Στις 5 Ιουλίου 1909, η γλύπτρια Μάριον Γουάλας-Ντάνλοπ (Marion Wallace-Dunlop) ξεκίνησε την πρώτη πολιτική απεργία πείνας στην ιστορία.
Στις 20 Ιουνίου του 1908, μία γυναικεία διαδήλωση κατέκλυσε την Ντάουνινγκ Στριτ και λιθοβόλησε την πρωθυπουργική κατοικία. Η αστυνομία συνέλαβε 27 γυναίκες, που οδηγήθηκαν στην φυλακή Χόλογέι. Στις 25 Ιουνίου, η Μάριον Γουάλας συνελήφθη για «ηθελημένη πρόκληση φθορών στον τοίχο του κτιρίου της Βουλής». Καταδικάστηκε σε πρόστιμο που αρνήθηκε να πληρώσει και η ποινή μετατράπηκε σε ένα μήνα φυλάκισης. Στις 5 Ιουλίου ξεκίνησε απεργία πείνας.
Απεργία πείνας και βίαιη σίτιση
Όπως και με όλες τις άλλες μορφές δράσεις του γυναικείου κινήματος, δεν υπήρξε καμία «καθοδήγηση», ούτε καν κοινή απόφαση: η ιδέα της απεργίας πείνας ήταν αυθόρμητη πρωτοβουλία της Γουάλας που δεν είχε ενημερώσει καμία σύντροφό της πριν στείλει την επιστολή με τα αιτήματά της στη Διεύθυνση της φυλακής. Τέσσερις μέρες αργότερα, η κυβέρνηση, πανικόβλητη στην ιδέα ότι η Γουάλας μπορεί να πέθαινε και έτσι να μετατρεπόταν σε μάρτυρα, ανήγγειλε την αναστολή της ποινής της και την άμεση απελευθέρωσή της. Αλλά η φωτιά είχε ανάψει.
Από εκείνη την ημέρα, οι γυναίκες που συλλαμβάνονταν και καταδικάζονταν για την δράση τους, και ήταν πολλές εκατοντάδες στην περίοδο από το 1908 ως το 1912, ξεκινούσαν αμέσως απεργίες πείνας. Αποφασισμένη να μη δεχτεί τον «εκβιασμό», η αγγλική κυβέρνηση έδωσε εντολή στις διευθύνσεις των φυλακών να προχωρούν σε βίαιη σίτιση. H Μαίρη Λη που συνελήφθη λίγες μέρες μετά τη Γουάλας και καταδικάστηκε σε έναν μήνα καταναγκαστικά έργα, ξεκίνησε απεργία πείνας μαζί με άλλες δύο συγκρατούμενές της:
«Το Σάββατο το απόγευμα, η δεσμοφύλακας με έδεσε στο κρεβάτι του κελιού και δύο γιατροί μπήκαν μέσα. Ενώ με κρατούσαν ακίνητη, πέρασαν έναν σωλήνα από το ρουθούνι μου. Ο σωλήνας, περίπου δύο γυάρδες μακρύς, είχε στην άκρη ένα χωνί, από το οποίο έριχναν στην κοιλιά μου γάλα ή γάλα με αβγά. Είναι πάρα πολύ οδυνηρό, νομίζεις ότι θα σπάσουν τα τύμπανα των αφτιών σου. Σπρώχνουν μέσα στον οισοφάγο 50 πόντους από τον σωλήνα. Οι δεσμοφύλακες σε κρατάνε ακίνητη, ο ένας γιατρός κρατάει το χωνί κι ο άλλος σπρώχνει τον σωλήνα μέσα από το ρουθούνι».
Η περιγραφή δημοσιεύτηκε ενώ η Λη ήταν ακόμα στη φυλακή. Λίγες μέρες μετά την απελευθέρωσή της, συνελήφθη ξανά, αυτή τη φορά με την Έμιλι Ντέιβισον και την Κόνστανς Λίτον, γιατί πέταξαν πέτρες στο αυτοκίνητο του Λόιντ Τζορτζ. Καταδικάστηκαν σε ένα μήνα καταναγκαστικά έργα και άρχισαν αμέσως απεργία πείνας.
