του Ηλία Φιλιππίδη*

Γιατί καταποντίσθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ;

Μετά την «Κωλοτούμπα» του 2015, όταν το «Όχι» του Δημοψηφίσματος μετατράπηκε σε «Ναι», ο ταλαίπωρος λαός μας περιέπεσε σε κατάσταση πολιτικού κώματος. Έχασε την ελπίδα του, ότι μπορεί να αλλάξει κάτι σε αυτόν τον τόπο. Με τον καιρό η μετέωρη ελπίδα αλλοιώνεται σε κούραση, ο λαός μας φαινόταν ότι κουράστηκε να ελπίζει, δεν έβλεπε πλέον φως.

Ακολούθησε η παράλυση της κοινωνίας μας με τον κορωνοϊό από ένα μίγμα φόβου, κρυφής σκοπιμότητας, διαφθοράς και πολιτικής ανικανότητας.

Στην τρίτη φάση επεκράτησε το αφήγημα της Νέας Δημοκρατίας, ότι βγήκαμε από τα Μνημόνια και το μόνο που απομένει, είναι η άνοδος στην «επενδυτική βαθμίδα» και οι ξένες επενδύσεις με μία αξιόπιστη στο διεθνές περιβάλλον κυβέρνηση. Βασικά ο ΣΥΡΙΖΑ συμφωνούσε με τη Νέα Δημοκρατία, ότι βγήκαμε από τα Μνημόνια αλλά προσέθετε, ότι η επιτυχία αυτή οφείλεται στον ίδιο. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και ότι άφησε «μαξιλάρι» στη Ν.Δ. 30 δισ., αποσιωπώντας ότι αυτή ήταν η τελευταία υποχρέωση του τρίτου Μνημονίου που υπέγραψε ο ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με την υποχρέωση τηρήσεως πρωτογενών πλεονασμάτων (από την φορολογία) μέχρι το 2060 και με υποθηκευμένη την ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου μέχρι το 2115! Κατά τα άλλα, βγήκαμε!

Ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε τον προεκλογικό του αγώνα συμφωνώντας βασικά με τη Ν.Δ., αλλά άφηνε αναπάντητο το ερώτημα, πώς θα προσέλκυε περισσότερες επενδύσεις από την Ν.Δ.

Η πρώτη αιτία της πανωλεθρίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι κατά τη γνώμη μας η απώλεια αξιοπιστίας του ίδιου του προσώπου του Αλέξη Τσίπρα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο Αλέξης πήρε απάνω του όλο το βάρος του προεκλογικού αγώνα και του έδωσε προσωπικό χαρακτήρα. Ανεξάρτητα από τα λάθη της Ν.Δ., ανεξάρτητα από τα λάθη που είχε κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ, ο Τσίπρας ήθελε να αναμετρηθεί προσωπικά με τον Μητσοτάκη, και μετέτρεψε τις εκλογές σε μονομαχία, όπως στην αρχαϊκή αρχαιότητα πολλές φορές η μάχη μεταξύ δύο στρατών μετατρεπόταν σε μονομαχία μεταξύ των δύο αρχηγών. Ο Τσίπρας ζητούσε τηλεμαχία μόνο μεταξύ των δύο αρχηγών, συνεχώς προκαλούσε τον Μητσοτάκη. Επανειλημμένα έλεγε: Ο λαός θα αποφασίσει, αν θέλει Μητσοτάκη ή… ! Μέχρι και αρνητική μαυρόασπρη διαφήμιση έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ προσωπικά για τον Μητσοτάκη. Κατηγορούσε τον Μητσοτάκη για αλαζονεία αλλά ο ίδιος αποδείκνυε, ότι είναι εξίσου αλαζόνας. Εδώ ερχόμαστε στο θέμα του χαρακτήρα. Η προσωπική μας άποψη είναι, ότι ο Μητσοτάκης ως χαρακτήρας δεν έχει αυτοπεποίθηση. Αυτό φαίνεται από την αστάθεια και την επιτάχυνση της φωνής του, όταν θέλει να ανεβάσει τον τόνο. Προσπαθεί να αντλήσει αυτοπεποίθηση από την οικογενειακή παράδοση και τη δύναμη της παρατάξεως του.

