Συναντήθηκε τις προάλλες (Παρασκευή 22/11) ο Αμερικανός πρέσβης στην Ελλάδα κ. Τζέφρι Πάιατ με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και του μετέφερε τα συγχαρητήριά του συμπατριώτη του, ειδικού επιτετραμμένου για τη διεθνή θρησκευτική ελευθερία, κ. Σαμ Μπράουνμπακ. Είναι και οι δυο τους ενθουσιασμένοι από το «προσωπικό επίτευγμα» του Έλληνα Αρχιεπισκόπου να οδηγήσει την Ελλαδική Εκκλησία στην αναγνώριση του Ουκρανικού Αυτοκέφαλου. Ο κ. Πάιατ εξέδωσε μάλιστα και ένα tweet όπου χαρακτήρισε την απόφαση αυτή ιστορική, «παρά –όπως είπε– την ισχυρή εξωτερική πολιτική πίεση» (sic!).
Δεν θα μπούμε εδώ στην ουσία του ουκρανικού εκκλησιαστικού ζητήματος. Έχουμε γράψει γι’ αυτό στο Δρόμο πέρυσι τέτοια εποχή (φ. 421, 14/9/2018, και φ. 425, 13/10/2018). Υπάρχουν πάμπολλες πτυχές (εκκλησιαστικές, εθνικές, γεωπολιτικές κ.ά.), αλλά η αλήθεια είναι μάλλον απλή. Η ενέργεια αυτή, στον συγκεκριμένο χρόνο, ήταν μια κίνηση υπαγορευμένη από τις ΗΠΑ στο πλαίσιο της πολιτισμικής απομόνωσης της Ρωσίας από τον υπόλοιπο ορθόδοξο σλαβικό κόσμο. Και είναι κρίμα που ο Οικουμενικός Πατριάρχης, είτε αυτοβούλως, είτε εκβιαζόμενος, –ο Θεός και η ψυχή του το γνωρίζουν– δέχθηκε να παίξει το χαρτί των Αμερικανών παραβλέποντας τις συνέπειες: ότι δηλαδή α) θα προσέθετε μια νέα, πολύ σοβαρή αιτία εμφύλιας ανάφλεξης στην πολύπαθη αυτή χώρα, και β) ότι θα τίναζε στον αέρα την έτσι κι αλλιώς ευπαθή ενότητα του Ορθόδοξου Χριστιανικού κόσμου. Και θα μπορούσαμε βέβαια να πούμε ανάλογα πράγματα και για τη Ρωσική Εκκλησία και τον «πνευματικό ιμπεριαλισμό» της – αν και οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι σ’ αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση αυτή είναι η αμυνόμενη και οι άλλοι οι επιτιθέμενοι.
Στον ένα χρόνο που έχει περάσει από την ανακήρυξη του Ουκρανικού Αυτοκεφάλου έχουν συμβεί πολλά. Από τις υπόλοιπες ορθόδοξες Εκκλησίες, άλλες έχουν ήδη πάρει θέση, άλλες προσπαθούν αμήχανα να βρουν τρόπο να μείνουν ουδέτερες. Λίγες είναι οι περιπτώσεις που πείθουν για τη γνησιότητα των κινήτρων τους. Το πιο χοντρό είναι τούτο: ότι η πέτρα του σκανδάλου, ο αυτοαποκαλούμενος Πατριάρχης Κιέβου Φιλάρετος, που είναι, από τις αρχές ήδη της δεκαετίας του ‘90, η ψυχή του κινήματος για την ουκρανική αυτοκεφαλία, αρνείται τώρα το συγκεκριμένο πλαίσιο αυτοκεφαλίας, και καταγγέλλει τόσο το Οικουμενικό Πατριαρχείο όσο και την υπ’ αυτό αναγνωρισμένη αυτοκέφαλη Εκκλησία. Έτσι, εκεί που το Οικουμενικό Πατριαρχείο πήγε, υποτίθεται, να ενώσει τις δύο εκκλησιαστικές πτέρυγες (τη φιλορωσική και την αυτονομιστική), τώρα οι παρατάξεις έχουν γίνει τρεις – και βλέπουμε.
Μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό τοπίο υπάρχουν, ευτυχώς, κάποιες εξαιρέσεις. Τέτοια είναι η περίπτωση του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου, που δύο μόλις μέρες μετά την επίσκεψη Πάιατ στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών ανάρτησε στην ιστοσελίδα της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας κείμενό του με τίτλο «Ἐν ἀναμονῇ τῶν Χριστουγέννων 2019: Έκκληση-Δέηση για την υπέρβαση της εκκλησιαστικής πολώσεως». Γίνεται λόγος για «προφανή ανάμειξη και γεωπολιτικών ενδιαφερόντων και σκοπιμοτήτων» και καλούνται «όλοι ανεξαιρέτως οι Ορθόδοξοι» να συμβάλουν στην αναζήτηση λύσης με βάση την «αρχή της Συνοδικότητος» (υπονοώντας όχι μονομερώς, όπως έκανε το Οικ. Πατριαρχείου). Παρόμοιες δηλώσεις είχε κάνει στο πρόσφατο παρελθόν και ο Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ, που αν και υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει διαχωρίσει δημόσια τη θέση του στο Ουκρανικό, κάνοντας κι αυτός έκκληση για συνοδική λύση. Φωνές σαν του Αναστασίου και του Καλλίστου, πέραν του ότι μέσα σε όλον αυτόν τον παραλογισμό εκφράζουν την κοινή λογική και την καλή πίστη, υπενθυμίζουν το αυτονόητο: ότι η Εκκλησία που εξαρτά τη σωτηρία της από τους άρχοντες του κόσμου τούτου παύει να είναι Εκκλησία· γίνεται κάτι άλλο.