«Το φως είναι ορατό μονάχα στο σκοτάδι», γράφει στο διάσημο αντιπολεμικό μυθιστόρημά του «Το Βαμμένο Πουλί» ο Γιέρζι Κοζίνσκι, το 1965. Στην ομώνυμη τρίωρη εντυπωσιακή ασπρόμαυρη εκδοχή τού Τσέχου σκηνοθέτη Βάτσλαβ Μαρχούλ, το ανώνυμο εβραιόπουλο του μυθιστορήματος υποδύεται ένα αγόρι με διαπεραστικό βλέμμα, ο Πετρ Κότλαρ, πλάι στους διάσημους ηθοποιούς Στέλαν Σκάρσγκαρντ, Χάρβεϊ Καϊτέλ, Ούγκο Κίερ και Τζούλιαν Σαντς, σε μικρότερους ρόλους.

Το μικρό εβραιόπουλο που δουλεύει σκληρά για λίγη τροφή και στέγη, κόβοντας ξύλα στο αγρόκτημα της ηλικιωμένης θείας και κουβαλώντας σακιά στο νερόμυλο ενός βάναυσου μυλωνά, σώζεται από το λιντσάρισμα θρησκόληπτων χωρικών από μια γριά μάγισσα. Σαν σε παραμύθι, το αγόρι παρασέρνεται από τα ρεύματα του ποταμού και βρίσκεται στο πλευρό ενός καλόκαρδου, μέθυσου εμπόρου πτηνών, να στήνει παγίδες για πουλιά στα δέντρα, ενώ ο έμπορος συνουσιάζεται στα στάχυα με μια γυναίκα, με ένα διάχυτο ερωτισμό στην ύπαιθρο να συμπληρώνεται με γάτες σε οίστρο και ξαναμμένες νεαρές γυναίκες. Άλλοτε, αποκαμωμένο σε παγωμένη λίμνη, το αγόρι σώζεται από μια αισθησιακή ξανθομαλλούσα νεαρή χήρα. Αργότερα, το περιμαζεύει ένας καθολικός αλκοολικός ιερέας που επιχειρεί να το προσηλυτίσει και το πασάρει σε έναν διεφθαρμένο μοναχικό άντρα. Σκληραγωγημένο από τις βιαιότητες που έχει πλέον βιώσει, το αγόρι εκδικείται φριχτά ενώ καταλήγει σε ορφανοτροφείο με νταήδες, που νουθετούν ανάπηρα παιδιά με κλωτσιές.

Χωρισμένη σε εννιά κεφάλαια, με τίτλο το όνομα αυτού που συναντά κάθε φορά το αγόρι, η ταινία συνθέτει το σκληρό πρόσωπο του πολέμου ως συνισταμένη των δεινών που βιώνει. Το κουτσοδόντικο αγόρι, που ακόμα το πλένει η θεία του, κακοποιείται συχνά, ενώ κατά την περιπλάνησή του υπό βροχή και χιόνι γίνεται μάρτυρας μιας κλιμακούμενης παράκρουσης, μακριά από τα ηρωικά πεδία των μαχών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που καταλήγει σε μαζική αποκτήνωση.

Μεταξύ λυρικού συμβολισμού στο αντιπολεμικό «Τα Παιδικά Χρόνια του Ιβάν» (1962/Αντρέι Ταρκόφσκι), με πρωταγωνιστή έναν μικρό ορφανό ανιχνευτή, και της ωμής βαρβαρότητας του αντιφασιστικού «Έλα να δεις» (1985/Έλεμ Κλίμοφ), όπου μέσα από το γεμάτο απόγνωση βλέμμα του δεκάχρονου στρατιώτη πρωταγωνιστή αποκαλύπτονται οι φρικαλεότητες του ναζισμού, στο «Βαμμένο Πουλί», το περιπλανώμενο εβραιόπουλο κρατά αμυντική στάση σε άλλη μια τραγική ιστορία κατεστραμμένης παιδικής ηλικίας, δίχως ίχνος συναισθηματισμού