Ο Τσίπρας είναι το εντελώς αντίθετο. Έχει απόλυτη πεποίθηση για τον εαυτό του, μέχρι ναρκισσισμού. Θυμάμαι, ότι μετά την ορκωμοσία του ως πρωθυπουργού το 2015, σκέφθηκε ως «πρώτη φορά αριστερά» να επισκεφθεί το Σκοπευτήριο της Καισαριανής και να αποτίσει τιμή στους εκτελεσμένους της Κατοχής. Μέχρις εδώ συγχαρητήρια! Η εικόνα όμως ενός «αριστερού» Τσίπρα να κορδώνεται μπροστά στο μνημείο, αντί να γονατίσει, με έπεισε για τον αλαζονικό του χαρακτήρα. Η γλώσσα του σώματός του έλεγε: «Νεκροί και ζωντανοί, δοξάστε με!».

Ο Τσίπρας ήθελε οι πόρτες από επιτυχία σε επιτυχία να ανοίγουν από μόνες τους, μόλις εμφανίζεται, χωρίς ο ίδιος να χρειάζεται να πιάνει το πόμολο. Δεν τον ενδιέφεραν ποτέ οι προϋποθέσεις. Άρχισε να μαθαίνει αγγλικά, αφού είχε αναδειχθεί σε πρωθυπουργό της χώρας! Μπορούμε να ξεχάσουμε τα δύο νησιά «Λέσβο και Μυτιλήνη» ή ότι η μεταβολή στάσεως αντιστοιχεί σε «στροφή 360ο»; Ή το «μήπως η θάλασσα έχει σύνορα και δεν το ξέρω;» Προφανώς σύνορα είναι μόνο τα συρματοπλέγματα. Αυτά ελέχθησαν από διπλωματούχο του Μετσόβειου Πολυτεχνείου!

Μπορεί ο Κυριάκος να έφθασε να γίνει πρωθυπουργός χάρις στον μπαμπά του, χωρίς να κοπιάσει, όμως γνώριζε τις προϋποθέσεις και επένδυε σ’ αυτές. Ο Τσίπρας ούτε κοπίασε, ούτε επένδυσε στις προϋποθέσεις. Του λείπουν ακόμη και βασικές προσλαμβάνουσες παραστάσεις.

Η εγγενής αλαζονεία του Τσίπρα τον κάνει να μην θέτει όρους στον εαυτό του. Προτιμά την αρχή: «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Γι’ αυτό γράφτηκε στη σχολή δημαγωγίας του Ανδρέα Παπανδρέου. Οι βασικές αρχές αυτής της σχολής είναι δύο: α) η αναφορά σε γενικές έννοιες και ταυτότητες χωρίς καμία πρακτική δέσμευση, όπως αλλαγή, δημοκρατία, πρόοδος, και β) η στόχευση σε μία ομάδες πληθυσμού που αισθάνονται αδικημένες και καταπιεσμένες, για να κάνουν την διαφορά.

Ο Ανδρέας είχε περισσότερες επιλογές, όπως μη προνομιούχοι, αντίσταση, περήφανα γερατειά, γυναίκες, νέοι. Ο Τσίπρας αναφερόταν γενικά στον λαό, θυμήθηκε ακόμη και τη μεσαία τάξη αλλά στόχευσε ιδιαίτερα στους νέους και θέλησε να τους προσφέρει το μεγαλύτερο δώρο: εισαγωγή στα πανεπιστήμια χωρίς βαθμολογία! Πρόκειται για μία κραυγαλέα περίπτωση ψυχολογικής γενικεύσεως του δικού του διαχρονικού προβλήματος:

