Τα χιόνια του Νταβός δεν εμπόδισαν το ΔΝΤ να «ξεπαγώσει» την περίπλοκη σχέση του με το τρίτο Μνημόνιο, την ελληνική κυβέρνηση και τους Ευρωπαίους δανειστές. Παρότι στις δημόσιες δηλώσεις τους τόσο η διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκαρντ όσο και ο επικεφαλής οικονομολόγος του Μορίς Όμπστφελντ δεν πρόσθεσαν κάτι περισσότερο από την επωδό «μεταρρυθμίσεις και χρέος», ενισχύονται οι ενδείξεις ότι η ηγεσία του Ταμείου, για λόγους που δεν σχετίζονται αποκλειστικά με την Ελλάδα, προκρίνει την πλήρη συμμετοχή του στο πρόγραμμα, με πιθανή εκταμίευση και του δανείου 1,6 δισ. ευρώ που προς το παρόν ισχύει στα χαρτιά. Τα χιόνια του Νταβός φαίνεται να έχουν παγώσει το μέχρι πρότινος επικρατέστερο σενάριο συναινετικού διαζυγίου ΔΝΤ – Ευρωζώνης, με πρόωρη εξόφληση από τον ESM των δανείων ύψους 11,5 δισ. που έχει χορηγήσει μέχρι τώρα στην Ελλάδα.
Τρεις ενδείξεις
Η πιο ισχυρή ένδειξη γι’ αυτό είναι η αναφορά της Κομισιόν στην έκθεση συμμόρφωσης που συνόδευσε την ολοκλήρωση της αξιολόγησης στο Eurogroup της 22/1 ότι αν το ΔΝΤ αποφασίσει εκταμίευση του συμβολικού δανεισμού του, θα αυξηθεί ισόποσα το αδιάθετο ποσό του δανείου του ESM, ώστε να αξιοποιηθεί ως απόθεμα ασφαλείας.
Μια ακόμη ένδειξη αναμένεται μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου, με την έγκριση της «επιστολής προθέσεων» που απέστειλαν στο ΔΝΤ ο πρωθυπουργός, ο υπουργός Οικονομικών και ο διοικητής της ΤτΕ. Αν και πρόκειται για τυπική διαδικασία που εντάσσεται στην αυτοτελή αξιολόγηση του τρίτου μνημονίου που πρέπει να κάνει, με δικά του ιδιαίτερα κριτήρια, το ΔΝΤ, η έγκρισή της ενδέχεται να προσθέσει προαπαιτούμενα στα 88 που ήδη ορίστηκαν από το Eurogroup ως περιεχόμενο της τέταρτης αξιολόγησης. Το βασικό πρόβλημα με τα ενδεχόμενα πρόσθετα προαπαιτούμενα του ΔΝΤ είναι οι διαφορετικές εκτιμήσεις του για τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας (στο ΑΕΠ και στη δυνατότητα διασφάλισης υψηλών πλεονασμάτων), από τις οποίες μπορεί να προκύψει πίεση να εφαρμοστούν νωρίτερα, από το 2019, μέτρα όπως η μείωση του αφορολογήτου.
Για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το ΔΝΤ καθίσταται εκ των πραγμάτων ο ασφαλέστερος σύμμαχος, αν πρόκειται μαζί με την «έξοδο από τα Μνημόνια» να έχει πάρει «κάτι» και για το χρέος. Αυτό όμως ενδέχεται να έχει και παρενέργειες. Την πιο έντονη παρουσία του ΔΝΤ στη μεταμνημονιακή «ενισχυμένη εποπτεία» και την επιβάρυνση των μεταμνημονιακών υποχρεώσεων της κυβέρνησης με πρόσθετες απαιτήσεις
Μια τρίτη ένδειξη ότι το ΔΝΤ μπαίνει ζεστά στο παιχνίδι της «ελληνικής ανάκαμψης» είναι ο ορισμός του αντικαταστάτη της Βελκουλέσκου, του Πίτερ Ντόλμαν, ως «ελεγκτή» του Ταμείου για την τελευταία αξιολόγηση. Η θητεία του στα προγράμματα του ΔΝΤ στη Λευκορωσία, την Ισλανδία και την Ουκρανία τον κατατάσσει στα μετριοπαθή στελέχη του.
Η συνάρτηση χρέους- αναπτυξης
Ωστόσο, το βασικό στοιχείο από τις επαφές στο Νταβός είναι ότι το ΔΝΤ επανέρχεται στις πιέσεις του για διευθέτηση του ελληνικού χρέους. Η Λαγκάρντ και ο Όμπστφελντ πρόβαλαν με όλους τους δυνατούς τρόπους το θέμα του χρέους ως την ανεκπλήρωτη προϋπόθεση για συμμετοχή του στο χρέος. Και, κυρίως, διαβεβαίωσαν για την άμεση εμπλοκή του Ταμείου στην «τεχνική» προετοιμασία της ελάφρυνσης. Σύμφωνα και με την ανακοίνωση του Μαξίμου, μετά τη συνάντηση Τσίπρα – Λαγκάρντ, κυβέρνηση και ΔΝΤ συμφωνούν ότι η ελάφρυνση του χρέους πρέπει να αποφασιστεί πριν τη λήξη του προγράμματος. Το Eurogroup της περασμένης Δευτέρας ήδη ανέθεσε στο EuroWorkingGroup τη σχετική προετοιμασία, κυρίως στη βάση της γαλλικής πρότασης που συνδέει την ελάφρυνση του χρέους με την ανάπτυξη, δηλαδή με το επίπεδο αύξησης του ΑΕΠ. Αυτό όμως καθιστά μονόδρομο τη συνεργασία με το ΔΝΤ, το οποίο όχι μόνο διατηρεί τη θέση του για το «εξαιρετικά μη βιώσιμο» ελληνικό χρέος, αλλά αμφιβάλει και για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της ελληνικής ανάκαμψης, αφού υπολογίζει ότι η μέση αύξηση του ΑΕΠ δεν θα υπερβαίνει το 1%, έναντι 1,5% που υπολογίζουν οι Ευρωπαίοι δανειστές.
