Φεύγει -ναι φεύγει!- η χώρα. Αποπλέει
Σιγά σιγά, τραβιέται σαν
κάτι το επίθετο και υπερωκεάνειο
-Μου βάζεις δύσκολα-
Παίρνει μαζί της πράγματα άγνωστα
Φόρτωνε αυτή από καιρό, αλλά και μείς δεν πέρναμε χαμπάρι
Φεύγει, χωρίς να πάρει κάτι κι΄από μάς
Και χωρίς τίποτα να μας αφήσει.
Μένει μονάχα λίγη γής να την πατούμε
και κάποια ακόμη αντικείμενα που δε χρειάστηκαν ποτέ
και δόστου εμείς, να τα διαφυλάμε αλύπητα
κάποιες λεξούλες μας παλιές κιτρινισμένες
και κάτι πεθαμένα μας -τεμάχια λιγοστά εις τον καθένα-
μνήμες, κρυμμένα εγκεφαλικά αποτιτανωμένα
Με ποιόν θα μείνουμε;
Ποιούς χάνουμε;
Μήπως ούτε τον κόπο για το ύστατο νυχτερινό ταξίδι εκείνο
δε χρειάζεται να κάνουμε!
Η χώρα φεύγει, εμείς εδώ
Κάτι σαν καπετάνιος, μας
κοιτάζει και αδιαφορεί
λίγα όμως μόνο, φτερά φωτός που ΄χουνε μείνει
δείχνουν να μεγαλώνουνε ν΄απλώνουν και μετά
να ρίχνουν πάνω μας για χρόνια
τον πανικό που μέσα κρύβονται
ρήματα , ιστορίες, θεωρήματα
και γίνονται έπη –
Τρέμουμε ’κεί μπροστά τους κι ορρωδούμε-
Ετσι τα Ε.Π.Η. αυτά
Γράφουν ξανά, την (Ορρω)δύσσεια και
την (Υπνη)λιάδα
(Επιτελικές Πολιτικές Ιδιωτείας και Υποδούλωσης)
Εκεί μέσα, σε σύννεφα ατέλειωτου ροχαλητού
θα μας νανουρίζουν
Νίκως Γ.