– Στις εκλογές του 2015 ως «αριστερός» αισθανόταν ότι πήρε εκδίκηση από τη Δεξιά για όλες τις αδικίες που υπέστησαν οι αριστεροί από την εμφάνιση του εργατικού κινήματος στην πατρίδα μας μέχρι σήμερα. Δεν χρειαζόταν να κάνει κάτι παραπάνω ή διαφορετικό. Ήταν αρκετό, ότι αυτός ήταν στην εξουσία. και ας έκανε ό,τι θα έκανε και η Δεξιά.

– Στις εκλογές του 2023 ο Τσίπρας ήθελε να συντρίψει όχι μόνο τον Μητσοτάκη, αλλά και τον διαχρονικό δυνάστη των νέων όλων των γενεών: Το Βιβλίο! Μόνο με τέτοιες αποφάσεις γράφεις ιστορία! Ηροστράτεια λογική!

Ο Τσίπρας θέλησε να μιμηθεί τον Ανδρέα ακόμη και στη φωνή. Πρέπει να έκανε πολλές πρόβες ακούγοντας κασέτες του Ανδρέα. Ο Τσίπρας, θέλοντας να γίνει η μετενσάρκωση του Ανδρέα, μετακόμισε ψυχή τε και σώματι σε εκείνη την εποχή. Ο Τσίπρας ζούσε στον κόσμο του. Όσο πλησίαζαν οι εκλογές και οι δημοσκοπήσεις τον άγχωναν, το πρόβλημά του φαινόταν όλο και πιο έντονα. Πίστευε ότι θα υποχρέωνε και τον Μητσοτάκη να δώσει τη μάχη στο γήπεδο της δεκαετίας του ’80, τότε που η Δεξιά δεν μπορούσε να σηκώσει κεφάλι. Όμως το θέατρο αυτό όχι μόνο δεν έπιασε, αλλά τελικά γύρισε μπούμερανγκ. Εάν η Αριστερά θέλει να έχει ένα ηθικό πλεονέκτημα θα πρέπει τουλάχιστον να σέβεται τον λαό, προτού κάνει οτιδήποτε για τον λαό. Τουλάχιστον να μην υποτιμά τη νοημοσύνη του.

Οι γενιές μας έχουν τεράστια ευθύνη απέναντι στην ιστορία, έχουν την ευθύνη να κτίσουν το νέο πολιτικό σύστημα της χώρας για τα επόμενα 20 χρόνια, που θα είναι τα πλέον κρίσιμα στην ιστορία του Ελληνισμού, διότι θα κρίνουν την ίδια την ύπαρξή του

Και όμως κινείται!

Πριν από τις εκλογές, εάν αναζητούσαμε κοινωνιολογικά κάποια συλλογικά ανακλαστικά της κοινωνίας μας, τα οποία θα υποδήλωναν τη διαμόρφωση μιας νέας τάσεως, αυτή θα ήταν μόνο η συχνότητα των κρουσμάτων βίας των νέων μας. Οι νέοι έχουν περίσσευμα ενεργητικότητας, την οποία πρέπει να εκτονώνουν με τον αθλητισμό και να την επενδύουν σε διάφορες δημιουργικές δραστηριότητες. Δυστυχώς οι νέοι μας δεν έχουν ενδιαφέροντα στον βαθμό που θα απαιτούσε και θα προσέφερε μία σύγχρονη κοινωνία.

