Χωρίς καθυστερήσεις και σε κλίμα ομοφωνίας οι ηγέτες των χωρών της Ε.Ε. καταδίκασαν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Την ίδια στιγμή, είχαν τον νου τους στραμμένο στο ύψος του λογαριασμού που θα κληθούν να πληρώσουν και οι ίδιοι με τις αποφάσεις τους.
Σε πλήρη εναρμόνιση με τους λοιπούς εταίρους των ΗΠΑ, δεν λυπήθηκαν τα λόγια όσον αφορά την «προσήλωσή» τους στις αρχές του διεθνούς δικαίου, της ειρήνης και της διαφύλαξης των συνόρων: «Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πιστεύει ακράδαντα ότι η χρήση βίας και εξαναγκασμού για την αλλαγή συνόρων δεν έχει θέση στον 21ο αιώνα. Οι εντάσεις και οι συγκρούσεις θα πρέπει να επιλύονται αποκλειστικά μέσω του διαλόγου και της διπλωματίας. Η Ε.Ε. θα συνεχίσει να συνεργάζεται στενά με τους γείτονες, τους εταίρους και τους συμμάχους, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, του G7, των Ηνωμένων Εθνών και του ΟΑΣΕ», σημειώνεται στο κείμενο των συμπερασμάτων. Έτσι ώστε να μην ξεχνιέται η αντίστοιχη ευρωπαϊκή προσήλωση στις περιπτώσεις του Ιράκ, του Αφγανιστάν, της Συρίας, της Λιβύης, της Υεμένης… και βέβαια της Κύπρου.
Και αφού το Συμβούλιο αυτοανακηρύχθηκε σε τιμητή της διεθνούς νομιμότητας, ανακοίνωσε ότι εντός 24 ωρών θα υιοθετηθούν οι οικονομικές κυρώσεις που έχουν προετοιμάσει η Επιτροπή και o ύπατος εκπρόσωπος. Σε αυτές περιλαμβάνονται μέτρα που σχετίζονται με περιορισμούς στις εξαγωγές, στο εμπόριο, στις μεταφορές και στον χρηματοπιστωτικό τομέα, καθώς και περιορισμοί στις θεωρήσεις βίζας. Ακόμα αναμένεται να προστεθούν περισσότερο πρόσωπα στη λίστα των κυρώσεων. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες αποφάσισαν να εντάξουν και τη Λευκορωσία στα μέτρα των κυρώσεων, μιας και ρωσικά στρατεύματα κινήθηκαν και από τη χώρα αυτή για να μπουν στην Ουκρανία.
Είναι χαρακτηριστικό των ευρωπαϊκών ανησυχιών ότι προς το παρόν δεν υιοθετήθηκε η πρόταση αποκλεισμού της Ρωσίας από το σύστημα διατραπεζικών πληρωμών (Swift), καθώς ήταν πολλοί εκείνοι που ζήτησαν να μετατεθεί σε επόμενο στάδιο. Προς το παρόν τα μάτια είναι στραμμένα στην ανακοίνωση των ρωσικών αντιποίνων, και ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την τιμή του φυσικού αερίου, του πετρελαίου και μετάλλων με τα οποία εφοδιάζεται η ευρωπαϊκή αγορά.
Είναι χαρακτηριστικό των ευρωπαϊκών ανησυχιών για ρωσικά αντίποινα μετά την επιβολή κυρώσεων κατά της Μόσχας το γεγονός ότι, προς το παρόν, δεν υιοθετήθηκε η πρόταση αποκλεισμού της Ρωσίας από το σύστημα διατραπεζικών πληρωμών (Swift)
Λεονταρισμοί και από τις ΗΠΑ
Ο Αμερικανός πρόεδρος, αφού εξασφάλισε καταρχήν τον μέγιστο περιορισμό της οικονομικής ζημιάς για τη χώρα του, έχει ως μοναδική μέριμνα να αναδειχθεί ως το πρόσωπο που θα ανασυστήσει τη συσπείρωση της Δυτικής συμμαχίας υπό την κυριαρχία των ΗΠΑ. Με χθεσινές του δηλώσεις, κι έχοντας πρώτα ξεκαθαρίσει ότι «ούτε ένας Αμερικανός στρατιώτης δεν θα πολεμήσει στην Ουκρανία», επιδόθηκε σε ανακοινώσεις για τη λήψη οικονομικών κυρώσεων – που όμως απέχουν από το να είναι «ισοπεδωτικές» της ρωσικής οικονομίας, όπως είχαν αφήσει να εννοηθεί οι πρωτοβουλίες γερουσιαστών.
Ο Μπάιντεν μίλησε για μακροπρόθεσμους και μεσοπρόθεσμους περιορισμούς στις εξαγωγές της Ρωσίας, ιδιαίτερα στον τομέα προϊόντων υψηλής τεχνολογίας. Ανακοινώθηκε ακόμα ο αποκλεισμός πέντε μεγάλων ρωσικών τραπεζών από το αμερικανικό σύστημα, και περιορισμοί των συναλλαγών της Ρωσίας σε δολάρια και στα υπόλοιπα νομίσματα του Δυτικού κόσμου (λίρα, ευρώ και γιεν). Ανακοινώθηκαν ακόμα περιορισμοί στη χρηματοδότηση από δυτικά κεφάλαια ορισμένων μεγάλων ρωσικών επιχειρήσεων, με ιδιαίτερη έμφαση στην Gazprom (ενέργεια) και τη Rostelecom (τηλεπικοινωνίες)
Τέλος, ο Αμερικανός πρόεδρος κατηγόρησε την αμφιθυμία των ευρωπαίων εταίρων του ως υπεύθυνη για την μη ενεργοποίηση του ολοκληρωτικού αποκλεισμού της Ρωσίας από τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η Βρετανία, που ανακοίνωσε τον αποκλεισμό όλων των μεγάλων ρωσικών τραπεζών από το χρηματοπιστωτικό της σύστημα και το «πάγωμα» των περιουσιακών τους στοιχείων. Κυρώσεις επιβλήθηκαν ακόμα σε ορισμένους Ρώσους ολιγάρχες, ενώ ανακοινώθηκε ο τερματισμός των πτήσεων της αεροπορικής εταιρείας Aeroflot από και προς τη Βρετανία.
