Η κίνηση του πάλαι ποτέ ριζοσπάστη και βασικού εκπροσώπου των Πέντε Αστέρων στην ιταλική συγκυβέρνηση υπό τον Μάριο Ντράγκι, να συνυπογράψει ένα κοινό άρθρο με τον υπουργό Εξωτερικών του Μπάιντεν [βλ. στήλη αριστερά], είναι και χοντροκομμένη και διαφωτιστική. Χοντροκομμένη, διότι κάποιος που εκπροσωπεί έναν υποτίθεται προοδευτικό πολιτικό σχηματισμό παριστάνει ότι ξεχνά τον διαχρονικά βρώμικο ρόλο που έπαιξαν οι ΗΠΑ στη μεταπολεμική Ιταλία. Ο Ντι Μάιο, προκειμένου να συγχωρεθεί για τις πρότερες αμαρτίες του και να πάρει τη βούλα της έγκρισης από τους υπερατλαντικούς θεματοφύλακες της δημοκρατίας, και Γκλάντιο καταπίνει…

Εκτός από χοντροκομμένη, όμως, η κίνηση του Ντι Μάιο είναι και διαφωτιστική, καθώς δείχνει πώς σύμπασα η επίσημη ιταλική πολιτική τάξη, που έχει ενωθεί υπό τη σωτήρια καθοδήγηση του μη εκλεγμένου αρχιτραπεζίτη-πρωθυπουργού Ντράγκι, μοιράζεται με ενθουσιασμό τις δεσμεύσεις του Ιταλού υπουργού Εξωτερικών προς τη νέα (και με νέες φιλοδοξίες) διοίκηση της Ουάσιγκτον. Το μήνυμα είναι σαφές: μπορεί η Ιταλία –και ιδίως ο Βορράς της– να «κοιτούσε» οικονομικά προς την κάποτε πανίσχυρη σε ευρωπαϊκό επίπεδο Γερμανία, αλλά στη μεγάλη διεθνή αντιπαράθεση που παροξύνεται παίρνει θέση στο πλάι των ΗΠΑ. Αν αυτό βοηθήσει στη δικαίωση των ιταλικών επιδιώξεων στη Λιβύη, και όχι μόνο, ακόμη καλύτερα. Σε κάθε περίπτωση, η ιταλική άρχουσα τάξη εκεί ποντάρει, και στρέφει το βλέμμα της στο υπερατλαντικό «υπόδειγμα»…

Πανδημοκρατικό χειροκρότημα στον Μπάιντεν

Αλλά οι όρκοι πίστης στον ευρωατλαντισμό και την κοιτίδα του, τις ΗΠΑ, δεν θα ήταν δίκαιο να χρεωθούν αποκλειστικά στον πάλαι ποτέ ριζοσπάστη για έναν ακόμη λόγο: δεν αφορούν μόνο την Ιταλία. Στην πραγματικότητα, αντανακλούν τη στοίχιση όλων σχεδόν των πτερύγων του ευρωπαϊκού «δημοκρατικού τόξου» πίσω από τα κελεύσματα της νέας βορειοαμερικανικής εξουσίας και μεγάλου τμήματος των παγκοσμιοποιημένων ελίτ – που έχουν ξεφορτωθεί, έστω και προσωρινά, τον βραχνά ενός «επαχθούς απομονωτισμού» ο οποίος ίδρωνε να επιβληθεί επί διακυβέρνησης Τραμπ. Τώρα όλοι, και πρώτοι οι λεγόμενοι κεντροαριστεροί, προοδευτικοί κ.λπ., τρέχουν να χειροκροτήσουν τον Μπάιντεν και ό,τι υπάρχει πίσω του.

