Στις δεκαετίες 1930, 1940 και 1950, που το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι είναι στο φόρτε τους, υπάρχει διάσταση απόψεων στην κοινωνία για την αξία τους. Γιατί στο εποικοδόμημα, τόσο στη Δεξιά όσο και στην Αριστερά, επικρατεί αμηχανία. Η κάθε πλευρά είναι από επιφυλακτική έως αρνητική και απορριπτική για τους δικούς της λόγους. Η μεν φιλοδυτική Δεξιά γιατί θεωρεί το είδος ανατολίτικο κατάλοιπο και καλλιτεχνικό υποπροϊόν των κατωτέρων κοινωνικών τάξεων. Η δε Αριστερά γιατί το θεωρεί απαισιόδοξο, ηττοπαθές και αποπροσανατολιστικό παράγωγο μιας κατηγορίας περιθωριακών έως λούμπεν στοιχείων και, εν πάση περιπτώσει, χαμηλής αισθητικής αξίας.

Η αμηχανία των «πλευρών» οφείλεται στο ό,τι αυτό το τραγούδι είναι εξαιρετικά δημοφιλές στην κοινωνική τους βάση και όσο περνάει ο καιρός γίνεται δημοφιλέστερο για να φτάσει στα τέλη της δεκαετίας του ’50 να γίνει απόλυτα κυρίαρχο και να τραγουδιέται ανίκητο και ελεύθερο από τις σκαλωσιές των οικοδομών και τα συνεργεία αυτοκινήτων μέχρι τα καφενεία των χωριών και τα πανηγύρια των γάμων.

Η Δεξιά έχει μια σαφή απέχθεια για οτιδήποτε προέρχεται από τα λαϊκά στρώματα που τα έχει ρημάξει και τα εκμεταλλεύεται χρησιμοποιώντας κάθε είδους βία σε βάρος τους, αστυνομική, οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική κ.λπ. Και επειδή δεν έχει τίποτα εξίσου δυνατό για να αντικρούσει ή να συμψηφίσει τη λαϊκή δημιουργία.

Η Αριστερά είτε είναι στην παρανομία, τα χαρακώματα, τις φυλακές, τις εξορίες και την προσφυγιά είτε είναι στα εργοστάσια και τις γειτονιές, έχει ανάγκη από τραγούδια εμψυχωτικά, ανορθωτικά, επαναστατικά. Αλλά αν αυτό είναι εύκολο στις απελευθερωμένες περιοχές στο Γράμμο και το Βίτσι, όπου αντιλαλούν τα αντάρτικα τραγούδια, είναι από δύσκολο έως αδύνατο στις πόλεις και τα χωριά που τα σκιάζει η φοβέρα. Ειδικά μετά τη συντριβή του 1949, ο λαϊκός κόσμος, κατατρεγμένος, έχει αναδιπλωθεί στη δυστυχία του. Ένας βαθύς και βουβός θρήνος για τα θύματα ενός δεκάχρονου ηρωικού αγώνα και μια απύθμενη απογοήτευση για την άδοξη κατάληξή του, μαζί με τις επακόλουθες συνέπειες, τους διωγμούς, τη φτώχια και την καταφρόνια, δημιουργούν το υπόβαθρο για τα τραγούδια που θα γραφτούν και θα τραγουδηθούν.

Ο λαϊκός τραγουδοποιός είναι σεισμογράφος των κοινωνικών παλμών και δονήσεων. Αυτές καταγράφει και αποτυπώνει και αυτές μετουσιώνει σε τραγούδι. Γι’ αυτό, αυτά τα τραγούδια, πες τα δραματικά ή κλαψιάρικα, είχαν τεράστια απήχηση ιδίως μέσα στα κοινωνικά στρώματα που έδωσαν όλο το έμψυχο υλικό των αγώνων και των θυσιών, αλλά και των συγγενικών τους στρωμάτων που δεν έμειναν ανεπηρέαστα από τα κύματα των αλλεπάλληλων καταστροφών. Γι’ αυτό, αυτά τα τραγούδια λειτουργούσαν καταπραϋντικά και εξισορροπητικά στον πιεσμένο ψυχισμό των λαϊκών ανθρώπων. Και γι’ αυτό, όσοι αριστεροί φοβόντουσαν, πράγμα κατά την άποψή μου κατανοητό  στη συγκυρία της εποχής, τις αρνητικές τους επιρροές στο λαό, φάνηκε ότι έπεσαν έξω στις εκτιμήσεις τους όταν αυτός ο ίδιος κόσμος, που έκλαιγε ή διασκέδαζε με την κλαυθμοερωτική «Μαντουμπάλα» και το εσχατολογικό «Δυο πόρτες έχει η ζωή» (στίχοι της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου), έδωσε, στις εκλογές του 1958, το αναπάντεχο 25% στην ΕΔΑ, αναπτερώνοντας το ηθικό της καραβοτσακισμένης Αριστεράς και αμφισβητώντας με αδιαμφισβήτητο τρόπο, σε καθεστώς τρομοκρατίας, την παντοκρατορία της Δεξιάς.

 

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!