Θυμίζοντας τα διηγήματα των Ντοστογιέφσκι και Ντίκενς, για κακομεταχείριση παιδιών του προηγούμενου αιώνα, η ταινία αιωρείται μεταξύ ενός συμβολικού ωμού νεορεαλισμού και των μαρτυρικών παιδικών ιστοριών του ιρανικού σινεμά, ενώ η εξαιρετική εικαστική γλώσσα εδράζει στην αυστηρή ασπρόμαυρη αύρα παλιότερων ταινιών του αριστουργηματικού τσεχοσλοβάκικου νέου κύματος της δεκαετίας του ’60, εμπλουτισμένη με το λυρισμό των ταρκοφσκικών αναφορών. Οι αυλακωμένες φυσιογνωμίες ανθρώπων της υπαίθρου και ο παγανιστικός κόσμος φοβισμένων αγροτών με προβιές θυμίζουν το μεσαιωνικό σύμπαν του «Αντρέι Ρουμπλιόφ» (1966/Ταρκόφσκι) και το τσεχοσλοβάκικο ασπρόμαυρο τρίωρο έπος «Μαρκέτα Λαζάροβα» (1967/Φράντισεκ Βλάτσιλ), με τις αισθησιακές μακρυμαλλούσες γυναικείες παρουσίες.

Η ανατριχιαστική εικόνα που δεσπόζει και στην αφίσα της ταινίας, με το αγόρι θαμμένο μέχρι το λαιμό να βλέπει έντρομο ένα κοράκι να πλησιάζει απειλητικά, συνοψίζει μοναδικά μια μη αναστρέψιμη μοίρα, ανακαλώντας την αντίστοιχη σοκαριστική εικόνα στο «Γη χωρίς ψωμί» (1933/Μπονιουέλ), όπου ένα κοράκι πλησιάζει ένα ετοιμοθάνατο από την πείνα παιδί, αλλά και τον μαρτυρικό θάνατο του επίσης θαμμένου ως το λαιμό ταγματάρχη Σέλερς, στο «Καλά Χριστούγεννα Κύριε Λώρενς» (1983/Ναγκίσα Οσίμα).

Έμπειρος σκηνοθέτης ο 60άρης Μαρχούλ δίνει έμφαση σε εντυπωσιακές, παρότι σκληρές εικόνες, περιορίζοντας ομιλίες και διαλόγους. Εξαιρετική είναι η ασπρόμαυρη φωτογραφία έντονου κοντράστ, του βετεράνου Τσέχου διευθυντή φωτογραφίας Βλαντιμίρ Σμουτνί, με ωραία καδραρίσματα και γωνίες λήψης, που αναδεικνύουν τοποθεσίες και χώρους μέσα από το βάθος πεδίου, με αλληλουχία μακρινών-κοντινών πλάνων, αλλά και το κορυφαίο επεξεργασμένο μοντάζ. Οι ταρκοφσκικές αργές προσεγγίσεις και απομακρύνσεις συνδιαλέγονται με κυκλωτικές κινήσεις της κάμερας και μετωπικά πλάνα προσώπων. Ο ορίζοντας τοποθετείται πότε χαμηλά, με το χιονισμένο έδαφος να γίνεται ένα με τον λευκό ουρανό και το αγόρι σαν μικρή μαύρη κηλίδα στο βάθος, και πότε ψηλά, με την μάγισσα να διαγράφεται κόντρα φως στην κορυφογραμμή του λόφου, να σέρνει ένα κάρο.

Η έκδηλη από την εισαγωγή βία, με την επίθεση του αγοριού που έτρεχε στο δάσος, κρατώντας ένα ζωάκι –έντονη επιρροή από το «Διαμάντια της νύχτας» (1964/Γιαν Νέμετς)– μεταφέρει τη σκληρότητα του πολέμου στα βάσανα του αγοριού, που εγκολπώνεται τη βία ως λύση και ωθείται να πράξει όπως του φέρονται. Η βίαιη τιμωρία από τον ισχυρότερο, σαν σε αρχαία τραγωδία, επιδιώκει να πνίξει κάθε ελπίδα και εναλλακτική προοπτική, όπως στη σκηνή της σκληρής μοίρας ενός αλόγου με σπασμένο πόδι.