Η επιλογή αυτή διευκολύνεται (αν δεν επιβάλλεται κιόλας ως υποχρεωτική στα μυαλά των ευρωπαϊκών ελίτ) από τη γεωπολιτική ανυπαρξία της Ευρώπης. Οι παλιότερες φιλοδοξίες της Ε.Ε. για κοινή εξωτερική πολιτική και άμυνα, δηλαδή για έναν διακριτό και σχετικά αυτόνομο ρόλο του ευρωπαϊκού πόλου στο διεθνές γίγνεσθαι, έχουν γίνει θρύψαλα. Όχι πόλος δεν υφίσταται πλέον, αλλά ούτε καν η υποψία στοιχειώδους συντονισμού και συνεργασίας ακόμη και για τα υπερεπείγοντα πρακτικά προβλήματα που θέτει π.χ. η πανδημία. Άρα το κοινό άρθρο Μπλίνκεν-Ντι Μάιο δείχνει έναν προσανατολισμό πολύ περισσότερων, οι οποίοι δεν βλέπουν κάποια ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική δύναμη ικανή να χαράξει έναν άλλο δρόμο. Η γερμανική ατμομηχανή αγκομαχά σε έναν οικονομικό και κοινωνικό ανήφορο, και απειλείται με τιμωρία αν δεν πειθαρχήσει στην απαίτηση διακοπής της συνεργασίας με τη Μόσχα, π.χ. στο ενεργειακό πεδίο. Οι δε ανανεωμένες φιλοδοξίες πρώην ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών σαν τη Βρετανία και τη Γαλλία δεν πείθουν πολλούς, ούτε καν το σύνολο των αντίστοιχων «εθνικών» ελίτ – ακόμη κι αν κραδαίνουν το πυρηνικό τους οπλοστάσιο.

Aπό τη στιγμή που η μπαγκέτα του Αμερικανού μαέστρου αρχίζει εμφανώς να αλλάζει σκοπό, όλοι οι «εταίροι και σύμμαχοι» της κακόφωνης ευρωατλαντικής ορχήστρας το παίρνουν υπόψη, και προσπαθούν να αλλάξουν τον τόνο με τον οποίο γρατζουνίζουν τα όποια όργανα τους έχουν απομείνει

Το ουκρανικό πρόβλημα επιστρέφει

Με λίγα λόγια, από τη στιγμή που η μπαγκέτα του Αμερικανού μαέστρου αρχίζει εμφανώς να αλλάζει σκοπό, όλοι οι «εταίροι και σύμμαχοι» της κακόφωνης ευρωατλαντικής ορχήστρας το παίρνουν υπόψη, και προσπαθούν να αλλάξουν τον τόνο με τον οποίο γρατζουνίζουν τα όποια όργανα τους έχουν απομείνει. Οι Ιταλοί μπορεί να διακρίνονται ιστορικά για την «ευελιξία» τους και να συγγράφουν φανφαρόνικα άρθρα που ξεχειλίζουν μικρομεγαλισμό (καλού-κακού όμως κάνουν και δωράκια καλοπιάσματος του Μπάιντεν, όπως ήταν η πρόσφατη απέλαση των Ρώσων διπλωματών), αλλά πολλοί ακόμη υιοθετούν παρεμφερή προσανατολισμό. Η δυνατότητα επαμφοτερίζουσας στάσης μειώνεται, καθώς η Ουάσιγκτον καλεί επιτακτικά τους συμμάχους της να πάρουν θέση στη νέα απόπειρά της να ανακόψει τον διεθνή κατήφορο των ΗΠΑ.

Η επιχείρηση «ολικής επαναφοράς» των ΗΠΑ στην παγκόσμια σκηνή, που καθοδηγείται από την κυβέρνηση των Δημοκρατικών και στηρίζεται από δυναμικά κέντρα των δυτικών ισχυρών χρηματοπιστωτικών κύκλων, βάζει τους πάντες σε δοκιμασία. Και ενεργοποιεί όλα τα τόξα, ακόμη κι αυτά που για κάποια χρόνια βρίσκονταν εν υπνώσει. Είναι χαρακτηριστική από αυτήν την άποψη η «ξαφνική» αναμόχλευση της ουκρανικής κρίσης με πρωτοβουλία της Ουάσιγκτον, που εδώ και μέρες φτιάχνει κλίμα σύγκρουσης, τόσο επιτόπου όσο και στο διεθνή επικοινωνιακό-προπαγανδιστικό πόλεμο. Οι απειλές της κυβέρνησης Μπάιντεν, ότι δεν θα ανεχθεί τις υποτιθέμενες επιθετικού χαρακτήρα μετακινήσεις ρωσικών στρατιωτικών μονάδων εντός του ρωσικού εδάφους, στην πραγματικότητα σημαίνουν ότι δεν ανέχεται πια την παράταση του σημερινού στάτους κβο. Βέβαια δεν είναι ακόμη σαφές κατά πόσο, και μέχρι πού, μπορεί η κυβέρνηση Μπάιντεν να στηρίξει έμπρακτα το συγκρουσιακό κλίμα το οποίο υποδαυλίζει – ιδίως αφού και η Μόσχα δείχνει εξίσου αποφασισμένη, παρά την κλιμάκωση της περικύκλωσής της και των δυτικών κυρώσεων με κάθε πρόσχημα, να υπερασπίσει τα δικά της «ζωτικά συμφέροντα».