Οι αιτίες του φαινομένου κατά την γνώμη μας είναι τρεις: α) Η ραγδαία υποβάθμιση της ποιότητας ζωής στην πατρίδα μας τα τελευταία 12 χρόνια λόγω της οικονομικής κρίσεως. β) Η διάλυση της κοινωνικής ζωής αλλά και της σχολικής ζωής στα τρία χρόνια των απαγορεύσεων λόγω της πανδημίας. Ο συνδυασμός των δύο αυτών αιτίων μετέτρεψε πολλές οικογένειες από φωλιές αγάπης σε εστίες εντάσεων και συγκρούσεων. γ) Στο τέλος του 20ού αιώνα επεκράτησε στην Ελλάδα ένα ιδεολογικό μίγμα ατομικισμού, χρηματιστηριακού πυρετού, εκσυγχρονισμού και προσδοκίας του ευρώ και της καλύψεως όλων των οικονομικών μας αναγκών από τα κοινοτικά ταμεία. Διαμορφώθηκε μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο παρελθόν, από όπου προέρχονται οι αξίες και οι παραδόσεις του πολιτισμού μας, και στο μέλλον, για το οποίο εγγυώντο οι τράπεζες και οι επενδυτικές ευκαιρίες, μικρές και μεγάλες. Η γενική εντύπωση ήταν ότι ο καθένας μπορεί να γίνει πλούσιος. Όταν ξέσπασε η κρίση του 2010 και τα όνειρα κατέρρευσαν, δεν υπήρχε πλέον κανένα δίκτυ να μας συγκρατήσει και βρεθήκαμε σε ένα αξιακό και ψυχολογικό κενό. Αυτό το κενό ήταν η πρώτη εμπειρία που εισέπνευσαν τα παιδιά μας.

Ο Τσίπρας νόμιζε ότι θα μπορούσε να προσελκύσει αυτή τη νεολαία με συνθήματα της δεκαετίας του ’80. Όμως οι περισσότεροι νέοι μας, μέχρι την ηλικία των 30, δεν έχουν θετικές προσλαμβάνουσες ιδεολογικές παραστάσεις. Απεναντίας, έχουν βιώσει τη γενική απαξίωση των γονέων τους για ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της χώρας μας. Ούτε ο Μιθριδάτης μπόρεσε να δημιουργήσει μια νέα γέφυρα. Δεν εξελέγη ούτε ο ίδιος.

Η κυρίαρχη ψυχική προδιάθεση στη συνείδηση των νέων μας είναι η οργή εναντίον του πολιτικού συστήματος από το 2010 μέχρι τα Τέμπη.

Τι συμβαίνει συνολικά με τον λαό μας; Η κυρίαρχη εντύπωση ήταν, ότι η ένταση του προεκλογικού αγώνα θα επιβεβαίωνε την παγίωση ενός νέου δικομματικού συστήματος διακυβερνήσεως, και ότι αυτή η κατάσταση θα σερνόταν στο προβλεπτό μέλλον. Παράλληλα όμως το σύστημα της απλής αναλογικής ενεργοποίησε κάποια κύτταρα του κοινωνικού μας σώματος, τα οποία πίστεψαν ότι τους δίνεται η ευκαιρία να μετουσιώσουν την οργή τους σε πολιτικές προτάσεις και να ρίξουν ρίζες στο φυτώριο του δημόσιου χώρου και στη συνείδηση του λαού μας.

Από κοινωνιολογικής απόψεως, μπορούμε να πούμε ότι δύο αυτές αιτίες διαπέρασαν σαν ηλεκτρικό ρεύμα το αδρανές σώμα του λαού μας: πρώτα η τραγωδία των Τεμπών και μετά η ευκαιρία της απλής αναλογικής. Τα δύο αυτά γεγονότα λειτούργησαν σαν ένα τεράστιο ωστικό κύμα που ταρακούνησε τον συλλογικό ψυχισμό μας. Ίσως το καθένα μόνο του να μην μπορούσε να το πετύχει.