Σε διαφορετική ρότα η Κίνα και άλλοι
Η Κίνα μέχρι στιγμής αρνείται να καταδικάσει τη Ρωσία, και δεν χαρακτηρίζει τη στρατιωτική της επέμβαση στην Ουκρανία ως εισβολή. Ο εκπρόσωπος του κινεζικού Υπουργείου Εξωτερικών επανέλαβε την επίσημη θέση της χώρας του, ότι σέβεται την εδαφική ακεραιότητα όλων των χωρών και εξακολουθεί να αναγνωρίζει την Ουκρανία ως κυρίαρχο κράτος, αλλά παράλληλα κατανοεί τις «νόμιμες ανησυχίες της Ρωσίας σε θέματα ασφαλείας». Παράλληλα ο εκπρόσωπος Τύπου του κινέζικου ΥΠΕΞ, σε συνέντευξη Τύπου στις 24 Φεβρουαρίου στα κινεζικά ΜΜΕ σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται στη Ρωσία, δήλωσε: «Η θέση μας είναι ότι οι κυρώσεις δεν ήταν ποτέ αποτελεσματικά μέσα για την επίλυση προβλημάτων. Είμαστε σταθερά αντίθετοι σε όλες τις παράνομες μονομερείς κυρώσεις».
Όταν μάλιστα ρωτήθηκε για τον ρόλο της Κίνας στην αποκλιμάκωση της κρίσης στην Ουκρανία, απάντησε: «Η Κίνα έκανε πάντα προσπάθειες για την προώθηση των διαπραγματεύσεων και της ειρήνης σε θερμά περιφερειακά θέματα. Οι ΗΠΑ στέλνουν όπλα στην Ουκρανία, εντείνουν τις εντάσεις, δημιουργούν πανικό προβάλλοντας την πιθανότητα πολέμου. Σε πλήρη αντίθεση, η Κίνα καλούσε όλα τα μέρη να δώσουν αμοιβαία σημασία στις νόμιμες ανησυχίες για την ασφάλεια. Ένα βασικό ερώτημα εδώ αφορά το ποιον ρόλο έχουν διαδραματίσει οι ΗΠΑ, ο ένοχος της τρέχουσας έντασης γύρω από την Ουκρανία. Εάν κάποιος συνεχίζει να ρίχνει λάδι στη φωτιά ενώ κατηγορεί άλλους ότι δεν κάνουν ό,τι μπορούν για να τη σβήσουν, είναι ξεκάθαρο ότι συμπεριφέρεται ανεύθυνα και ανήθικα».
Αντίστοιχα, ο Κινέζος πρέσβης στον ΟΗΕ, με περισσότερο διπλωματική γλώσσα, κάλεσε όλα τα μέρη που εμπλέκονται στην κρίση να δείξουν αυτοσυγκράτηση και να αποφύγουν κλιμάκωση της κατάστασης: «Η Κίνα πιστεύει ότι η πόρτα για μια ειρηνική λύση στο ζήτημα της Ουκρανίας δεν έχει κλείσει εντελώς, και δεν πρέπει να κλείσει. Προς το παρόν, για να αποφευχθεί η κλιμάκωση των συγκρούσεων, η Κίνα θα συνεχίσει να προωθεί την ειρήνη και τις συνομιλίες με τον δικό της τρόπο»…
Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αντιδράσεις δύο περιφερειακών δυνάμεων, του Ιράν και του Πακιστάν. Το μεν πρώτο, αφού εξέφρασε τη λύπη του που δεν επικράτησε η ειρήνη, κατηγόρησε ευθέως τις ΗΠΑ ως εμπρηστή του πολέμου. Αν αυτή η στάση ήταν αναμενόμενη από μια χώρα την οποία οι ΗΠΑ χαρακτηρίζουν «τρομοκρατική» και επιδιώκουν να τιμωρήσουν, η στάση του Πακιστάν –που θεωρείται σύμμαχος της Δύσης– ήταν πιο ενοχλητική για την Ουάσιγκτον. Συγκεκριμένα, ο Πακιστανός πρωθυπουργός Ιμράν Χαν αρνήθηκε να ακυρώσει το προγραμματισμένο ταξίδι του στη Μόσχα, όπου συναντήθηκε με τον Πούτιν, αποφεύγοντας να επικρίνει τη ρωσική επίθεση: «Ελπίζαμε ότι η διπλωματία θα απέτρεπε μια στρατιωτική σύγκρουση και λυπούμαστε για την παρούσα κατάσταση», περιορίστηκε να πει ο Πακιστανός πρωθυπουργός, που επιδιώκει τη σύμπραξη της Ρωσίας στην κατασκευή ενός νέου αγωγού αερίου…