Από τον Λιστ στον Μούντρουτσο
Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Μια 13χρονη ποδηλάτισσα, στους αδειανούς δρόμους μιας πρωινής πόλης, διαπιστώνει έντρομη, γυρίζοντας το κεφάλι της, πως ξοπίσω της τρέχουν εκατοντάδες σκυλιά. Μ’ αυτή την εφιαλτική εικόνα ανοίγει, επιβλητικά, η αριστουργηματική ταινία Λευκός Θεός, του Ούγγρου Κόρνελ Μούντρουτσο, υποψήφια στα φετινά Όσκαρ, που απέσπασε Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στις Κάννες, στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα. Το εξαιρετικό μοντάζ, με πλάνα κάτοψης του δρόμου με τα σκυλιά και κοντινά πλάνα στα πεντάλ, κόβει την ανάσα, προειδοποιώντας για μια επερχόμενη απειλή.
Η Λίλη, τρομπετίστα στη σχολική ορχήστρα, είναι αχώριστη με τον ημίαιμο σκύλο της, που την ακολουθεί χωρίς κολάρο και λουρί, ένδειξη στενής σχέσης αλληλοσεβασμού της ανεξαρτησίας. Ο νόμος που επιβάλλει πρόστιμο σε όσους έχουν αδήλωτα ημίαιμα, προβληματίζει τον πατέρα της, που εγκαταλείπει το σκυλί στο δρόμο. Σοκαρισμένη η Λίλη από τον βίαιο αποχωρισμό, το αναζητά απεγνωσμένα, αδυνατώντας να φανταστεί τη μετάλλαξη που θα υποστεί μακριά της. Κορίτσι και σκύλος βιώνουν μια παράλληλη ενηλικίωση, μέσα από έναν περίπατο στην άγρια πλευρά της ζωής, όπως τραγούδαγε ο Λου Ριντ. Χειραφέτηση μακριά από κηδεμονίες, με το πρώτο μεθύσι και το πρώτο ερωτικό σκίρτημα, για την έφηβη και άγρια βία, που ξεκλειδώνει τα πιο φονικά ένστικτα αυτοσυντήρησης και κυριαρχίας, για το σκύλο.
Σχολιάζοντας την ανεξαρτησία και την ανυποταξία στο περιθώριο, κόντρα στην ευταξία ενός αυταρχικού συστήματος απόλυτου ελέγχου, ο Μούντρουτσο δημιουργεί μια πολιτική παραβολή-σπουδή στη βία που γεννά τη βία, με ήρωα ένα σκύλο και μάλιστα ημίαιμο, που ως άλλος Σπάρτακος ηγείται στην εξέγερση των καταπιεσμένων.
Σε μια σκληρή και συνάμα συναρπαστική ταινία, ο Μούντρουτσο θίγει με αντισυμβατικό τρόπο τις έννοιες κυριαρχία και υποταγή, μέσα από μια σπλάτερ αισθητική, από τα πρώτα κιόλας πλάνα, στα σφαγεία όπου δουλεύει ως κτηνίατρος ο πατέρας της Λίλη. Ποτάμι φουσκωμένο η ασυγκράτητη οργή των σκύλων, που με οδηγό τη μνήμη εκδικούνται τους βασανιστές τους, σκορπίζοντας πανικό.
Γροθιά στο στομάχι η ταινία στιγματίζει τα ρατσιστικά πογκρόμ και την άνοδο της Aκροδεξιάς πανευρωπαϊκά, θεματική που είχε θίξει ο επίσης Ούγγρος Μπένεντεκ Φλίγκαουφ, στο Άνεμος ψυχής (2012) για την εξόντωση των τσιγγάνων.
Ο τίτλος Λευκός Θεός παραπέμπει στο Λευκός Σκύλος (1982), του Σάμιουελ Φούλερ, όπου ένας Αφροαμερικάνος εκπαιδευτής σκύλων προσπαθεί να ξεριζώσει το φονικό ένστικτο κατά των μαύρων, ενός αγριεμένου «λευκού» σκύλου, από τα ακροδεξιά αφεντικά του, ενώ ο αυστηρός μαέστρος της Λίλη μοιάζει να έχει ξεπηδήσει απ’ την Πρόβα Ορχήστρας του Φεντερίκο Φελίνι (1978) που μετατρέπεται σε κόλαση, όταν οι μουσικοί στασιάζουν.
