του Τάσου Βαρούνη
Γύρω από το «μεταναστευτικό» εκδιπλώνονται πολιτικές πολύ πιο πέρα από το δίπολο ρατσισμός/αντιρατσισμός. Πολιτικές γεωπολιτικής εμβέλειας, υποβάθμισης και διάλυσης κρατικών οντοτήτων, χειρισμού και κοροϊδίας απέναντι στους ανθρώπους που ξεριζώνονται από τους πολέμους, διαχειριστικές πολιτικές μετριασμού του προβλήματος, διαιρετικές πολιτικές, φασίζουσες και ρατσιστικές πολιτικές, κλεπτοκρατικές πολιτικές και ρεμούλες ολκής διαφόρων κλικών. Μπλέκονται υπερεθνικοί οργανισμοί, μεγάλες δυνάμεις, κράτη, ΜΚΟ, τοπικές και περιφερειακές αρχές, δυνάμεις καταστολής, αλληλέγγυοι, κινήματα.
Εδώ δε θα αναλύσουμε γενικές αλήθειες: Ο πόλεμος των ιμπεριαλιστών γεννά τις προσφυγικές ροές, οι ροές έχουν μετατραπεί σε γεωπολιτικό όπλο όπως και τα μειονοτικά ζητήματα. Οι «πολλοί» θέλουν να φύγουν προς την Δύση, βρίσκονται μαντρωμένοι στην χώρα μας με τις συμφωνίες που έχουν συναφθεί και πρέπει να δημιουργηθούν συνθήκες επιστροφής των προσφύγων στον τόπο τους. Δεν μπορούμε λοιπόν να ξεχάσουμε μια πιο γενική, «στρατηγική» ματιά: Ελεύθεροι λαοί σε ελεύθερες χώρες.
Όλοι ίσοι στην εξαθλίωση;
Η υπόθεση στο Ωραιόκαστρο χρωμάτισε την έναρξη της σχολικής χρονιάς, μιας και τα κενά και οι ελλείψεις στα σχολεία αποτελούν πια δεδομένο καθεστώς. Το θέμα είναι σοβαρό. Η συνύπαρξη ελλήνων και μεταναστών μαθητών, ο χαρακτήρας που αυτή προσδίδει στο εκπαιδευτικό σύστημα, οι νέες ανάγκες και τα νέα ζητήματα που δημιουργεί δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται με προχειρότητα και «λύσεις» ευκολίας. Πίσω από ένα «περιστατικό» που εύκολα μπορεί να κατακριθεί υπάρχει το ερώτημα: «Τι θα γίνουν αυτά τα παιδιά»; Ή πιο σωστά: «Τι θα γίνουν όλα τα παιδιά»; Η κυβέρνηση και ο υπουργός Παιδείας μοιάζουν να μην (κάνουν πως δεν) καταλαβαίνουν κι επιλέγουν μια απαράδεκτη στάση. Χωρίς να έχει προβλεφθεί τίποτα σοβαρό, χωρίς να υπάρχει ένας σχεδιασμός για ένα θέμα ευαίσθητο και καθόλου «τεχνικό», χωρίς επαρκή και έγκαιρη ενημέρωση των εμπλεκόμενων, η κυβέρνηση μένει στο να καταδικάζει τους συλλόγους γονέων. Εκτός αν θεωρηθεί σχεδιασμός το εξής: Σε κάποια σχολεία δίπλα στους καταυλισμούς, δηλαδή σε περιοχές έτσι κι αλλιώς υποβαθμισμένες, δημόσια, δηλαδή ήδη με αρκετά προβλήματα, δημιουργούνται τάξεις με μαθητές που ζουν σε απαράδεκτες συνθήκες υγιεινής. Η ανησυχία απέναντι σε αυτό τον σχεδιασμό είναι απολύτως δίκαιη και νόμιμη. Αυτό θα έπρεπε πρωτίστως να απασχολεί και όχι κάποιες «ακραίες αντιδράσεις». Γιατί αν αυτό δεν απασχολήσει είναι σίγουρο ότι οι αντιδράσεις θα οξυνθούν, θα αποκτούν ερείσματα και εκφραστές που θα κατευθύνουν τα πράγματα σε επικίνδυνους δρόμους.