Αγγλίδες φεμινίστριες όπως η Γκρέις Ρο και η Κίτι Μάριον (που είχε βάλει φωτιά σε σπίτια πολιτικών), υπέστησαν τη βίαιη σίτιση πάνω από 200 φορές, ενώ η ίδια η Πάνκχαρστ, η οποία ήταν πλέον πάνω από 50 χρονών, την υπέστη δεκάδες φορές.
H βίαιη σίτιση επαναλαμβανόταν τρεις φορές την ημέρα και για όσο διάστημα η κρατούμενη επέμενε να απεργεί. Το 1913, η αγγλική Βουλή πέρασε τον νόμο «Περί προσωρινής απολύσεων ασθενών κρατουμένων», που ονομάστηκε «Νόμος της Γάτας και του Ποντικιού»: οι Αρχές απελευθέρωναν προσωρινά τις απεργούς πείνας των οποίων η υγεία βρισκόταν σε κρίσιμο στάδιο και τις συνελάμβανε ξανά μόλις η υγεία τους βελτιωνόταν.
Το 1914, όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, το WSPU ανακοίνωσε πως αναστέλλει τις δράσεις του συμμετέχοντας στην κοινή πολεμική προσπάθεια της Βρετανίας. Αλλά, χάρη στην Άλις Πολ και τη Λούσι Μπερνς, η απεργία πείνας ως πολιτικό όπλο και μαζί της όλη η λογική των «προκλητικών» κινητοποιήσεων, μεταφέρθηκε στις ΗΠΑ.
Η μεγάλη διαδήλωση στην Ουάσινγκτον
Στην περίοδο των φοιτητικών της χρόνων στην Αγγλία, η Άλις Πολ (πτυχίο Βιολογίας στο Σουόρθμορ Κόλετζ, πτυχίο Κοινωνιολογίας και διδακτορικό στις Οικονομικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Πενσολβάνια, σπουδές Κοινωνιολογίας και Νομικών στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμινχαμ και στο London School of Economics) φυλακίστηκε τρεις φορές για συμμετοχή σε μαχητικές διαδηλώσεις και έκανε άλλες τόσες απεργίες πείνας. Όταν επέστρεψε στις ΗΠΑ, ανέλαβε την επιτροπή της «Εθνικής Αμερικανικής Ένωσης για το Δικαίωμα Ψήφου» (NAWSA) στην Ουάσινγκτον. Και στις 3 Μαρτίου 1913, παραμονή της ορκωμοσίας του Προέδρου Γούντροου Γουίλσον, η Πολ, η Λούσι Μπερνς και η Κρίσταλ Ίστμαν οργάνωσαν τη μεγαλύτερη διαδήλωση που είχε γίνει ώς τότε στις ΗΠΑ: με επικεφαλής την Ινέζ Μιλχόλαντ πάνω σε ένα άσπρο άλογο, 8.000 γυναίκες, εργάτριες και αστές, λευκές και έγχρωμες, ντυμένες στα άσπρα, διαδήλωσαν για την ψήφο στην Πενσιλβάνια Άβενιου. Το πλήθος που παρακολουθούσε ξεπέρασε, σύμφωνα με τις εφημερίδες, τις 500.000. Κι ενώ η αστυνομία παρακολουθούσε απαθής, οι προπηλακισμοί κατά των γυναικών ήταν τέτοιοι ώστε πάνω από 100 γυναίκες νοσηλεύτηκαν, εν συνεχεία, με σοβαρά τραύματα. Και, παρά τις προεκλογικές δεσμεύσεις του, ο Γουίλσον δήλωσε λίγες μέρες αργότερα πως «το πλήρωμα του χρόνου δεν είχε έρθει ακόμα».