Η διαχρονική αυτή αντιπολεμική ταινία αίρει τον τίτλο της από την τραγική σκηνή -συναφή με τη μοίρα του εβραιόπουλου- όπου ένα μικρό πουλί, που έχουν βάψει ο έμπορος με το αγόρι, μόλις καταφέρει να ελευθερωθεί πετώντας ψηλά, σωριάζεται άψυχο στο έδαφος, από την εχθρική αντιμετώπιση του συγγενικού του σμήνους, που δεν το αναγνώρισε, καθώς ήταν βαμμένο.

Δίνοντας έμφαση στο δράμα όσων βρέθηκαν άξαφνα στη δίνη του πολέμου, το βιβλίο όπως και η κινηματογραφική μεταφορά του, στηλιτεύουν τον υπαρξιακό αμοραλισμό μιας διασαλευμένης κοινωνίας, κρατούν ωστόσο ίσες αποστάσεις από παρτιζάνους και Ες-Ες. Από τη μια εξαθλιωμένοι βρώμικοι χωρικοί σε αντιδιαστολή με καθαριότητα και ευταξία στο γερμανικό στρατόπεδο, με τους αδίστακτους Ες-Ες να πυροβολούν όσους πηδούν από τα βαγόνια του τρένου εν κινήσει. Οι Κοζάκοι λεηλατούν ένα χωριό, βιάζοντας και σφάζοντας, αλλά και οι παρτιζάνοι, με το αστέρι και το σφυροδρέπανο στο κασκέτο, μεθοκοπούν και αρπάζουν τα τρόφιμα των χωρικών. Η κατήχηση του καθολικού ιερέα αντιμετωπίζεται ισότιμα με τη ρήση του Ρώσου Αξιωματικού «το κόμμα είναι το τρένο και ο σύντροφος Στάλιν ο μηχανοδηγός», σε μια πολιτικά εξίσωση ναζισμού-κομμουνισμού, από έναν Αμερικανοπολωνό συγγραφέα. Αντίστοιχα, στη θέα των άγρια δολοφονημένων από χωρικούς συμπολεμιστών του, ο αγέλαστος Ρώσος στρατιώτης εκτελεί αντίστοιχο αριθμό χωρικών, κατά τη βιβλική ρήση χαοτικής αυτοδικίας «Οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος» μιας κοινωνίας σε συνθήκες πλήρους διάλυσης, χωρίς ηθικούς φραγμούς, συμπυκνώνοντας το αντιπολεμικό μήνυμα της ταινίας. Καθόλου τυχαία, ο συγκεκριμένος Ρώσος στρατιώτης ερμηνεύεται από τον Καναδό Μπάρι Πέπερ, γνωστό από τον αντίστοιχο ρόλο ηρωικού σκοπευτή στη «Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν» (1998/Στίβεν Σπίλμπεργκ).

Δίχως πρωτότυπη μουσική υπόκρουση, οι ελάχιστες μουσικές είτε παίζονται ζωντανά από μουσικούς, είτε από δίσκο σε γραμμόφωνο, όπως το ταγκό στο γερμανικό στρατόπεδο ή το «Φυρ Ελίζ» στο πιάνο, που παίζει διστακτικά το αγόρι, ενώ η θεία σε πρώτο πλάνο δακρύζει συγκινημένη. Αλλά και η ηχητική επεξεργασία -θρόισμα ανέμου, ερωτικά αγκομαχητά, ουρλιαχτά ξυλοδαρμών- συμμετέχει στη διαμόρφωση ατμόσφαιρας στο χρονικό μιας επιβίωσης εν καιρώ πολέμου, με τον άνθρωπο να μεταλλάσσεται σε θεριό που σφάζει, κατασπαράζει και πυρπολεί.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!