Είχε ωριμάσει πλέον αρκετά η αίσθηση της ανάγκης για «αλλαγή». Η μόνη επιτυχία του Τσίπρα ήταν, ότι οι κομματικές κεραίες της Κουμουνδούρου συνέλαβαν αυτό το μήνυμα, μόνο που δεν τους βγήκε σε καλό, διότι το αίτημα της αλλαγής τέθηκε ως ένα επιθετικά αντιθετικό μέχρι και σχιζοφρενικό δίλημμα. Θα επικρατούσε ή το ένα σκέλος του διλήμματος ή το άλλο. Το ένα (Ν.Δ.) έλεγε: ναι στην αλλαγή αλλά ως επιτάχυνση προς τα εμπρός, για να σωθούμε όλοι από το κοινό κακό κρατικό παρελθόν μας. Και το άλλο (ΣΥΡΙΖΑ) έλεγε: η αλλαγή θα έλθει μόνο με την ανατροπή. Το πρόβλημα δεν είναι κοινό, το πρόβλημα είναι η διακυβέρνηση της Ν.Δ. Αυτήν πρέπει να αφήσουμε στο παρελθόν. Ο Ανδρέας έλεγε, να μπει η Δεξιά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Ακόμη και μετά τη συντριπτική του ήττα, ο Τσίπρας επαναλαμβάνει τα ίδια συνθήματα σαν παλαιός δίσκος γραμμοφώνου. Αυτό αποδεικνύει ότι είναι ένας κενός άνθρωπος, χωρίς όραμα. Το περιεχόμενό του είναι μόνο ο εγωκεντρισμός του, ο ετεροπροσδιορισμός και η προσωπική αντιπαράθεση.

Τελικά ο λαός μας έκανε κάτι το απίστευτο. Επέλεξε και τις δύο εκδοχές της αλλαγής: και την επιτάχυνση και την ανατροπή! Μόνο που η ανατροπή λειτούργησε ως ανελκυστήρας για τον Μητσοτάκη και ως καταβατήρας για τον Τσίπρα.

Γιατί αυτή η μεγάλη διαφορά; Το μέγεθος της διαφοράς οφείλεται στη σωρευμένη ενέργεια πολιτικής απαξιώσεως. Γιατί όμως αυτή η απαξίωση εκδηλώθηκε μονόπλευρα; Το θέμα δεν είναι τόσο, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έπεισε, αλλά ότι ο λαός μας θέλησε να τον τιμωρήσει παραδειγματικά.

Τα συμπεράσματα είναι δύο: α) ότι ο λαός δεν θέλησε να τιμωρήσει την ένοχη Δεξιά αλλά την κίβδηλη και μεταμφιεσμένη Αριστερά, και β) ότι ο λαός μας κάνει μία συγκεκριμένη πρόταση: η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού της πατρίδας μας θα πρέπει να αρχίσει από την Αριστερά. Γι’ αυτό πρέπει πρώτα να αδειάσει αυτός ο χώρος από τα αποτυχημένα πειράματα.

Στο θέμα αυτό ο λαός μας αντέδρασε με εντυπωσιακή σοφία. Ξέρει ότι η ανατροπή δεν μπορεί να γίνει συνολικά για το πολιτικό σύστημα, ούτε μπορεί να ξεκινήσει από τη Δεξιά. Υποκλίνομαι, ουδείς διανοούμενος ή πολιτικός αναλυτής θα μπορούσε να σκεφθεί κάτι τέτοιο.

Ο λαός μας μίλησε, η ευθύνη ανήκει στις πολιτικές δυνάμεις και τις προσωπικότητες κυρίως του αριστερού και του κεντρώου χώρου. Οι γενιές μας έχουν τεράστια ευθύνη απέναντι στην ιστορία, έχουν την ευθύνη να κτίσουν το νέο πολιτικό σύστημα της χώρας για τα επόμενα 20 χρόνια, που θα είναι τα πλέον κρίσιμα στην ιστορία του Ελληνισμού, διότι θα κρίνουν την ίδια την ύπαρξή του.

* Ο Ηλίας Φιλιππίδης είναι συγγραφέας, έχει διατελέσει πανεπιστημιακός κοινωνιολογίας και νομικός.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!