Γιατί ποιο είναι ακριβώς το ερώτημα; Αν τα παιδιά-μετανάστες έχουν δικαίωμα στο σχολείο και τη βασική μόρφωση; Έχουν. Αν είναι καλύτερο το να συνυπάρχουν έστω και στο υπό διάλυση δημόσιο σχολείο από το να περιφέρονται μέσα στους καταυλισμούς; Είναι. Αν οι αρρώστιες δεν κολλάνε έτσι όπως ισχυρίζονται κάποιοι παπατζήδες στο Ωραιόκαστρο; Σωστό. Αν μέσα στις πόλεις τα παιδιά -ελληνάκια και προσφυγόπουλα- πρέπει να παίζουν αγαπημένα; Πρέπει. Αυτές οι απαντήσεις είναι μεν σημαντικές και θεμελιώδεις αλλά δεν επαρκούν για να ορίσουν μια πολιτική και μια στάση.
Η πρώτη απάντηση στο καθοδηγούμενο και προβοκατόρικο σλόγκαν «θα μας φέρουν αρρώστιες» μπορεί κάλλιστα να είναι «Ουστ» σε όσους το θέτουν. Η απάντηση όμως σε μια πιο λογική και πραγματική ανησυχία των ανθρώπων που «επηρεάζονται» -στον α’ ή β’ βαθμό, δικαίως ή υπερβολικά- από το μεταναστευτικό είναι η διεκδίκηση και η διασφάλιση ανθρώπινων συνθηκών υγιεινής και διαβίωσης για όλα τα παιδιά. Γιατί η κατάσταση στα «κέντρα φιλοξενίας» είναι δεδομένο ότι θα δημιουργεί διαρκώς αυξανόμενη αθλιότητα. Κανένα παιδί, ασχέτως καταγωγής, δε θα έπρεπε να μένει χωρίς βασικό εμβολιασμό. Παρομοίως, το στοίβαγμα παιδιών -με τα δικά τους χαρακτηριστικά- μέσα στο δημόσιο σχολείο που παραπαίει δεν μπορεί να είναι η μοναδική λύση. Τόσο χρήμα ρίχνει η ευαίσθητη Ε.Ε. γι’ αυτά τα θέματα, ας γίνουν ειδικά προγράμματα σε πειραματικά ή και ιδιωτικά σχολεία, ας εκπαιδευτούν καθηγητές με ιδιαίτερες γνώσεις και κουλτούρα, ας ανοίξει η παιδαγωγική έρευνα για το πώς θα βοηθηθεί η σχολική καθημερινότητα και μόρφωση. Για παράδειγμα θα υπάρχει κάποια ποσόστωση και αναλογία μέσα στις τάξεις ή «όπως να ‘ναι»; Αλλά και πιο συνολικά για τα ακανθώδη ζητήματα της «ένταξης» ή της «ενσωμάτωσης». Όχι όμως σαν να ζούμε στην Νορβηγία ή την Σουηδία. Το «μοντέλο» να είναι το Αιγάλεω, το Πέραμα, ο Άγιος Παντελεήμονας, το Ωραιόκαστρο. Ο μαθητής να είναι το αλάνι και ο γονιός ο άνεργος.
Ε όχι και ευαίσθητος ο Φίλης!
Το σύνθημα «μαζί τα φάγαμε» χλευάστηκε και καταγγέλθηκε επαρκώς –και σωστά- από όσους σήμερα κυβερνούν τη χώρα στο όνομα της αριστεράς. Το πολιτικό σύστημα θέλησε έτσι να διώξει την ενοχή του και να τη μοιραστεί με τον λαό «γενικώς». Ως δικομματισμός δεν τα κατάφερε και έφαγε μερικά δυνατά χαστούκια. Σήμερα, υπάρχει μια μετατόπιση, συμβατή με τα ήθη της νέας κυβέρνησης. «Μαζί βοηθάμε» τους πρόσφυγες. Σαν οι επιλογές της κυβέρνησης στο μεταναστευτικό να ταιριάζουν και να κουμπώνουν με την απλόχερη αλληλεγγύη που έδειξε ο ελληνικός λαός απέναντι στους –κάπως περισσότερο απ’ αυτόν- καταπιεσμένους και αδικημένους μετανάστες. Δεν έχει όμως καμιά σχέση ένα κράτος που κλέβει την κοινωνία για να τα δώσει «έξω» και «αλλού» από τους ανθρώπους που στερούνται για να τα μοιραστούν με έναν συνάνθρωπο, ασχέτως χρώματος, καταγωγής και θρησκείας. Δεν είναι το ίδιο πράγμα οι νέες μπίζνες που άνοιξαν με την αλληλεγγύη με τα ταπεράκια που αφήνουν οι γιαγιάδες σε πλατείες και κάδους. Για την ακρίβεια είναι «ενάντια».