Η αναγκαστική συνεργασία Βρυξελλών και Ουάσιγκτον στις τεχνικές ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους προϋποθέτει, πριν απ’ όλα, μια στοιχειώδη σύγκλιση στην εκτίμηση βιωσιμότητάς του. Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΔΝΤ, στην απόφαση που αναμένεται να πάρει τον Φεβρουάριο για επιβεβαίωση της συμμετοχής του στο πρόγραμμα και εκκίνηση της δικής του αξιολόγησης, θα επαναλάβει την εκτίμηση για το «εξαιρετικά μη βιώσιμο», σε αντίθεση με τις εκτιμήσεις των Ευρωπαίων για «μεσο-βραχυπρόθεσμα βιώσιμο χρέος». Η «διόρθωση» αυτής της αντίφασης θα μπορούσε να γίνει με συμφωνία για εκπόνηση μιας κοινής έκθεσης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, με τη συμμετοχή και της ΕΚΤ που δεν έχει μέχρι στιγμής εκπληρώσει τη σχετική δέσμευσή της. Η επικύρωση της σύγκλισης στο πεδίο αυτό μπορεί να γίνει στην εαρινό σύνοδο ΔΝΤ – Παγκόσμιας Τράπεζας, στην Ουάσιγκτον, τον Απρίλιο.
Οι παρενέργειες της «συμμαχίας»
Απ’ αυτή την αναγκαστική συνεργασία ΔΝΤ – Ευρωπαίων δανειστών στην εξασφάλιση της «τεχνικής» βιωσιμότητας του χρέους προκύπτει και η ανάγκη να παγώσουν οι σχεδιασμοί που επικρατούσαν μέχρι προ ολίγων μηνών για πρόωρη εξόφληση από των ESM των δανείων του ΔΝΤ. Κάτι τέτοιο θα αύξαινε ισόποσα το ελληνικό χρέος και θα εξανέμιζε τα οφέλη ύψους περίπου 10 δισ. ευρώ που υποτίθεται ότι έχουν προκύψει από τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης τα οποία εφαρμόστηκαν το 2017.
Είναι προφανές ότι για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το ΔΝΤ καθίσταται εκ των πραγμάτων ο ασφαλέστερος σύμμαχος, αν πρόκειται μαζί με την «έξοδο από τα Μνημόνια» να έχει πάρει «κάτι» και για το χρέος. Αυτό όμως ενδέχεται να έχει και παρενέργειες. Πρώτον, να επιβαρύνει τις μεταμνημονιακές υποχρεώσεις της κυβέρνησης με πρόσθετες απαιτήσεις, όπως για παράδειγμα η εφαρμογή από το 2019 της μείωσης του αφορολογήτου. Δεύτερον, να δημιουργήσει μια «τεχνική» ανάγκη ολιγόμηνης παράτασης του ξεχωριστού MoU με το ΔΝΤ πέρα από τον προσεχή Αύγουστο. Τρίτον, να συνδυαστεί αυτή η παράταση με την πιο έντονη παρουσία του ΔΝΤ στη μεταμνημονιακή «ενισχυμένη εποπτεία». Τουλάχιστον για όσο διάστημα χρειάζεται μέχρι να γίνει ο μετασχηματισμός του ESM σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο.
Το success story στη δοκιμασία των αγορών
Με την απόδοση του δεκαετούς ομολόγου στα 3,69%, το χαμηλότερο επίπεδο εδώ και 12 χρόνια, και με το ελληνικό χρηματιστήριο σε εναρμόνιση με την αισιοδοξία της αγοράς ομολόγων, η κυβέρνηση δια του ΟΔΔΗΧ ετοιμάζεται να δοκιμάσει την αξιοπιστία του δεύτερου πιο πιστού «συμμάχου» της μετά το ΔΝΤ: των επενδυτών κρατικού χρέους. Την ερχόμενη εβδομάδα θα γίνει η πρώτη δοκιμαστική έξοδος στις αγορές για το 2018, με την έκδοση επταετούς ομολόγου. Οι επιτυχείς εκδόσεις τραπεζικών ομολόγων, όπως και η μείωση των αποδόσεων στα διετή και πενταετή κρατικά ομόλογα προεξοφλούν την επιτυχία της έκδοσης. Θεωρείται ότι θα ενθαρρύνουν τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης για πιο «γενναιόδωρες» αναβαθμίσεις τους προσεχείς μήνες, με πρώτη της Fitch τον Φεβρουάριο, αλλά και τους δανειστές να δουν πιο αποφασιστικά το θέμα της ελάφρυνσης του χρέους, ώστε να δώσουν στις αγορές ένα «καθαρό» ελληνικό success story στο τέλος του προγράμματος, που θα έχουν κίνητρο να το χρηματοδοτήσουν και μετά τον Αύγουστο του 2018.