Όλα τα τόξα σε υπερδιέγερση

Το ουκρανικό δεν είναι το μοναδικό τόξο που επανενεργοποιείται από τη νέα «δυναμική» εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Από τις αιματηρές αναδιατάξεις στον αραβικό και γενικότερα μεσανατολικό κόσμο, ως τον παροξυσμό της αντιπαράθεσης στη Ν.Α. Ασία, περνώντας μέσα κι από τροποποιήσεις των παραδοσιακών στοιχίσεων των (εξοπλισμένων και με πυρηνικά) ισχυρών της ινδικής χερσονήσου, μέσα σε ελάχιστους μήνες παρατηρούμε αρκετές αλλαγές στην παγκόσμια εικόνα. Στη Μέση Ανατολή οι περιφερειακές δυνάμεις που κατέχουν ξένα εδάφη, δηλαδή η Τουρκία και το Ισραήλ, δείχνουν μια ασίγαστη όρεξη για περαιτέρω επέκταση. Απέναντι στην πρώτη οι ΗΠΑ εξακολουθούν να εφαρμόζουν μια πολιτική εναλλαγής πιέσεων και καλοπιασμάτων, με στόχο πάντα να μην ξεφύγει εντελώς προς το αντίπαλο στρατόπεδο. Η δεύτερη, που στο πρόσωπο του Τραμπ είχε βρει τον «καλύτερο φίλο από καταβολής κράτους Ισραήλ», συνεχίζει να απολαμβάνει την έμπρακτη στήριξη και της κυβέρνησης Μπάιντεν – η οποία, σ’ αυτήν τουλάχιστον την περίπτωση, μοιάζει να υιοθετεί τη θεωρία της «συνέχειας του κράτους».

Υπάρχουν στην ίδια πάντα περιοχή κι άλλες «περίεργες» εξελίξεις, π.χ. η για πρώτη φορά στην ιστορία δημόσια και επεισοδιακή αντιπαράθεση εκπροσώπων της βασιλικής οικογένειας και φυλών που τη στηρίζουν στην Ιορδανία (η οποία δείχνει απρόθυμη για επίσημη αποκατάσταση σχέσεων με το Ισραήλ). Ταυτόχρονα συνεχίζονται η διελκυστίνδα στον Λίβανο και η αιματηρή συριακή κρίση, ενώ πληθαίνουν οι νουθεσίες συμμάχων της Σαουδικής Αραβίας (μεταξύ των οποίων και το Πακιστάν) προς τη φιλόδοξη σκοταδιστική πετρομοναρχία να προβεί σε παραχωρήσεις στην Υεμένη, και να μην επιμείνει στα ηγεμονικά σχέδιά της. Λίγο πιο πέρα, στο Ιράν, ενισχύονται –και προκαλούν εσωτερικές τριβές– δυνάμεις που ευνοούν μια ευρύτερη συνεννόηση, ακόμη και με «εχθρούς της Ισλαμικής Επανάστασης», με στόχο την ανακούφιση της ασφυκτικής πίεσης που ασκείται επί της Τεχεράνης από αντιπάλους αλλά και (προσωρινούς) συμμάχους.