Μα και η αποφασιστικότητα του Φίλη να εφαρμόσει τη νομιμότητα είναι ταυτόχρονα αστεία και επικίνδυνη. Αστεία, γιατί η μόνη νομιμότητα που δεσμεύει αυτή την κυβέρνηση είναι οι προσοχές που βαράει κάθε τόσο στους τροϊκανούς του Χίλτον. Και επικίνδυνη, γιατί τι θα κάνει δηλαδή; Τώρα νουθετεί τους κατοίκους, την επόμενη θα στέλνει τα ΜΑΤ σε όσους αντιδρούν; Κι «εμείς»; Θα λέμε μπράβο γιατί χτυπά το φασισμό; Αν θέλει να κάνει κάτι η κυβέρνηση, να «κόψει» τους μπάτσους που φυλάνε τον Φλαμπουράρη στα Εξάρχεια και να προσλάβει καθηγητές για τα προσφυγόπουλα. Να στελεχώσει με γιατρούς τους καταυλισμούς και να στείλει τις δημόσιες υπηρεσίες να ενημερώνουν εγκαίρως για τα ζητήματα που προκύπτουν. Λαϊκισμός ε;
«Καθίκια» και «αντιρατσισμός»
Προφανώς υπάρχουν φασίστες μέσα στην ελληνική κοινωνία. Και ρατσιστές και καθίκια. Και μπορεί να γίνουν και περισσότεροι. Και ακόμα προφανέστερα πολλές από τις ξενοφοβικές αντιδράσεις είναι καθοδηγούμενες και υποκινούμενες από ακροδεξιούς κύκλους. Η αποκάλυψη, η απομόνωση και το χτύπημα αυτών των σχεδιασμών είναι η μια πλευρά. Επειδή όμως θα ζήσουμε πολλά, είναι κρίσιμο ν’ ανακαλύπτουμε κάθε φορά και μια πρακτική στάση. Σε αντιπαράθεση με τον μισανθρωπισμό, τέτοια που να μπορεί να οικοδομήσει ευρύτερες συμπάθειες και στηριγμένη στις μπόλικες καλές πλευρές και φορτία της ελληνικής κοινωνίας. Γιατί δεν είναι μόνο τα πιο «τραβηγμένα» φαινόμενα το πρόβλημα. Η εξαχρείωση μπορεί να κερδίζει με πολλούς τρόπους και πιο υπόγεια. Δε γίνεται τη μία οι μετανάστες να είναι ανεπιθύμητοι «γιατί έχουν αρρώστιες» και την άλλη καλοδεχούμενοι γιατί τρέχουν προγράμματα και επιδοτήσεις. Ούτε μπορεί να κυριαρχήσει η λογική «ας φύγουν από το χωριό μου και ας πάνε στο διπλανό». Γιατί πέρα από το χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία αυτών των αντιδράσεων, δε βοηθούν και πουθενά.
Το ζήτημα είναι το πώς τέτοιες πρακτικές και αντιλήψεις δε θα βρίσκουν εύφορο έδαφος για ν’ αναπτυχθούν περαιτέρω. Κι εδώ, όσο λαθεμένη είναι μια λογική που θέλει να συνδέσει αναγκαστικά την εξαθλίωση με τον εκφασισμό άλλο τόσο προβληματικό είναι το να αδιαφορούμε για τις συνθήκες που τον ανατρέφουν και μάλιστα στη δεδομένη στιγμή και τόπο. Οι πολιτικές της κυβέρνησης θρέφουν τον φασισμό. Δεν μπορεί αυτό να ξεχνιέται και τα πυρά να στρέφονται κυρίως ενάντια σε κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας που ανησυχούν. Αν ο Φίλης είναι ένας συμπαθής υπουργός της αριστεράς που διέπεται από αντιρατσιστικά αισθήματα και ο τάδε παράγοντας του Ωραιοκάστρου ένας αισχρός φασίστας, τότε η ανάλυσή μας έχει πρόβλημα.
