Για ένα χρονικό διάστημα αναρτούσε στην κλειστή πύλη του Πολυτεχνείου ζωγραφισμένους μουσαμάδες με την υπογραφή Pete. Παράλληλα, εντόπιζα ζωγραφιές του σε γκρεμίσματα, σε τοίχους εγκαταλειμμένων κτισμάτων και κλειστών μαγαζιών, σε ντεπόζιτα και βυτία αυτοκινήτων, σε αυλόπορτες και σκουπιδοτενεκέδες, σε επιφάνειες κάθε είδους, σταθερές ή κινούμενες, που το έργο γρήγορα φθειρόταν, όπως και οι μουσαμάδες που τους κακοποιούσαν περαστικοί, προφανώς ενοχλημένοι από τις απεικονίσεις. Άρχισα το ψάξιμο για να βρω τον καλλιτέχνη στα στέκια των Εξαρχείων, αφήνοντας όνομα και τηλέφωνο, μέχρι που με πήρε ένα πρωί για να με ρωτήσει τι τον θέλω. Πίνοντας καφέ του ζήτησα την άδεια να παρουσιάσω τη δουλειά του στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία. Δεν είχε αντίρρηση, αφού τόσα έργα του ήταν εκτεθειμένα στους δρόμους, όποιος θέλει μπορεί να τα φωτογραφίσει και να τα δημοσιεύσει ελεύθερα, αρκεί να μην αναφέρω το όνομά του, να μην γνωστοποιήσω την ταυτότητα του δημιουργού τους. Όπερ και έπραξα. Με ένα «μουσαμά» στο εξώφυλλο του ένθετου «7» καταγράφηκε η παρουσία του καλλιτέχνη-ακτιβιστή που θυσίαζε τα έργα του για να ακουστεί η φωνή του στην έρημο της πόλης. Το όνομά του δεν δημοσιοποιήθηκε ποτέ, τα έργα του σβήστηκαν, οι μουσαμάδες σχίστηκαν ή αποσύρθηκαν, κανένας δεν ξέρει ούτε ενδιαφέρεται να μάθει τι απέγινε αυτός ο νέος, από εργατική οικογένεια, που σπούδαζε σε ένα ΤΕΙ, και ξόδευε το ταλέντο του σε αιχμηρές εικόνες που ζωγράφιζε στους τοίχους προσπαθώντας να πει κάτι σε πολλούς που έβλεπαν και λίγους που καταλάβαιναν.

Είναι δύσκολο για μας που έχουμε ένα βήμα, μια εφημερίδα ή ένα ραδιόφωνο, να συγκινηθούμε με αυτές τις φωνές, που ασφυκτιούν μέσα σε ένα εχθρικό και αφιλόξενο περιβάλλον, που καίγονται μόλις εκφράζονται. Οι πιο πολλοί που διαθέτουν κάποιο μέσο επικοινωνίας, δεν θέλουν ούτε να το σκέφτονται. Η αυταρέσκεια και η αυτοεπιβεβαίωση ξεχειλίζουν στους ανθρώπους που έχουν ένα κανάλι να εκφραστούν δημόσια. Και ακόμα περισσότερο σ’ αυτούς που αποζημιώνονται, που ανταμείβονται γι’ αυτό, όταν η επικοινωνία εξαργυρώνεται με επαγγελματική κατοχύρωση, κοινωνική αναγνώριση, πολιτική ανάδειξη και, σε καλές εποχές, με οικονομική αποκατάσταση. Από κει και πέρα, κάθε τι που μας ξεπερνάει, όποιος αμφισβητεί τα μέτρα και τα σταθμά μας, δεν μας αρέσει. Πολιτικός χωρίς τηλεόραση; Δημοσιογράφος χωρίς αφεντικό; Μουσικός χωρίς μαγαζί; Τραγουδιστής χωρίς δίσκο; Ζωγράφος χωρίς γκαλερί; Πολιτικός δίχως κόμμα; Επαναστάτης χωρίς σημαία; Στο περιθώριο το εξώτερον.

Πού να χωρέσει μέσα σ’ αυτό το κατεστημένο η άλλη φωνή, η έξω φωνή, η άνευ οικονομικής απολαβής φωνή που λέει πολύ περισσότερα απ’ ότι οι ανούσιες ομιλίες στη Βουλή, τα στρογγυλεμένα κείμενα στον Τύπο, οι προσεκτικά εκφερόμενες λέξεις στις ραδιοσυχνότητες, οι απούλητοι πίνακες σε τοίχους και αποθήκες γκαλερί. Πόσο πιο κοντά είναι στα παιδιά που δεν έχουν δουλειά, που φεύγουν μετανάστες στη Γερμανία, την Αγγλία και το Ντουμπάι ή δουλεύουν δεκάωρα για 400 ευρώ, ένας μουσαμάς που κρέμεται για λίγες ώρες ή μέρες στα κάγκελα ή ένα reset – και όχι rethink- στην Αθήνα που έχει γεμίσει κλειστά μαγαζιά, σφραγισμένα κτήρια, βρώμικα πεζοδρόμια, ζητιάνους και άστεγους παντού. Και πόση απόσταση ανάμεσα σ’ αυτούς που δεν είναι αδιάφοροι γι’ αυτά, αλλά δεν ξεφεύγουν από την καθεστηκυία τάξη από τη μια και τα παιδιά που δεν θέλουν να ενταχθούν σ’ αυτό που δεν τους πείθει και, σίγουρα, δεν τους νιώθει, από την άλλη.

Οι «δράστες» δεν πήγαν τόσο μακριά όσο ο Μαγιακόφσκι, κι όμως, αμέσως, εμείς, οι προοδευτικοί, βιαστήκαμε να τους επαναφέρουμε στην τάξη. Είδαμε σαν καταστροφή τη ζωγραφιά στο Πολυτεχνείο, ενώ αντιδρούμε χλιαρά στην αδιάκοπα συντελούμενη καταστροφή στην πόλη μας. Από την αδιαφορία μας λεηλατούνται οι θησαυροί που έφερε στο Χημείο ο Καραθεοδωρή από το Πανεπιστήμιο της Σμύρνης, μένει κουφάρι το καμένο κτήριο του Αττικόν-Απόλλων στη Σταδίου, καταρρέει το ιστορικό Green Park στο Πεδίον του Άρεως και χάνονται τόσα άλλα στοιχεία ταυτότητας και μνήμης της πόλης. Ακριβοί στα πίτουρα φτηνοί στ’ αλεύρι.

Συνηθίσαμε λευκή την Ακρόπολη, κι ας μην ήταν. Και με βάση τη λευκή Ακρόπολη, κάναμε λευκά όλα τα ελληνοπρεπή αρχιτεκτονικά μας μέγαρα. Και εμπράκτως απαγορεύσαμε το χρωματισμό τους. Τον καταστήσαμε ιεροσυλία. Με ποιο δικαίωμα; Γιατί, άραγε, να μην βάψουν οι καλλιτέχνες τα κτήρια, έστω πρόσκαιρα; Και μάλιστα, προσδίδοντάς τους κάθε φορά ένα νόημα της εποχής;

Η εικαστική επέμβαση στο κτήριο του Πολυτεχνείου ενόχλησε πολλούς, τους ξεβόλεψε, ίσως γιατί αποτελεί το σημαντικότερο έργο τέχνης που έχει γίνει στην Αθήνα εδώ και πολύ καιρό. Όχι μουντζούρα ούτε καταστροφή. Έργο τέχνης με έμπνευση και σημασία. Κι ας μην αρέσει στους επαγγελματίες πάσης φύσεως…

 

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!