Η ξεκάθαρη και γρήγορη επικράτηση του τραμπικού στρατοπέδου στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ προκάλεσε πολλαπλά σοκ. Μία από τις αιτίες είναι ότι οι μιντιακοί γίγαντες που διαμορφώνουν κλίμα στην αμερικανική και γενικότερα δυτική κοινή γνώμη είχαν δημιουργήσει μια πραγματικότητα παραστάσεων, πως δήθεν η… δυναμική και πρόσχαρη Καμάλα Χάρις κοντράρει στα ίσα τον μοχθηρό Ντόναλντ Τραμπ, και μάλιστα μάλλον θα τον νικήσει. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και τα πρώτα exit polls έδιναν νικήτρια την Χάρις στη λαϊκή ψήφο, και δη με διαφορές της τάξης του 4%, και έδειχναν ότι τάχα «όλα παίζονται» στις λεγόμενες κρίσιμες-αμφίρροπες πολιτείες, οι οποίες με τους εκλέκτορές τους διαμορφώνουν την πλειοψηφία στο εκλεκτορικό σώμα – που αυτό (και όχι υποχρεωτικά η λαϊκή ψήφος) αναδεικνύει τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Από τέτοιους γελωτοποιούς είχαμε περίσσεια και στην Ελλάδα, κι όχι μόνο στα ΜΜΕ: περιλαμβάνεται η πλειοψηφία του εγχώριου πολιτικού κόσμου, που τώρα τρέχει ιδρωμένος να «επανευθυγραμμιστεί» και να διαβεβαιώσει ότι η χώρα μας είναι δεδομένη, όποιος και να βρίσκεται στο τιμόνι των ΗΠΑ!

Εν πάση περιπτώσει, επιστρέφοντας στην… πραγματική πραγματικότητα, είναι αναγκαίο και χρήσιμο να επικεντρώσουμε καταρχήν σε δύο βασικά ζητήματα. Διότι θα υπάρξει χρόνος να επισημανθούν πολλές ακόμη σημαντικές πλευρές, αφού τώρα ακολουθεί ένα «μεταβατικό δίμηνο». Στη διάρκεια αυτού του διμήνου τα κλειδιά του Λευκού Οίκου –και μαζί με αυτά, ας μην το ξεχνάμε, και το «βαλιτσάκι» που μπορεί να εξαπολύσει πυρηνικό όλεθρο– εξακολουθεί να τα κρατά ο γέρων Μπάιντεν (ή, ορθότερα, οι δυνάμεις που στέκονται πίσω του και τον κρατούν με το ζόρι όρθιο). Τι θα γίνει σε αυτό το διάστημα, τόσο εντός όσο και εκτός των ΗΠΑ, δεν έχει ακόμη διαφανεί. Κάποιες ενδείξεις θα δοθούν σύντομα βέβαια από τις δηλώσεις και επιλογές του νέου τραμπικού μηχανισμού για τις επιδιωκόμενες πολιτικές, την υπό σχηματισμό νέα κυβέρνηση κ.λπ. (Ας μην ξεχνάμε πως μεγάλο μέρος του παλιού ρεπουμπλικανικού κατεστημένου, π.χ. ο Τσέινι, είχε περάσει ανοιχτά με το μέρος της Καμάλα. Οπότε ο Τραμπ και οι νέοι γερουσιαστές και βουλευτές που βοήθησε να εκλεγούν τώρα έχουν πλέον πολύ μεγαλύτερο έλεγχο επί του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος).

Πρώτο ζήτημα λοιπόν: Πού οφείλεται η τάχα απρόσμενη αλλά οπωσδήποτε ταπεινωτική και αδιαμφισβήτητη ήττα των Δημοκρατικών; Και το συναφές ερώτημα: Τι θα αλλάξει η επιστροφή του Τραμπ στην προεδρία; Πώς θα επηρεάσει τις εξελίξεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ, αλλά κυρίως τη χαοτική και συγκρουσιακή διεθνή κατάσταση; Δεύτερο ζήτημα: Υπάρχει λόγος οι προοδευτικοί άνθρωποι όπου γης –και ιδίως σε χώρες σαν τη δική μας– να θρηνούν για την ήττα της Καμάλα, άρα και όσων προωθεί και πράττει το στρατόπεδό της; Ή, από την άλλη, να επιχαίρουν κάποιοι για τη νίκη Τραμπ, φτάνοντας ορισμένοι εξ αυτών να θεωρούν ότι, πέρα από το ότι είναι «δίκαιη τιμωρία», θα εκτονώσει και τις πολεμικές και άλλες κλιμακώσεις; Εν τέλει, τι στάση πρέπει να κρατάμε απέναντι στη βαθιά ενδόρρηξη εντός της βορειοαμερικανικής ελίτ; Αυτό είναι το δεύτερο βασικό ζήτημα, με το οποίο καταπιανόμαστε στο διπλανό ξεχωριστό κείμενο.

