Γράφει ο Κώστας Γκιώνης
Βρισκόμαστε στην 88η θέση στον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου, σύμφωνα με το World Press Freedom Index για το 2024. Λίγο κάτω από τη Ζάμπια: μια κολακευτική θέση, αν αναλογιστεί κανείς τις άρρηκτες σχέσεις μεταξύ της εκτελεστικής εξουσίας και της συντριπτικής πλειοψηφίας των μέσων μαζικής «ενημέρωσης». Σχέσεις πολιτικής επιβίωσης για τους μεν και οικονομικού οφέλους για τους δε. Κι αν συνυπολογίσει κανείς τα δεκάδες εμετικά, έμμισθα τρολ, που από το πρωί μέχρι το βράδυ μας πασάρουν τα δύσοσμα παιδαριώδη φληναφήματα τους (που όμως κάνουν τη δουλειά τους στο κομμάτι της κοινωνίας που απευθύνονται), ευρισκόμενα σε διατεταγμένη υπηρεσία ως ομάδα της δικιάς τους αλήθειας.
Η παρακμή είναι παντού. Σε τέτοιο βαθμό που ένας επιεικώς ισορροπημένος άνθρωπος να βρίσκεται σε κατάσταση νευρικής κρίσης και μιας αηδίας, να τα βροντήξει όλα και να εξαφανιστεί απ’ αυτή τη χώρα. Η παρακμή κυλάει σαν το αίμα στις φλέβες της νέας ελληνικής κοινωνίας: στην πολιτική ζωή του τόπου, στη δικαιοσύνη, στον πολιτισμό, παντού. Ένα από τα πράγματα που σε κάνουν να βγεις από τα ρούχα σου είναι η ερώτηση του εισαγγελέα στη δίκη στελέχους της Ν.Δ. στα Γιάννενα που βίαζε την κόρη του από τα 11 χρόνια της: ρώτησε λοιπόν ο λειτουργός της «δικαιοσύνης» το κορίτσι να του πει αν θυμάται τι φόραγε την ημέρα του βιασμού της!
Το βαθύτερο πρόβλημα δεν είναι αυτοί οι ιδιοτελείς που δημιουργούν την παρακμή. Αυτοί πάντα θα υπάρχουν. Το θέμα είναι αυτοί που τους ανέχονται και λένε, εντάξει μωρέ, τι να κάνουμε, έτσι είναι τα πράγματα, εγώ την κουτσοβγάζω, δεν πειράζει… Αυτή η άτιμη φάρα των επικίνδυνων ουδέτερων, που είναι ικανοί να ανεχθούν τα πάντα αρκεί να μην μετακινηθεί το ακίνητο στο βλέμμα τους…
Ο μεγάλος Σουηδός θεατρικός συγγραφέας Όγκουστ Στρίντμπεργκ έλεγε ότι η κοινωνία είναι ένα φρενοκομείο, του οποίου φύλακες είναι οι αξιωματούχοι και η αστυνομία, κι αυτά τα έλεγε στα τέλη του 19ου αιώνα. Η αλήθεια είναι ότι ζούμε πραγματικά σ’ ένα φρενοκομείο, κι αν και πιστεύουμε ότι δεν είμαστε έγκλειστοι, δεν είναι αλήθεια. Ο ωχαδερφισμός μας, οι συμβιβασμοί μας, οι εκπτώσεις που κάνουμε στις συνειδήσεις μας είναι τα πιο μεγάλα κάγκελα. Το μόνο που μας μένει ως αντίδοτο στην παρακμή των καιρών είναι η αντίσταση σ’ αυτήν.
Ο Μιχάλης Κατσαρός στο ποίημα του «Αντισταθείτε», λέει:
Αντισταθείτε
σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: καλά είμαι εδώ.
Αντισταθείτε σ’ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει: Δόξα σοι ο Θεός.
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαί-εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε
σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες ατέλειωτες
τις παρελάσεις
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ’ όλα τ’ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