Πολλές οι ταινίες ενηλικίωσης εφήβων με τα τετράποδά τους –Γούεντι και Λούσι (2008/Κέλι Ρίτσαρντ) και το τούρκικο Σίβας (2014/Καάν Μουτζετσί)- δίχως όμως την εξεγερσιακή ορμή του Μούντρουτσο, ενώ στο βιβλίο-σταθμός Ασπροδόντης (1906/Τζακ Λόντον), σχολιάζεται η σχέση ενός αγοριού που προσπαθεί να δαμάσει έναν άγριο λύκο, με τίμημα της ελευθερίας την υποταγή, την προστασία και την αγάπη.
Η σκηνοθετική δεινότητα του Μούντρουτσο επιβεβαιώνεται με τις εξαιρετικές ερμηνείες τόσο της νεαρής πρωταγωνίστριας, όσο και των τετράποδων που κλέβουν την παράσταση. Ρεαλιστική κινηματογράφηση, αφηγηματική οικονομία και συγκροτημένο κοφτό μοντάζ, με κοντινά πλάνα στα εκφραστικά βλέμματα των σκυλιών, που εντείνουν τη συγκινησιακή φόρτιση της ταινίας, ενώ καθηλώνουν τα μετωπικά και από ψηλά γενικά πλάνα αγριόσκυλων, που κατακλύζουν τους δρόμους.
Η τρομπετίστρια Λίλη, ως γητεύτρα ζώων, όπως και ο φλαουτίστας του Μαγικού αυλού του Μότσαρτ, αναδεικνύει την αγάπη και τη μουσική ως ελπιδοφόρο ανάχωμα στη βία.
Η 2η Ουγγρική Ραψωδία του Φέρεντς (Φραντς) Λιστ, μεγάλου Ούγγρου συνθέτη και φημισμένου δεξιοτέχνη πιανίστα, επιλέγεται ως το επαναστατικό μοτίβο της ταινίας. Ο επιταχυνόμενος ρυθμός κλιμάκωσης του κομματιού συγχρονίζεται μοναδικά με το παράλληλο μοντάζ, ανάμεσα στη ζωντανή ερμηνεία της σχολικής συναυλίας και στη σκηνή της εξέγερσης. Η αναγνωρίσιμη αυτή συμφωνική μουσική, γνωστή και από τα αμερικάνικα καρτούν, ακούγεται και στον Τομ και Τζέρι που παρακολουθούν στην τηλεόραση τα σκυλιά, πριν τα θανατώσουν.
Οι συνθέσεις του Λιστ, διαποτισμένες από το ρεύμα του ρομαντισμού, αντανακλούν τα πατριωτικά ιδεώδη που στήριξαν τη θεμελίωση του ευρωπαϊκού έθνους-κράτους. Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι δεκαεννιά συνολικά Ουγγρικές Ραψωδίες βασίζονται σε χορούς και λαϊκά τραγούδια των τσιγγάνων της Ουγγαρίας. Χρησιμοποιώντας αυτή την εθνικής σημασίας ουγγρική μελωδία, ο Μούντρουτσο απευθύνεται πρωτίστως στους συμπατριώτες του, με το τσιγγάνικο στοιχείο -αναπόσπαστο μέρος της ουγγρικής κληρονομιάς- να λειτουργεί ενωτικά, κόντρα στα σημερινά φυλετικά πογκρόμ.
Ακόμα και η μελωδία της Γ’ Διεθνούς, που κάποιος παίζει στην τούμπα πριν από την πρόβα, δεν αποτελεί τυχαίο ηχητικό σκέρτσο, όπως δεν είναι τυχαία η αφιέρωση στον σπουδαίο, πρόσφατα χαμένο Ούγγρο σκηνοθέτη του Κόκκινου Ψαλμού, Μίκλος Γιάντσο. Την αναγκαιότητα ανατροπής, σε μια Ευρώπη που μαστίζεται από την κρίση, υποδεικνύει ο 40άρης Μούντρουτσο, πιστός στην ανθρωποκεντρική σοσιαλιστική παράδοση που τον γαλούχησε.
* H Ιφιγένεια Καλαντζ είναι, θεωρητικός/ κριτικός κινηματογράφου –[email protected]