Το Πεκίνο δεν κάνει πίσω

Ακόμη παραπέρα, στην ινδική χερσόνησο, οι δύο εχθρές, Ινδία και Πακιστάν, «αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες»: η μεν πρώτη διευκολύνοντας τις ΗΠΑ να εντείνουν την περικύκλωση της Κίνας, το δε δεύτερο φιλοδοξώντας να παίξει τον κερδοφόρο ρόλο του επιδιαιτητή σε συγκρούσεις και πέραν του Αφγανιστάν. Πρόσφατα έχουμε αναφερθεί εκτενώς στη δυναμική αντίδραση του Πεκίνου καθώς οι ΗΠΑ και άλλες Δυτικές δυνάμεις επιχειρούν να ανακόψουν την κινεζική διείσδυση σε περιοχές που η Δύση θεωρούσε δικές της. Π.χ. τόσο στα Βαλκάνια όσο και γενικότερα στην περιοχή της Μεσογείου γινόμαστε για πρώτη φορά μάρτυρες (και υποκείμενα…) της ταυτόχρονης παρουσίας και του ανταγωνισμού, αν και με μέσα διαφορετικού βάρους, μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας. Αυτήν την εβδομάδα ο Λίγιαν Ζάο, εκπρόσωπος του κινεζικού Υπουργείου Εξωτερικών, έδωσε συνέχεια στον επικοινωνιακό πόλεμο που συνοδεύει λιγότερο ορατές ενέργειες των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, κατηγορώντας τις ΗΠΑ για τις «Πέντε Αμαρτίες» τους (αποικιοκρατία, ρατσισμό, εξαγωγή αναταραχών, επέμβαση σε ξένες χώρες, και υποκριτική διπλότητα). Κατέληξε κάπως περίεργα: «Οι ΗΠΑ υποχρεούνται να λάβουν μέτρα για την προστασία των νομίμων δικαιωμάτων των ιθαγενών κατοίκων της νήσου Γκουάμ». Όχι και τόσο περίεργα, τελικά: εκεί βρίσκεται μία από τις μεγαλύτερες αεροναυτικές βάσεις των ΗΠΑ, που «φιλοξενεί» εκατοντάδες σκάφη και αεροπλάνα και χιλιάδες στρατιωτικούς με κεντρικό ρόλο στην περικύκλωση της Κίνας…

Μπορεί να βγουν κάποια πρώτα συμπεράσματα από όλα αυτά; Οι οξύτατοι φραστικοί διαξιφισμοί μεταξύ των Μεγάλων, το προπαγανδιστικό μασάζ σε μια διεθνή κοινή γνώμη που πρέπει να προετοιμαστεί για περαιτέρω κλιμάκωση, οι αναδιατάξεις στρατιωτικών σχηματισμών σε συγκεκριμένα πεδία αντιπαράθεσης, οι «εκδρομές» στόλων από τη μια στην άλλη άκρη της γης, όπως και ο συνεχιζόμενος οικονομικός-εμπορικός πόλεμος, είναι μερικά από τα στοιχεία που ωθούν στην εξαγωγή συμπερασμάτων. Πληθαίνουν οι ποσοτικές και ποιοτικές ενδείξεις που δείχνουν ότι μπαίνουμε σε μια νέα φάση, καθώς η «προοδευτική» ηγεσία των ΗΠΑ αντικαθιστά τον τραμπικό «απομονωτισμό» με μια πολύ πιο ενεργητική διεθνή παρέμβαση – επιχειρώντας να περιορίσει την αυξανόμενη επιρροή των στρατηγικών αντιπάλων της, Κίνας και Ρωσίας, και ταυτόχρονα να επαναφέρει το δυτικό σκορποχώρι στο μαντρί της. Έτσι τροποποιείται ξανά το ήδη χαοτικό παγκόσμιο σκηνικό: μεγαλύτερη ρευστότητα, αλλαγές συμμαχιών και τριγωνικές συνεργασίες με ακόμη πιο πρόσκαιρο χαρακτήρα. Η δυναμική «επιστροφή» των ΗΠΑ απαιτεί ευθυγραμμίσεις, που όμως κάθε άλλο δεδομένες μπορεί να θεωρηθούν, αφού οι συσχετισμοί έχουν τροποποιηθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια. Η επανενεργοποίηση όλων των τόξων δεν δείχνει επιστροφή στο παρελθόν, αλλά είσοδο σε ένα ακόμη πιο αβέβαιο και επικίνδυνο μέλλον. Η κατανόηση αυτής της εξέλιξης είναι προϋπόθεση για την αντιμετώπισή της από τους λαούς, τα έθνη και τις χώρες που πληρώνουν το μάρμαρο.