Γιατί νίκησε ο Τραμπ

Ο Μπέρνι Σάντερς, που προεκλογικά είχε ακολουθήσει τον διατεταγμένο ενθουσιασμό υπέρ της Καμάλα Χάρις, τώρα ξαναβρήκε τη μιλιά του. Είπε λοιπόν την Τετάρτη: «Δεν θα έπρεπε να αποτελεί μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι ένα Δημοκρατικό Κόμμα που έχει εγκαταλείψει τους ανθρώπους της εργατικής τάξης τώρα διαπιστώνει ότι και η εργατική τάξη με τη σειρά της το εγκαταλείπει. Ενώ η ηγεσία των Δημοκρατικών υπερασπίζεται το στάτους κβο, ο αμερικανικός λαός είναι θυμωμένος και θέλει αλλαγή. Και έχει δίκιο». Τα ερωτήματα που διατυπώνει στη συνέχεια της πρώτης μετεκλογικής δήλωσής του ο γερουσιαστής από το Βερμόντ εμβαθύνουν στις αιτίες της ήττας, αλλά υπογραμμίζουν και τις ψευδαισθήσεις που ηθελημένα διατηρεί, ότι το Δημοκρατικό Κόμμα θα μπορούσε να έχει διαφορετική γραμμή: «Θα πάρουν τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και οι καλοπληρωμένοι σύμβουλοι που ελέγχουν το Δημοκρατικό Κόμμα κανένα πραγματικό μάθημα από αυτή την καταστροφική εκστρατεία; Θα κατανοήσουν τον πόνο και την πολιτική αποξένωση που βιώνουν δεκάδες εκατομμύρια Αμερικανοί; Έχουν καμιά ιδέα για το πώς μπορούμε να τα βάλουμε με την ολοένα και πιο ισχυρή Ολιγαρχία, η οποία έχει τόση οικονομική δύναμη;».

Φυσικά οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα είναι: όχι, όχι και όχι – αλλά αυτό δεν θέλει να το καταλάβει ο κάθε Σάντερς. Και σε τελική ανάλυση, μικρή σημασία έχει αν δεν θέλει ή δεν μπορεί να το καταλάβει. Αντίθετα, έχει σημασία να κατανοηθεί ο βασικός λόγος της νίκης του ακροδεξιού Τραμπ: αυτός και ο κύκλος του άσκησαν πολιτική πάνω στα προβλήματα που ταλανίζουν τους πολλούς, κι όχι πάνω σε δευτερεύουσες αντιπαραθέσεις, υπαρκτές ή φανταστικές. Δημιούργησαν ένα πολιτικό ρεύμα που εξέφρασε τον θυμό ευρύτατων λαϊκών στρωμάτων για την πολλαπλή αβεβαιότητα και ανασφάλεια μέσα στην οποία ζουν, στα οποία είπαν: I ’ll fix it («Θα το φτιάξω»: η απάντηση του Τραμπ σε κάθε ερώτημα που δεχόταν. Πόλεμος; I ’ll fix it. Προβλήματα των γυναικών; I ’ll fix it. Ακρίβεια; I ’ll fix it. Και ούτω καθεξής). Έτσι εξηγείται το πώς ο Τραμπ διείσδυσε όσο κανείς άλλος Ρεπουμπλικανός υποψήφιος σε ακροατήρια που παραδοσιακά «άκουγαν» μόνο ή κυρίως τους Δημοκρατικούς. Χοντρικά διπλασίασε κατά μέσο όρο τις ψήφους του σε μαύρους, λατίνους, άραβες κ.ά., μείωσε τα ποσοστά της Χάρις στον γυναικείο πληθυσμό παρά την ανάδειξη του θέματος των αμβλώσεων, «εισέβαλε» ακόμη και στην LGBT κοινότητα. Η Χάρις πλήρωσε την άρνησή της να δεσμευτεί με τρόπο ικανοποιητικό και σαφή σε κεντρικά ζητήματα: την οικονομία (με προεξάρχοντα προβλήματα τα χαμηλά μεροκάματα, τις επισφαλείς θέσεις εργασίας, τα φοιτητικά δάνεια και την ακρίβεια), την προστασία της οικογένειας, τον πόλεμο κ.ο.κ.

Ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε τη λαϊκή ψήφο με διαφορά σχεδόν 5 εκατομμυρίων ψήφων από την Καμάλα Χάρις. Διασφάλισε την πλειοψηφία στο εκλεκτορικό σώμα, που θα τον ανακηρύξει πρόεδρο των ΗΠΑ, και στη Γερουσία. Άγνωστο είναι ακόμη το τελικό αποτέλεσμα στη Βουλή των Αντιπροσώπων (οι αριθμοί σε γκρι φόντο είναι εκλέκτορες και έδρες που δεν έχουν ακόμη κατανεμηθεί, σε αναμονή πλήρων αποτελεσμάτων από ορισμένες πολιτείες – κατάσταση στις 7/11). Σε περίπτωση που οι Ρεπουμπλικανοί κερδίσουν την πλειοψηφία και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, μειώνονται δραματικά οι δυνατότητες άσκησης «θεσμικού» ελέγχου στον πρόεδρο, τουλάχιστον μέχρι τις λεγόμενες ενδιάμεσες εκλογές. που θα πραγματοποιηθούν το 2026. Οι Τραμπ και Χάρις συγκέντρωσαν μαζί το 98,5% των έγκυρων ψήφων σε μια αναμέτρηση που χαρακτηρίστηκε από μεγάλη συμμετοχή, πιθανόν μεγαλύτερη και από την προηγούμενη, η οποία είχε φτάσει το πρωτοφανές για τα δεδομένα των ΗΠΑ ποσοστό του 66,6%. Το υπόλοιπο 1,5% των έγκυρων ψήφων –δηλαδή περίπου 2,2 εκατομμύρια– πήγε στους λεγόμενους «τρίτους υποψήφιους», και κυρίως στην αντιπολεμική υποψήφια των Πράσινων, Τζιλ Στάιν, και στον Τσέις Όλιβερ, υποψήφιο του Ελευθεριακού Κόμματος, που απέσπασαν το δικαίωμα να έχουν ψηφοδέλτια σε 38 και 47 πολιτείες αντίστοιχα (μια σειρά θεσμικά και οικονομικά προσκόμματα εξακολουθούν να εμποδίζουν τη συμμετοχή τρίτων υποψηφίων στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ).

Πώς διαμορφώθηκε η λαϊκή ψήφος

Όλοι αυτοί οι προσωρινοί έστω νέοι ψηφοφόροι του Τραμπ δεν είναι ακροδεξιοί, είναι απηυδισμένοι με τη «διαχείριση» των Δημοκρατικών. Και διαλέγουν με βάση το επίπεδο συνείδησης που έχει καλλιεργηθεί διαχρονικά από τη βορειοαμερικανική ελίτ, και με βάση τις ασφυκτικές «ρεαλιστικές» επιλογές. Έτσι, πέρα από την απόσπαση μιας καθαρής πλειοψηφίας στο σώμα των εκλεκτόρων, αυτή τη φορά ο Τραμπ κέρδισε τη Χάρις με διαφορά σχεδόν 5 εκατομμυρίων ψήφων – ενώ το 2016 είχε μεν αποσπάσει την πλειοψηφία των εκλεκτόρων, αλλά η τότε αντίπαλός του, η Χίλαρι Κλίντον, είχε λάβει 3 εκατομμύρια ψήφους παραπάνω (το εκτρωματικό εκλογικό σύστημα των ΗΠΑ είναι ένα θέμα από μόνο του, αλλά έχει αναλυθεί και σε παλιότερη αρθρογραφία). Με άλλα λόγια, η ψήφος των περισσότερων Αμερικανών καθορίστηκε βασικά από την κατάσταση που βιώνουν, κυρίως το γεγονός ότι στην οικονομία «οι αριθμοί ευημερούν αλλά οι άνθρωποι δυστυχούν», κι από τον φόβο ότι η ζωή τους θα χειροτερέψει κι άλλο.