Οι «Σιωπηλές Φρουρές»
Αγανακτισμένες με την πολιτική της «μη-προκλητικότητας» που ακολουθούσε η NAWSA, η Πολ και η Μπερνς προχώρησαν στις αρχές του 1916 στην ίδρυση του «Εθνικού Κόμματος Γυναικών» (ΝWP). Υιοθετώντας τις αγγλικές μεθόδους, το NWP άρχισε τις άμεσες επιθέσεις στο Δημοκρατικό Κόμμα και στον Πρόεδρο Γουίσον: οι φεμινίστριες του NWP ήταν οι πρώτες στην πολιτική ιστορία των ΗΠΑ που οργάνωσαν εκδηλώσεις πολιτικής ανυποταγής. Η δράση τους, όμως, έφτασε στο αποκορύφωμά της όταν οργάνωσαν τις «Σιωπηλές Φρουρές»: τον Ιανουάριο του 1917, μία «φρουρά» γυναικών στάθηκε μπροστά στην είσοδο του Λευκού Οίκου κρατώντας πλακάτ με συνθήματα που απευθύνονται ευθέως στον πρόεδρο Γουίλσον. Για 18 μήνες, η πόρτα του Λευκού Οίκου παρέμεινε πολιορκημένη από τις γυναικείες Σιωπηλές Φρουρές. Μέρα και νύχτα, κάθε μέρα, πάνω από 1.000 γυναίκες κράτησαν ακούραστες τα πλακάτ της διαμαρτυρίας. Και όταν η Αμερική αποφάσισε να μπει στον πόλεμο, τα συνθήματα έγιναν ακόμα πιο επιθετικά: «Η δημοκρατία ξεκινάει από το εσωτερικό». Οι γυναίκες έγιναν πολύ ενοχλητικές. Λιγότερο ή περισσότερο «αυθόρμητοι» περαστικοί άρχισαν να επιτίθενται, ακόμα και να χτυπούν τις γυναίκες, ενώ η αστυνομία κρατούσε τον ρόλο του θεατή, ώσπου, τον Ιούνιο, άρχισαν οι συλλήψεις γυναικών. Μαζί τους άρχισαν και οι απεργίες πείνας. Και μαζί τους άρχισαν οι βίαιες σιτίσεις και τα βασανιστήρια: στέρηση επαφής με τον έξω κόσμο, απομόνωση, ξυλοδαρμοί. Στις κρατούμενες φεμινίστριες έδιναν σκεπάσματα που δεν είχαν πλυθεί για χρόνια και τις υποχρέωναν να γδυθούν μπροστά στους άντρες δεσμοφύλακες για να κάνουν μπάνιο. Είναι πολύ πιθανόν πως οι βιασμοί ήταν επίσης μέρος της κατασταλτικής διαδικασίας, αλλά το 1917 ήταν ακόμα πολύ νωρίς για να μπορούν οι κρατούμενες φεμινίστριες να καταγγείλουν κάτι τέτοιο, που μόνο διαφαίνεται πίσω από τις περιγραφές των συνθηκών κράτησής τους.
