Του Τάσου Βαρούνη
Την προηγούμενη Τετάρτη, η ραδιοφωνική Ελληνοφρένεια το τερμάτισε. Για τις ανάγκες της θεματικής ενότητας «ξεφτιλισμός Κατρούγκαλου» (πετυχημένης κατά τα άλλα) έκανε μια σύντομη αναδρομή στο Kίνημα των Αγανακτισμένων του 2011. Σε ηχητικό αρχείο από μια σημαντική εκδήλωση για τη δανειακή σύμβαση που είχε διοργανώσει τότε η «συνέλευση της Πλατείας», ακούγεται ο νυν υπουργός να καταφέρεται ενάντια στην ιδέα ότι τα «μνημόνια είναι μονόδρομος». Αυτό το απόσπασμα γίνεται η αφορμή για να ξεδιπλωθεί το σκεπτικό της εκπομπής: η κωλοτούμπα, η ασυνέπεια αλλά και η αξιοποίηση καταστάσεων για να εισέλθουν κάποιοι στην κεντρική πολιτική σκηνή. Στην ίδια, άλλωστε, εκδήλωση μιλούσαν και οι Τσακαλώτος και Βαρουφάκης. Μέχρι εδώ καλά. Κάποιοι δημοσιογράφοι περιπαίζουν την πασιφανή «ασυνέπεια λόγων και έργων» και το «άλλα λέγατε τότε» που διακρίνει -σύσσωμο πια- τον πολιτικό κόσμο της χώρας. Σιγά τα λάχανα.
Το πρόβλημα ξεκινά όταν στο στόχαστρο μπαίνει το ίδιο το Kίνημα των Πλατειών. Σε ελεύθερη απόδοση: «Εντάξει, στην “πάνω πλατεία” ήταν οι Χρυσαυγίτες. Αλλά και στην “κάτω πλατεία” μη φανταστείτε σπουδαία πράγματα. Κάτι τύποι σαν τον Κατρούγκαλο έκαναν παρέλαση». Και δώσ’ του ειρωνείες για «ιδεολογικές ζυμώσεις» και για τις «φλόγες του κινήματος». Μια εξοργιστική διαστρέβλωση και υποτίμηση για το Kίνημα των Αγανακτισμένων που συμπληρώνει πια -από τάχα πολύ αριστερή ματιά- τη συστημική καταγραφή: Οι Πλατείες χαρακτηρίστηκαν από ή και δυνάμωσαν την Aκροδεξιά. Αλλά όχι μόνο. Ήταν και το έδαφος -με το απολιτίκ ή ανεπαρκές τους πρόσημο- για να ανθίσει το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ που… είδαμε που κατέληξε. Και όλο αυτό το μαργαριτάρι να αποτελεί άποψη που να ενώνει, σε διάφορες δοσολογίες ή μερικώς, δεξιές, αριστερές, συντηρητικές, ριζοσπαστικές αφετηρίες σκέψης. Από τον προοδευτικό πανεπιστημιακό μέχρι τον Τράγκα και από τον Τσίπρα μέχρι την Παπαρήγα και τον Σκάι.
Γιατί στην Ελληνική Μεταδημοκρατία του 2016 όλα επιτρέπονται. Οι «εκπρόσωποι» έχουν απεριόριστη δυνατότητα να ομιλούν. Οι «δημοσιολογούντες» ομοίως. Who cares; Ο μόνος που πρέπει να είναι πιο προσεχτικός -κι εδώ η νουθεσία, το γλείψιμο ή το μαστίγιο- είναι ο «κόσμος» όταν ως «λαός» αποφασίζει να υπάρξει -στην πραγματικότητα να κατασκευάσει- το δημόσιο χώρο. Γιατί μέσα από ραδιοφωνικές συχνότητες που προσφέρονται απλόχερα μπορεί κανείς να χλευάσει όποιον επιθυμεί, τον πρωθυπουργό ή τον πατριάρχη. Μέσα από ζεστά βουλευτικά έδρανα μπορεί κανείς να ξιφουλκεί ενάντια στον καπιταλισμό ή να κάνει μαθήματα μαρξισμού. Μέσα από εικονικούς αγώνες με καδρόνια και κατακόκκινες σημαίες μπορεί να αναπαράγονται κομματικοί μηχανισμοί. Ακόμα και με τη δέουσα απόσταση που χωρίζει τους διανοούμενους από την πλέμπα μπορεί να κατασκευάζονται θεωρίες και μαζί καριέρες. Μα ο ανώνυμος οφείλει να σεβαστεί το «πλαίσιο». Στη «φιλελεύθερη» όχθη του βρίσκεται το «πες ό,τι θες αλλά κάτσε φρόνιμα». Και στην «ανατρεπτική» του το «μην τυχόν και ξεμυτίσεις με λάθος πλατφόρμα».
Μα όλη αυτή η «ανάλυση» για μια ατάκα του Καλαμούκη; Ποιος νοιάζεται για τον Καλαμούκη; Ένας φιλοΚΚΕ δημοσιογράφος είναι που κάνει κι αυτός -με ταλέντο και ευφυΐα- τη δουλειά του. Αν περνούσε και λίγες φορές από το Σύνταγμα πιθανόν να την έκανε και κάπως πιο τίμια. Για εμάς τους «υπόλοιπους» μιλάω. Για όσους ζούμε -θέλοντας και μη- το κόστος.