Η αδιαφορία των έως τώρα κυβερνώντων για τα πραγματικά προβλήματα των πολλών έβγαζε μάτι. Και δεν μπορεί να κρυφτεί με κορώνες για αυτήν ή την άλλη «ταυτότητα», ούτε με την παρέλαση των μεγαλύτερων αστέρων της σόουμπιζ στο πλάι της Καμάλα. Η οποία, εξάλλου, πέρα από το ότι ήταν εξαφανισμένη ως αντιπρόεδρος ώσπου «σβερκώθηκε» χωρίς εκλογές στη βάση των Δημοκρατικών όταν τελευταία στιγμή το βαθύ κράτος αποφάνθηκε ότι ο Μπάιντεν «δεν τραβάει» (ο Μπάιντεν δεν τους το χάρισε, λέγοντας χαιρέκακα την Τετάρτη ότι αν ήταν αυτός υποψήφιος θα κέρδιζε!), στην προεκλογική της καμπάνια άφησε στην άκρη κάθε φιλολαϊκή υπόσχεση του «παραδοσιακού» προγράμματος των Δημοκρατικών. Διότι οι δυνάμεις που τη στηρίζουν, οσφραινόμενες τι έρχεται, νόμισαν ότι θα κοροϊδέψουν τους εκλογείς βάζοντας την Καμάλα να χαριεντίζεται με τον εγκληματία πολέμου Τσέινι και να κοπιάρει τις θέσεις του Τραμπ για τη μετανάστευση. Αυτά βέβαια αποσιωπούνται από όσους θρηνούν.

Και τώρα τι;

Το άμεσο μέλλον είναι ακόμη θολό. Στις πρώτες μετεκλογικές δηλώσεις, ο Τραμπ και οι στενοί συνεργάτες του διαβεβαιώνουν ότι θα τηρήσουν τις «βασικές προεκλογικές δεσμεύσεις». Πόσα από αυτά θα μπορέσουν –και θα θελήσουν– να υλοποιήσουν, είναι ασαφές. Αν δηλαδή η αλλαγή στο εσωτερικό των ΗΠΑ θα περιοριστεί π.χ. στη συνέχιση της ανέγερσης του τείχους στα σύνορα με το Μεξικό (το οποίο τείχος, ας υπενθυμίσουμε, κάθε άλλο παρά ιδέα του Τραμπ είναι: ξεκίνησε επί Κλίντον και συνεχίστηκε από όλους τους επόμενους προέδρους), και στο εξωτερικό θα εκφραστεί με μία κάποια «διευθέτηση» του ουκρανικού και με κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με το Πεκίνο. Υπάρχει δηλαδή πλούσιο πεδίο για να ξεδιπλωθούν οι αντιφάσεις και τα όρια «στρατηγικών» επιλογών της δύουσας υπερδύναμης, βαθαίνοντας περαιτέρω την ενδόρρηξη στην ελίτ της. Και βέβαια διευρύνοντας και το χάσμα στην κοινωνία της – ή ορθότερα τις κοινωνίες της.

Στην Ευρώπη πάντως τα πρώτα απόνερα της νίκης του τραμπισμού γίνονται ήδη αισθητά: βλέπουμε το λαχανιασμένο καρδιοχτύπι των χρηματιστηρίων, την ανησυχία των ελίτ που προσπαθούν να προσαρμοστούν απότομα στη νέα πραγματικότητα, και την πολιτική αστάθεια που βαθαίνει καθώς εντείνεται η αβεβαιότητα. Δεν είναι άλλωστε μια απλή χρονική σύμπτωση με την αμερικανική κάλπη το άδοξο τέλος της τρικομματικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης στη Γερμανία. Η αγωνία που ξεπηδά από τις πρώτες αντιδράσεις των πιο εμβληματικών εκπροσώπων του «ευρωπαϊσμού» (που στην πραγματικότητα αυτοκτόνησε εδώ και καιρό, μετατρεπόμενος πειθήνια σε ευρωατλαντισμό), για παράδειγμα του Μακρόν και του Σολτς, είναι γνήσια. Τι θα κάνει αυτή η «Ευρώπη»; Θα φουλάρει τη στρατιωτικοποίησή της και θα συνεχίσει μόνη της τον πόλεμο κατά της Ρωσίας, ελπίζοντας να αντέξει μέχρι να… επιστρέψουν οι Καλοί στη διακυβέρνηση των ΗΠΑ; Δεν μοιάζει με πολύ ρεαλιστικό σχέδιο, μεταξύ άλλων και επειδή οι υπήκοοι της ευρωκρατίας χάνουν κι αυτοί την υπομονή τους. Αλλά δεν επιτρέπεται να προταθεί και κάποιο άλλο!

