του Νίκου Σταθόπουλου
Ενώ η περιβόητη «υπόθεση Ρούλας Πισπιρίγκου» είναι σε (δικαστική και ευαγγελάτεια-δημοσιογραφική) εξέλιξη, και πάντα χωρίς τεκμηριωμένη ενοχή της μητέρας, έστω και μέσω υποθέσεων μπορούμε να κάνουμε μερικές βασικές σκέψεις που δεν αφορούν τη «μάνα-τέρας» αλλά τα «σημεία και τέρατα» ενός πολιτισμού που πια μυρίζει βαμπιρικό θειάφι, αρωματική πτωμαΐνη και μεταϊατρικές κοινωνιομετρικές ανοησίες!
Η ΥΠΕΡΕΣΤΙΑΣΗ στον «οπισθοδρομικό κανιβαλισμό» των μικροόχλων που έσπευσαν να «λιντζάρουν» την ύποπτη μητέρα, και στην, κυρίως διαδικτυακή, «υστερία αγανάκτησης», τείνει να συστήσει μια πρωτότυπη (;) και «αθώα» διολίσθηση της σκέψης σε μοτίβα «κατανόησης» της εγκληματικής πράξης. Η, με τη σειρά της «υστερική», επίκληση των «δικαιωμάτων», σε μια υπερβολή «νομικού πολιτισμού», χάνει το αντικειμενικό της κύρος μηδενίζοντας το «ανθρώπινο-ηθικό δικαίωμα» της οργής για μια πράξη που εκθεμελιώνει βασικά στηρίγματα της «ανθρώπινης διαφοράς» μέσα στο «βασίλειο των έμβιων όντων».
Ασφαλώς και είναι ανάρμοστη η μικροσυλλογική βία μιας ιδιότυπης «κοινωνικής αυτοδικίας», και είναι αυτό ένα θέμα που σχετίζεται με ό,τι αποκαλούμε «εκκοινωνισμό» σε συνάρτηση με την παιδεία και τις επιδράσεις των «θεσμικών διαμορφωτών γνώμης». Αλλά κατά τι αυτή η «αυτενέργεια κάθαρσης-τιμωρίας» είναι κατώτερη σε κακοήθεια και γελοιότητα και σκοταδισμό από τα «προοδευτικά» μουγκρητά λίγο παλαιότερων ημερών σε έντυπα του «αναρχικού φεμινισμού» όπου η βρεφοκτονία χαρακτηριζόταν «δικαίωμα της γυναίκας να ελέγχει τον εαυτό και το σώμα της» και «έσχατη όψη της έκτρωσης»;
Γιατί τέτοιες εγκληματικές αθλιότητες αντιμετωπίστηκαν με απλή ελαφριά ειρωνεία και όχι με τη βιαιότητα έστω της λεκτικής καταδίκης ως εκφράσεων μιας μεταζωώδους υποπολιτισμικότητας με απόλυτη ένδοση στο Μηδέν; Μήπως όλη αυτή η θεώρηση της παιδοκτονίας μέσω του «δικαιωματισμού» και της απολυτοποίησης της «μοναδικότητας του υποκειμένου», απλώς εντείνει τις διεργασίες αποσύνθεσης του κοινοτικού και δυναμώνει τις αποδομητικές επιθέσεις σε θεμελιωτικούς θεσμούς όπως η οικογένεια; Η Μετανεωτερικότητα αποθεώνει το απροϋπόθετο ναρκισσιστικό υποκείμενο της αέναης περιπλάνησης, και αυτό, σαν κακέκτυπο του «ρομαντικού ταξιδιώτη», απλά «γυρνάει» χωρίς αρχές και ιδανικά, μόνο με ένα «ορθολογικό λογισμικό» ενάντια σε κάθε «περιορισμό»: Ο τέλειος Καταναλωτής χωρίς «υποχρεώσεις» που σκοτώνει προκειμένου να καταναλώνει!