Ο Ντι Μάιο δείχνει τον δρόμο…

Την περασμένη εβδομάδα δημοσιεύθηκε στην ιταλική καθημερινή εφημερίδα La Reppublica, ναυαρχίδα της θεωρούμενης έγκριτης και προοδευτικής δημοσιογραφίας της γειτονικής χώρας, ένα άρθρο υπό τον τίτλο «ΗΠΑ-Ιταλία, οι κοινές προκλήσεις». Το συνυπέγραφαν ο Άντονι Μπλίνκεν, υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, και ο Ιταλός ομόλογός του, ο Λουίτζι ντι Μάιο. Πριν οποιοδήποτε σχολιασμό, αξίζει να διαβαστούν μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα του εν λόγω λιτού (μόλις 738 λέξεις) αλλά λίαν αποκαλυπτικού, σε πολλά επίπεδα, άρθρου:

«Οι δεσμοί που μας ενώνουν εδώ και 75 χρόνια [δηλαδή από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου μέχρι σήμερα] είναι θεμελιωμένοι στις αξίες που μοιραζόμαστε και στην κοινή δέσμευσή μας να προωθήσουμε τις πολιτικές ελευθερίες και τις δημοκρατικές αρχές… Σε αυτούς τους καιρούς των δίχως προηγούμενο παγκόσμιων προκλήσεων –από την πανδημία του Covid-19 ως την κλιματική αλλαγή, και από τον αυταρχισμό ως τις οικονομικές και τεχνολογικές αναστατώσεις– η ισχυρή συνεργασία ΗΠΑ-Ιταλίας είναι σημαντικότερη παρά ποτέ… Οι λύσεις στις σημερινές προκλήσεις απαιτούν τολμηρή ηγεσία και ενότητα σκοπού από τη διατλαντική κοινότητα. Τώρα είναι η ώρα να αναζωογονήσουμε τις διατλαντικές σχέσεις και να ενισχύσουμε τη συνεργασία μεταξύ Ε.Ε. και ΗΠΑ σε όλους τους τομείς. Όσον αφορά την ασφάλειά μας, η αμοιβαία δέσμευσή μας στο ΝΑΤΟ είναι ακλόνητη. Η σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου είναι πρωταρχικός στόχος της συνεργασίας μας… Κάθε μέρα οι Ιταλοί και οι Αμερικανοί διπλωμάτες σε όλο τον πλανήτη δουλεύουν δίπλα-δίπλα, μαζί με τους συμμάχους και συνεργάτες μας, για την πρόληψη κρίσεων, την ανακούφιση των εντάσεων και την προώθηση των κοινών μας συμφερόντων και αξιών. Μαζί με τους στενότερους συμμάχους μας θα εξακολουθήσουμε να είμαστε σε τακτικό συντονισμό και να μιλάμε με μια φωνή στα πιο επείγοντα παγκόσμια ζητήματα… Θα ενδυναμώσουμε περαιτέρω τη συνεργασία μας στο πεδίο της υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεσμευόμαστε στην ακόμη μεγαλύτερη ενίσχυση της συνεταιρικής σχέσης μας, και στη συνέχιση της κοινής δουλειάς μας για την προώθηση του σεβασμού στα ανθρώπινα δικαιώματα, της ειρήνης και της παγκόσμιας ασφάλειας».

Πώς μπορούν να ερμηνευθεί η απόφαση δημοσίευσης αυτού του κοινού άρθρου, αλλά και το περιεχόμενό του; Το κυρίως άρθρο που παρατίθεται στη συνέχεια προσπαθεί να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, εντάσσοντάς το στη γενικότερη ένταση της παγκόσμιας αντιπαράθεσης μεταξύ των ΗΠΑ και των στρατηγικών αντιπάλων τους.

 

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!