Η στάση μας

Η αμφίρροπη μάχη τελικά δεν ήταν διόλου αμφίρροπη, δείχνοντας την απόσταση μεταξύ πραγματικότητας και προπαγάνδας κατασκευασμένης από think tank, ΜΜΕ κ.λπ. Ειδικά στην Ελλάδα όλο αυτό το σύστημα βάλθηκε να αποδειχθεί βασιλικότερο του βασιλέως, «ενημερώνοντας» καθημερινά για την καμπάνια της καλής Καμάλα και τις ελπίδες που αυτή φέρνει, και «ενημερώνοντας» επίσης για το πόσο επικίνδυνος, έως και ναζί, είναι ο Τραμπ. Είναι άλλωστε μια γραμμή που συμβάδιζε με την παραδοσιακή συμπάθεια (και τους ιδιαίτερους δεσμούς) της ελληνικής πολιτικής τάξης, σε όλο σχεδόν το φάσμα της, προς το Δημοκρατικό Κόμμα. Τέλος πάντων, άνθρακες αποδείχθηκε ο θησαυρός, και τώρα βομβαρδιζόμαστε από τις πιρουέτες των «εθνικών αναλυτών» και «πολιτικών ηγετών» που τρέμουν την Πρεσβεία και σπεύδουν να παράσχουν διαβεβαιώσεις ότι ούτως ή άλλως είμαστε με τις ΗΠΑ, τελεία.

Κι εδώ ακριβώς είναι το πρόβλημα: στο «είμαστε με τις ΗΠΑ», όχι στον Τραμπ. Οι προοδευτικοί άνθρωποι και οι λαοί που υποφέρουν και ματώνουν από τη γενοκτονική και ληστρική πολιτική του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, της πιο αντιδραστικής, επιθετικής και φιλοπόλεμης δύναμης στον πλανήτη Γη, δεν έχουν κανένα λόγο να στενοχωριούνται ή να χαίρονται για τη νίκη αυτής ή της άλλης της πτέρυγας της βορειοαμερικανικής ελίτ. Πόσο μάλλον που και οι δύο έχουν στόχο –με διαφορετικά μέσα είναι αλήθεια, αλλά αμφότερες χωρίς κανένα όριο στο τι εγκλήματα είναι έτοιμες να διαπράξουν– να ανακόψουν την πτωτική πορεία των ΗΠΑ και να διατηρήσουν την επικυριαρχία τους στο μεγαλύτερο μέρος της υφηλίου. Κανένας θρήνος λοιπόν για την ήττα του κόμματος του πολέμου, της γενοκτονίας, της παγκοσμιοποίησης και των «δικαιωμάτων» των ολίγων σε βάρος της ίδιας της ύπαρξης των κοινωνιών, των λαών, των χωρών και των εθνών. Και ταυτόχρονα, καμία ικανοποίηση για το γεγονός ότι ένας ακροδεξιός μπίζνεσμαν κατάφερε να μετατρέψει σε νικηφόρο πολιτικό ρεύμα τη δίκαιη οργή των πολλών, εκμεταλλευόμενος την υποταγή όλων των υπόλοιπων στις «αξίες» της Γουόλ Στριτ.

Δεν μας αφορά λοιπόν το πώς η βορειοαμερικανική ελίτ επιχειρεί να επιλύσει την κρίση της και την ενδόρρηξη που την ταλανίζει, με την έννοια ότι δεν «επενδύουμε» σε αυτό ή το άλλο σχέδιο αναδιοργάνωσης του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Αντίθετα, μας αφορά το πώς θα κατοχυρωθεί ως κεντρικό ζήτημα προσανατολισμού λαών, κινημάτων και ανθρώπων ο αγώνας εναντίον του ιμπεριαλισμού, και δη του πιο επικίνδυνου: των ΗΠΑ. Χρειάζεται δηλαδή να παλέψουμε για να κατοχυρώσουμε τη δυνατότητά μας να σκεφτόμαστε και να δρούμε αυτόνομα, αποκρούοντας ψευδή διλήμματα που επιχειρούν να κρύψουν τις πραγματικές αντιθέσεις, τα πραγματικά προβλήματα. Ούτε με αυτούς που ήδη κολυμπούν στο αίμα των σφαγμένων και στον κλεμμένο πλούτο, ούτε με εκείνους που σχεδιάζουν να κάνουν ένα βήμα πίσω για να επιπέσουν με μεγαλύτερη φόρα επί της ανθρωπότητας.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!