ΤΟ ΚΡΙΣΙΜΟ ΘΕΜΑ δεν είναι αν είναι ή όχι ένοχη η Ρούλα Πισπιρίγκου (γι’ αυτό θα αποφανθεί η δικαιοσύνη και ως τότε, εκτός αν ομολογήσει, μόνο «σκασμός» ταιριάζει σε κάθε «εισαγγελέα-δήμιο» καναλιών και αναρτήσεων). Το μεγάλο ζητούμενο είναι η πρόσληψη τέτοιων τραγωδιών ως συγκλονισμών που αφυπνίζουν την καθολικότητα της ανθρώπινης συνείδησης, δηλαδή την επαναβεβαίωση σταθερών που απεξαρτούν τη ζωή από το περιστασιακό και την ιστορική σχετικότητα, άρα μετουσιώνουν το «ανθρώπινο φαινόμενο» σε καθαυτό περιεχόμενο του «κόσμου των γεγονότων». Μόνο έτσι μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα αντισταθούμε ουσιωδώς στον «πολιτισμό των εργαστηριακών προτσές» και της γενικευμένης υποκαταστατικής τεχνητότητας.
Αν σήμερα, κάποιοι επιδιώκουν να ενσωματώσουν όλες αυτές τις «εκτροπές» στα «αυτονόητα» του κόσμου, είναι απλά χρήσιμοι ηλίθιοι ενός πολιτισμού όπου η κατρακύλα στη γενικευμένη ανομία συνιστά όχι απλά «πεδίο κερδοφορίας» αλλά καταστατική συνθήκη μιας μεταμοντέρνας θέσμισης της Εξουσίας με όρους τηλεχειριζόμενου χάους.
Οι «υποκριτές κανίβαλοι» του «λιντζαρίσματος», απηχούν μια παράδοση συλλογικής αποστροφής στο Κακό, και όσο σκοταδιστικά αναχρονιστική είναι η λιντζαριστική συμπεριφορά τους, τόσο ανάγκη υπάρχει όχι για (αυτονόητη) αποδοκιμασία του συμπεριφορικού μοντέλου αλλά για εκκαθάριση της βασικής ηθικής εκεί από την οχλοκρατική γραφικότητα του αγοραίου Θεάματος. Η δολοφονία του παιδιού ΣΟΥ, δεν είναι απλά «φόνος»: Είναι η υποκατάσταση του Θεού από σένα, η ακύρωση του ανθρώπινου «μητρικού προνόμιου», η αυτοαντίληψη της μητέρας ως «ιδιοκτήτριας», η απόλυτη περιφρόνηση της ζωής ως πλέγματος ομαδικών επιθυμιών, αναγκών και διαλεκτικών, η προστυχιά της ερήμην του παιδιού μετατροπής σου από αποδέκτη της απόλυτης εμπιστοσύνης του σε ύπουλο προδότη και εξολοθρευτή του. Καμιά δικαιολογία, καμιά κατανόηση, αφού αν μπούμε σε τέτοιο «τριπάκι», αν δηλαδή αρχίσουμε τους εύκολους κοινωνικοοικονομικούς αναγωγισμούς, τότε και ο εγκληματίας φασίστας «κατανοείται», και ο βιαστής, και ο κτηνώδης μισθοφόρος, όλοι. Το «εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω», ναι μεν αποδίδει ως ένα βαθμό «τα του Καίσαρος των Καίσαρι», μα δεν καταλύει επ’ ουδενί την ελευθερία της βούλησης και την υποχρέωση να έχεις συνείδηση του χρέους!
Οι παιδοκτονίες δεν είναι «νέο φρούτο» του καπιταλιστικού μπαξέ. Ήδη από την κλασική αρχαιότητα η Τραγωδία ανέδειξε το άγος: Μα η Μήδεια, που τόση «κατανόηση» δαπανάται για τα έργα της (από Ψυχανάλυση και Φεμινισμό), ήταν μια «βάρβαρη», και έτσι ο Ευριπίδης τοποθετούσε τη μεγαλειώδη δραματουργία του στο φόντο μιας «ανοσιότητας» «κατανοητής» μεν αλλά κείμενης εκτός πολιτισμού. Αν σήμερα, κάποιοι επιδιώκουν να ενσωματώσουν όλες αυτές τις «εκτροπές» στα «αυτονόητα» του κόσμου, είναι απλά χρήσιμοι ηλίθιοι ενός πολιτισμού όπου η κατρακύλα στη γενικευμένη ανομία συνιστά όχι απλά «πεδίο κερδοφορίας» αλλά καταστατική συνθήκη μιας μεταμοντέρνας θέσμισης της Εξουσίας με όρους τηλεχειριζόμενου χάους.
