του Γιώργου Γιαλούρη
Είχα κάτσει τις προάλλες σε ένα ύψωμα, είχα βρει μία πλατιά πέτρα σχετικά επίπεδη και είχα καθίσει πάνω της αφού είχα πρώτα κόψει ένα κλαδί αγριελιάς και μ’ έναν σουγιά το είχα καθαρίσει από τα φύλλα και τα κλαδιά που προεξείχαν, το έφερνα στο ένα χέρι μου, το έφερνα στο άλλο, το απογύμνωσα από τον φλοιό κι έμεινε ένα ωραίο λευκό, εύκαμπτο ραβδάκι, σκάλιζα με αυτό το χώμα και καθόμουν εκεί ψηλά χαζεύοντας μέσα από τα πεύκα τη θάλασσα, διότι από εκεί που βρισκόμουν φαινόταν και η θάλασσα, σκηνικό ειδυλλιακό, «δεκάρα δεν δίνω τι γίνεται στον κόσμο, εκεί δεν το πάτε; Είμαι αντικοινωνικό στοιχείο αυτό δεν θέλουμε ν’ αποδείξουμε;», θυμήθηκα την ταινία του Γραμματικού, α ρε μεγάλε Μουρίκη, α ρε Μουρίκαρε, ωραία τα ‘πες στον «Βασιλιά», κι εγώ έτσι να, δεκάρα δεν δίνω, όμως πρέπει να δώσω, νιώθω μία υποχρέωση, όσο γράφω έπεσε κι άλλη βόμβα, άλλα είκοσι παιδιά σκοτωμένα στη Γάζα, πάει, το συνήθισα κι αυτό, γαμώ το κέρατό μου, τι αθλιότητα είναι αυτή που μ’ έχει αναγκάσει να συνηθίσω στη δολοφονία παιδιών, τι βρωμερός κόσμος είναι αυτός, εγώ που δακρύζω ακόμη όταν βλέπω τον Alan Kourdi να χαμογελά και μετά να βυθίζεται στην άμμο, τι διάολο μου συμβαίνει, σε ποιον χυλό βράζω κι εγώ μαζί με όλους τους άλλους που αποκαλούμε κοινωνία, ποια κοινωνία, ένας χυλός, μία μάζα ούτε καν ομοιογενής, ένας χυλός χειρότερος και από το λάδι που φτιάχνουν από τον βόρβορο στους υπονόμους, ακόμη κι εκείνο το βρωμερό λάδι που μαγειρεύουν στα γουόκ βρωμάει λιγότερο από όσο ζέχνει όλος ο κόσμος τριγύρω που κάθεται κι αράζει και μιλάει για το ένα, μιλάει για το άλλο, για τι διάολο μιλάει συνέχεια, μιλάει και για την αριστερά, ομιλίες από εδώ, ομιλίες από εκεί, σάιτ για την αριστερά, συνέδρια για την αριστερά, κόμματα, κομματίδια, κομματάκια, κασσελάκια, «κάποτε ήξερες με ποιον να πας και ποιον ν’ αφήσεις, έλεγες είμαι αριστερός και ήξερες τι είσαι, τώρα είναι όλα θολά, μπερδεμένα», λέει ο Αντωνίου μπροστά στους «Απόντες» ήδη από το 1996, τώρα έχουμε κατακερματιστεί σε τόσες διαφορετικότητες που δεν ξέρουμε πια τι είμαστε, πού ανήκουμε, πρέπει να βρούμε κάπου ν’ ανήκουμε, μία διαφορετικότητα με δικαιώματα, τα δικαιώματα μου ρε, θέλω να παντρεύομαι όποιον θέλω κι ό,τι θέλω, ‘ντάξει ρε μάγκα παντρέψου ό,τι θέλεις, δεν τρέχει τίποτα, γιατί τέτοια πρεμούρα, μακάρι να βλέπαμε την ίδια πρεμούρα και για τους άστεγους και για τους πεινασμένους, θα πάω να βρω έναν από εκείνους τους άθλιους του Ουγκώ στον δρόμο και θα του βροντοφωνάξω: Rejoice!, τώρα έχεις το δικαίωμα να παντρευτείς όποιον θέλεις, όποτε θέλεις, είδες για να ζεις σε μία αστική δημοκρατία τι δικαιώματα μπορείς να έχεις;, ούτε να τα φανταστείς αυτά στη Σοβιετία, μπορεί να είχες φαΐ και στέγη αλλά εδώ μπορείς να ψηφίζεις όποιον θέλεις και να παντρεύεσαι όποιον θέλεις, τι μου ‘ρθε τώρα και τα σκέφτομαι αυτά, εγώ τη θάλασσα πήγα να χαζέψω και αντί ν’ απολαύσω τη θάλασσα, κάνω τέτοιες σκέψεις, να, τη βλέπεις την αμμουδιά γιατρέ, τη βλέπεις;, εγώ τη βλέπω και διακρίνω κι εκείνη την κόκκινη μπλούζα, κι άλλο παιδί πνιγμένο γιατρέ, κι άλλα παιδιά όσο μιλάμε σκοτώθηκαν, συνεθλίβησαν τα τρυφερά τους κοκκαλάκια κάτω από τα συντρίμμια, έχεις δει γιατρέ τις φωτογραφίες με τ’ άψυχα μουτράκια;, είναι διαφορετικά από των ενηλίκων, είναι ακόμη όμορφα κι έχουν αυτήν την απορία στο προσωπάκι, δεν πρόλαβαν να καταλάβουν γιατί τους συνέβη αυτό, γιατρέ τα έχεις δει;, δεν άντεξα γιατρέ, άρχισα να κοπανάω το ραβδί όπου έβρισκα κι έφυγα, έφυγα γιατρέ, να μην βλέπω ούτε τη θάλασσα, ούτε τίποτα, ούτε εκείνα τα προσωπάκια. Τα έχεις δει εκείνα τ’ άψυχα προσωπάκια γιατρέ; Είναι τόσο όμορφα γιατρέ.