Πέρα από το δίπολο ρατσισμός-αντιρατσισμός
Στην πραγματικότητα, σε απόσταση ή με αδιαφορία για τις κεντρικές πολιτικές επιλογές είναι δύσκολο να αναζητηθούν λύσεις. Κι εδώ παίζεται ένα μεγάλο δούλεμα που η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ -λόγω κεντροαριστερής κοπής- το προωθεί «επιστημονικά». Ποιο; Η κατασκευή του δίπολου ρατσισμός/αντιρατσισμός και η προσέγγιση των ζητημάτων που προκύπτουν κυρίως με βάση αυτό. Στο πρώτο σκέλος, κάποιοι συντηρητικοί, καθυστερημένοι και ξενοφοβικοί και στο δεύτερο η ευαίσθητη κυβέρνηση και ο αλληλέγγυος ελληνικός λαός. Ε όχι δα. Μπορεί η κυβέρνηση να μην υιοθετεί έναν ξενοφοβικό ή ρατσιστικό λόγο αλλά υλοποιεί μια χαρά όλες αυτές τις κατάπτυστες συμφωνίες. Δεν υπάρχει το παραμικρό δείγμα ότι εδώ επιχειρείται και δοκιμάζεται κάτι διαφορετικό απ’ όσα θα έκανε ο Κούλης ή η Φώφη. Ίσως να μην έβγαζαν φωτογραφίες με σωσίβια. Σίγουρα πάντως κι αυτοί θα καπηλεύονταν την αλληλεγγύη του ελληνικού λαού, την ώρα που θα στοίβαζαν χιλιάδες ανθρώπους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Αλλά υπάρχει και κάτι πιο κομβικό που κρύβεται επιμελώς πίσω από το παραμύθι της «ευαισθησίας» απέναντι στους μετανάστες και με τη χρήση του παραπάνω δίπολου. (Ευαισθησία τύπου «κυρίες του Κολωνακίου», ΣΚΑΙ κλπ. την ώρα που προωθούνται πολιτικές διάλυσης της ζωής «γενικά»). Η χώρα δεν πρέπει να μετατραπεί σε ένα απέραντο hot spot, σε έναν χώρο εγκλωβισμού και στάθμευσης προσφυγικών ροών. Στην κατάσταση που βρίσκεται, δεν αντέχει τους 60.000 πρόσφυγες που έχει ήδη δεχτεί με τις επαίσχυντες συμφωνίες της κυβέρνησης Τσίπρα και τους χιλιάδες ακόμα που αναμένονται. Γιατί αυτές είναι οι πολιτικές που τροφοδοτούν ξενοφοβικές και ρατσιστικές πολιτικές. Γιατί αυτή είναι η γραμμή και η κατεύθυνση που υλοποιείται από τους ισχυρούς. Από τη μία διαλύουν κάποιες χώρες (βλ. Συρία) και από την άλλη επιβάλλουν σε άλλες (βλ. Ελλάδα) το «καλώς τους δεχτήκατε». Δίχως να αρνηθούμε, με το να θεωρήσουμε ως δεδομένο αυτόν τον κεντρικό, πρωταρχικό προσανατολισμό, θα εγκλωβιζόμαστε διαρκώς στο έδαφος μιας «διαχείρισης του προβλήματος», με την αμέριστη κατανόηση και συμπαράσταση των «κακών» κάθε τύπου. Αυτό είναι το πολιτικό ερώτημα κι εδώ τοποθετούμαστε ως πολίτες. Και το να παραμένουμε «άνθρωποι», «αλληλέγγυοι», «αξιοπρεπείς» πρέπει να αναζητηθεί και –αν όχι κυρίως- σε αυτή τη σφαίρα.