασιστικές πράξεις, η οποιαδήποτε βία και ο κύκλος της δεν λειτουργούν εξ’ ορισμού ως μαμή της ιστορίας, ούτε ως όπλο των καταπιεσμένων. Την επόμενη φορά, ας μη φτάσει ο κόμπος στο χτένι για να οριστούν κάποιες διαχωριστικές γραμμές και να καταταχθούν αντιλήψεις και άνθρωποι στην αντίπερα όχθη. Η οπτική «όλοι σύντροφοι είμαστε» είναι απελπιστικά φτωχή. Αυτό δεν ισχύει τόσο για κάποιους ανεκδιήγητους καταληψίες. Γιατί αν ψάξει κανείς στο σώμα της αριστεράς θα ανακαλύψει πολλές φιλίες, πολλά πάρε-δώσε, πολλές ανοχές, πολλές σιωπές για το Συριζικό καθεστώς. Κάποιοι πιτσιρικάδες ρέπουν προς την αντικοινωνική βία, κάποιοι κομμουνισταράδες εφαρμόζουν την κοινωνική εξόντωση.

Αν μάλιστα αφήσουμε τη σκέψη μας να γίνει λίγο πιο προκλητική, θα δούμε ότι συχνά η οπτική των κυβερνητικών, για παράδειγμα για τη «μεσαία τάξη», δεν διαφέρει και πολύ από αυτή των «εξεγερμένων». Δεν πρόκειται για ακροβασία της λογικής, και παλιότερα άλλωστε υπήρχαν «τρομοκράτες» και «οικονομιστές» που έμοιαζαν κάτω από την επιφάνεια… Ο Τσακαλώτος λοιπόν νομίζει ότι εξοντώνει τους μικροαστούς με τη φορολόγηση για να τα δώσει στους μη έχοντες, τσακίζει τα «μεσαία στρώματα» της φαντασίας του, υπέρ μιας επίσης φανταστικής «εργατικής τάξης». Ενώ ο ίδιος βέβαια, για να λαϊκίσουμε και λίγο, έχει πολλά περισσότερα από αυτή τη «μεσαία τάξη, ενώ οι ομοτράπεζοί του στις Βρυξέλλες δεν παραλείπουν να δηλώσουν κάθε τόσο πόσο άνετα νιώθουν μαζί του. Οι άλλοι, εχθρεύονται τους «μικροαστούς» και τους «κακομοίρηδες που ζουν στα κλουβιά τους» –ζώντας συχνά επίσης σε έναν πολύ πιο άνετο κόσμο– στο όνομα και πάλι ενός φανταστικού υποπρολεταριάτου που υπάρχει ως υποκείμενο μόνο στη δική τους φαντασία. Ο ένας βλέπει την κοινωνία να αλλάζει από μια τσογλανοπαρέα που «κυβερνά», οι άλλοι από μια αυτόκλητη πρωτοπορία που «ενεργεί» θεαματικά.

 

Μπαχαλοτουρισμός…

Είναι ένας Γερμανός, ένας Ισπανός, ένας Ιταλός και ένας Έλληνας, τους πιάνουν και τους πηγαίνουν στον αρχηγό. Μοιάζει με ανέκδοτο, αλλά και με τα ρεπορτάζ των ημερών για τις προσαγωγές μετά τα επεισόδια στα Εξάρχεια. «Μπαχαλοτουρισμός», το νέο extreme sport που συναρπάζει. Βαρέθηκες τη ζωή στη χώρα σου; Θες σκηνές χάους, οδομαχίες, μυρωδιά από καμένα αυτοκίνητα και δακρυγόνα; Ζήσε τον μύθο σου στην Ελλάδα. Έλα κι εσύ να βιώσεις μια εξομοίωση εξέγερσης! Πέρα από την πλάκα όμως, είναι προκλητικό άτομα άσχετα με την πραγματικότητα της χώρας και την ιστορία των αγώνων της, να παίζουν τα παιχνίδια τους με προκάλυμμα την επέτειο μιας πραγματικής εξέγερσης.

Αριστερά: Αφίσα από το πρόσφατο «φεστιβάλ εξέγερσης» στο Πολυτεχνείο. Μια ομάδα παρακολουθεί ένα σεμινάριο με φλεγόμενο αστυνομικό τμήμα σε… μακέτα.

Δεξιά: Το φαινόμενο έχει και μια μικρή προϊστορία. Παλιότερη αφίσα Γερμανών αυτόνομων καλεί τους επίδοξους επισκέπτες να κάνουν κάτι στον τόπο τους αντί να πηγαίνουν στο Βερολίνο…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!