Η «νύχτα του τρόμου»
Η Άλις Πολ συνελήφθη στις 20 Οκτωβρίου, καταδικάστηκε σε επτά μήνες φυλάκιση και στάλθηκε, με άλλες 33 συντρόφισσές της (και την Λούσι Μπερνς) σε φυλακή καταναγκαστικών έργων στην Βιρτζίνια. Όταν οι γυναίκες διεκδίκησαν καθεστώς πολιτικών κρατουμένων, η Διεύθυνση της φυλακής απάντησε με απομόνωση, στέρηση ύπνου και σκουληκιασμένο φαγητό. Έτσι ξεκίνησε μια ομαδική απεργία πείνας από τις 34 κρατούμενες που βρίσκονταν σε κελιά απομόνωσης. Όταν η Πολ έφτασε στο σημείο να μην μπορεί να περπατήσει, μεταφέρθηκε στο ψυχιατρικό τμήμα της φυλακής και οι γιατροί την απείλησαν πως θα τη μεταφέρουν σε ψυχιατρικό άσυλο με διαγνωσμένη μανία καταδίωξης. Αλλά, στο μεταξύ, οι εφημερίδες άρχισαν να δημοσιεύουν ειδήσεις για τη μεταχείριση που υφίσταντο οι φεμινίστριες κρατούμενες. Νιώθοντας απειλημένος, ο διευθυντής της φυλακής διέταξε, τη νύχτα της 15ης Νοεμβρίου, σαράντα φύλακες οπλισμένους με γκλομπ να εισβάλουν στα κελιά των κρατουμένων που είχαν καταδικαστεί για «παρενόχληση της κυκλοφορίας». Η νύχτα αυτή έμεινε γνωστή στη φεμινιστική ιστορία ως η «νύχτα του τρόμου στη φυλακή Οκοκουάν»: η Λούσι Μπερνς, που αιμορραγούσε από τα χτυπήματα, έμεινε όλη νύχτα δεμένη και κρεμασμένη από τους καρπούς στα κάγκελα του παραθύρου του κελιού της και κινδύνεψε να πεθάνει από ασφυξία· η Ντόρα Λιούις έπαθε πολλαπλά κατάγματα στο κεφάλι όταν τη χτύπησαν στο σιδερένιο κρεβάτι, ενώ η συγκρατούμενή της, Άλις Κόζου, νομίζοντας ότι η Ντόρα είχε πεθάνει, έπαθε καρδιακή προσβολή. Σήμερα, μία στήλη έξω από τη φυλακή, μνημονεύει την «νύχτα του τρόμου» μ’ αυτά τα λόγια: «Το θάρρος και η αφοσίωση των γυναικών που αγωνίζονταν για το δικαίωμα της ψήφου στη διάρκεια της κράτησής τους και της σκληρής μεταχείρισης που υπέστησαν ξεσήκωσε το έθνος και επιτάχυνε την ψήφιση και έγκριση της τροποποίησης του Συντάγματος που έδωσε στις γυναίκες της Αμερικής πολιτικά δικαιώματα».
Η αντίδραση της κοινής γνώμης ανάγκασε την κυβέρνηση να διατάξει την απελευθέρωση των γυναικών στις 27 Νοεμβρίου, ενώ το Κογκρέσο όρισε την 10η Ιανουαρίου του 1918 για την ψηφοφορία πάνω στην πρόταση τροποποίησης του αμερικανικού συντάγματος που έφερε το όνομα της Σούζαν Άντονι. Η πρόταση καταψηφίστηκε. Ο αγώνας συνεχίστηκε, εκατοντάδες γυναίκες συνελήφθησαν ξανά, οι απεργίες πείνας ξανάρχισαν. Στις 4 Ιουνίου 1919 η πρόταση τροποποίησης, ψηφισμένη από την Βουλή, πέρασε στην αμερικάνικη Γερουσία με μία και μόνη ψήφο. Τριάντα έξι πολιτείες έπρεπε, εν συνεχεία, να επικυρώσουν την τροποποίηση. Η πολιτεία του Τενεσί ήταν η 36η πολιτεία που, τον Αύγουστο του 1919, με μία ψήφο μόνο έδωσε οριστικά πολιτικά δικαιώματα στις Αμερικάνες. (Η μία ψήφος που έκανε τη διαφορά ήταν αυτή ενός νεαρού γερουσιαστή που είχε εκφραστεί κατά της γυναικείας ψήφου, αλλά την τελευταία στιγμή άλλαξε άποψη: λίγα λεπτά πριν από την ψηφοφορία, έφτασε ένα τηλεγράφημα από τη μαμά του, που του έλεγε να μη διανοηθεί να μην ψηφίσει υπέρ της γυναικείας ψήφου).
Οι Αμερικανίδες ψήφισαν για πρώτη φορά στις προεδρικές εκλογές του 1920: είχαν χρειαστεί 72 χρόνια αγώνων. Εν τω μεταξύ, η απεργία πείνας είχε ήδη υιοθετηθεί από τους Ιρλανδούς του ΙΡΑ, ενώ αργότερα έγινε το ισχυρότερο και εκβιαστικότερο διαπραγματευτικό επιχείρημα του Μαχάτμα Γκάντι.