Γράφει η Τερψιχόρη Δέλτα
«Γιατί τα όνειρα καλοκαιρινής νύχτας να μη βγαίνουν ποτέ αληθινά;», σκεφτόταν κοιτώντας την Αθήνα από ψηλά. «Πώς θεωρούμε πως ένα όνειρο σαν κι αυτά είναι ανυπόστατο; Λες και πραγματοποιήθηκαν τα χειμερινά…».
Ίσως, γιατί το καλοκαίρι οι άνθρωποι της πόλης, είναι εκτός φόρμας. Βλέπουν ανούσια όνειρα μετά την άνοιξη, έτσι κι αλλιώς… Κάποιοι περιμένουν στην καυτή Πατησίων το λεωφορείο για τη δουλειά, ενώ το μοντέλο με το μαγιό στη διαφήμιση της στάσης πίνει το αναψυκτικό του σε εξωτική παραλία. Ονειρεύονται παραλίες. Οι άστεγοι, ντυμένοι βαριά, ακόμα στα χαρτόκουτα, και πια υποφέρουν απ’ τη ζέστη. Ονειρεύονται ένα διαμέρισμα. Σχολιαρόπαιδα στο τραμ για τα νότια προάστια, μετά από κοπάνα, φωνάζοντας χαζά. Τα βράδια, οι νέοι βγαίνουν και υποκρίνονται πως περνούν καλά. Επινοούν ερωτικά ειδύλλια και δυνατά γέλια. Δυνατές και μονότονες και οι μουσικές του αιώνα μας, που συνθέτουν το τοπίο, το οποίο τελειοποιείται από έντονες μυρωδιές γυναικείου αρώματος και αντικουνουπικού σπρέι.
Όλοι ξεχνούν τους στόχους τους τα καλοκαίρια. Οι φοιτητές ακούν ξαφνικά κάποιο κοριτσίστικο χαχανητό και αφήνουν την εξεταστική στην τύχη της. Οι μεσοαστοί παραπονιούνται που δεν είναι στο νησί και ξεχνούν πόσο σημαντικό θεωρούν το επάγγελμα κάποιου, για κάποιο συμπέρασμα ως προς το ποιόν του ως ανθρώπου. Οι αστυνομικοί, παραζαλισμένοι απ’ τις θερμοκρασίες, αραχτοί με καφέδες σε κάθε γωνία, πέφτουν σε… καταστολή. Οι «επαναστάτες» μας, ξεκουράζονται στην πλατεία πιο πάνω, με δροσερές μπύρες και φτηνά χασίσια. Αριστεροί, αναρχικοί, ξεχνούν κι εκείνοι τους οικονομικούς κρατούμενους, τους πολιτικούς κρατούμενους, την επόμενη διαδήλωση, τις ενδοκινηματικές κόντρες και φεύγουν για κάμπινγκ στις Ικαρίες και στις Σαμοθράκες…
Καθισμένος σε ένα απόμερο σημείο του Λυκαβηττού, κοιτούσε την πόλη από ψηλά και φανταζόταν τις εικόνες αυτές. Παρακαλούσε το Θεό και το Διάολο να αποκοιμηθεί και να φανταστεί όλους αυτούς εκεί κάτω να θυμούνται, να αρχίσουν να ξυπνάνε και να καταλάβουν την αγριότητα της πόλης, που είναι ακόμη εκεί, παρά τον ήλιο που λάμπει τόσο χυδαία πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Την πραγματική φύση της Αθήνας, που είναι πάντα γκρι, σκοτεινή και βίαιη. Μια εμπόλεμη ζώνη, μέσα στην οποία τα αντίπαλα φανταράκια κάθονται αμέριμνα στον ήλιο και παίζουν τάβλι μεταξύ τους, ας πούμε, με δικαιολογία ότι τους νάρκωσε ο καύσωνας και εισέπνευσαν και το φιδάκι για τα κουνούπια…
Υπάρχουν κάποιοι που απλά δεν μπορούν να ξεχάσουν, γιατί δεν θαμπώνονται από χαμογελαστά πρόσωπα, γυναικεία κόκκινα φορέματα, κρύες μπύρες και ποπ μουσικές. Οι «μοναχοί» στα κελιά ή και έξω από αυτά συνεχίζουν. Δεν μπορούν να έχουν την πολυτέλεια για όνειρα θερινής νυκτός, μόνο για σχέδια και πλάνα και σχεδιαγράμματα… και πάλι απ’ την αρχή. Δεν τους ξεγελά η άνοιξη και δεν συνηθίζουν ν’ αφήνουν μόνη την Αθήνα στους… άλλους.