ΚΑΙ, ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ, είναι εξίσου απεχθής η προσπάθεια κάποιων «εργολάβων του αριστερά ορθού» να «ξεσκεπάσουν την υποκρισία» της επιθετικής κοινωνικής θρηνωδίας για τις παιδοκτονίες, με το «επιχείρημα» ότι οι ίδιοι «αγανακτισμένοι» δεν εκδηλώνονται το ίδιο για όλα τα παιδιά του κόσμου που σκοτώνονται στους πολέμους, πεθαίνουν από ασιτία, δολοφονούνται σε περιστάσεις σεξουαλικής κακοποίησης κ.λπ.! Τι κοινότοπο τρικάκι να εξομοιώσεις τα διαφορετικά και να προτείνεις τη συναισθηματική απονέκρωση εν ονόματι μιας βιομηχανοποιημένης μαζικής (ψευδο)πολιτικοποίησης!
Οι άνθρωποι που, έστω και με τελετουργίες Θεάματος και με την υπερβολή του «απαίδευτου πάθους», εκδηλώνουν βίαιη αποστροφή για τους εωσφορισμούς τέτοιων ανοσιουργημάτων, αναβιώνουν με τον τρόπο τους το βίαιο πένθος του Χορού της αρχαίας Τραγωδίας, κωδικοποιούν, σε μια πρόζα ανασύστασης της «αράς», τα ενδότερα του ανθρώπου ως προς τη ζωή σαν αξία και σαν ιερότητα. Ο ατομικός φόνος είναι ένα βαθιά άλλο σύμπαν, σε σχέση με τα κοινωνικά φαινόμενα ακύρωσης της ζωής.
Όταν, με περίσσεια αήθη ακαδημαϊκότητα, λες «γιατί δεν θρήνησες το ίδιο για τα νεκρά βρέφη στην Υεμένη;», τότε έμμεσα αλλά σαφέστατα θεωρείς το έγκλημα της –φερόμενης ως δολοφόνου– Πισπιρίγκου περίπου «φυσικό», «ε γίνονται αυτά», και, έτσι, αφενός μεν νομιμοποιείς την ηγεμονεύουσα ιδεοληψία περί «έμφυτου Κακού» (άρα, ποια «κοινωνική αλλαγή για να λείψει το Κακό» και φούμαρα;) αφετέρου δε, ως «ντρίμπλα» στο προηγούμενο, εισηγείσαι «όταν έρθει ο σοσιαλισμός θα λείψουν οι Πισπιρίγκου». Ανωριμότητες μιας θεότυφλης κοινωνιολογίας που από τότε που καθιερώθηκε ως «επιστήμη των επιστημών» έχει συμβάλει καίρια στον ολέθριο απανθρωπισμό της σκέψης, της κουλτούρας και της ηθικής.
ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ του Μηδενισμού και της Βίας, όχι απλά ο «καπιταλισμός, ηλίθιε!». Κι αυτή η κατάσταση, κατάσταση πολιτισμικής οντολογίας, επιβάλλει «διαχειρίσεις» που θα πολεμούν για τα ανθρώπινα όχι με ιδεολογικές προβολές «στο μέλλον» αλλά με αντιστάσεις οικοδομής στο παρόν, όχι με μια (αστική, θρησκευτική είτε κομμουνιστική) ηθικολογία, αλλά με μια ανανεωμένη και εξονυχιστικά προσδιορισμένη «Κουλτούρα Σχέσης» που θα θεμελιώνεται στην Κοινοτική Αρχή και στην Ηθική του Δώρου.
* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος και συγγραφέας