Το πρώτο ραντεβού, στην πλατεία. Το φλερτ, το σούρτα-φέρτα, το χάζεμα στην πλατεία. Οι χαμένοι τουρίστες που νιώθουν ασφαλείς για τον προσανατολισμό τους, όταν βρεθούν στην πλατεία. Να τη στον χάρτη. Είμαστε στο σωστό σημείο. Και οι βιαστικοί εργαζόμενοι που κατεβαίνουν το πρωί απ’ τα λεωφορεία, βγαίνουν κατά κύματα απ’ το μετρό, να προλάβουν να χτυπήσουν κάρτα, διασχίζοντας αστραπιαία την πλατεία. Κι οι ξενύχτηδες που περνούν για καφέ, τσιγάρα, εφημερίδα ή κάτι πρόχειρο να φάνε στα ταχυφαγεία ολονύκτιας εξυπηρέτησης. Η πλατεία δεν κοιμάται ποτέ. Όλες οι πλατείες του κόσμου, ακοίμητες, θορυβώδεις, ανήσυχες, ακόμη και στην ήσυχη καθημερινότητά τους.
Πλατεία Συντάγματος, Αθήνα. Πράσινη Πλατεία, Τρίπολη Λιβύης. Πλατεία Ταχρίρ, Κάιρο. Πλατεία του Μαργαριταριού, Μπαχρέιν. Πλατεία 1ης Μαΐου, Αλγερία. Πλατεία Χουρίγια, Υεμένη. Πλας ντε λα Κοντόρντ, Παρίσι. Πλατεία Τραφάλγκαρ, Λονδίνο. Αλεξάντερπλατς, Βερολίνο. Τιενανμέν, Πεκίνο. Τάιμς Σκουέαρ, Νέα Υόρκη. Πλάζα Μαγιόρ, Μαδρίτη. Πιάτσα ντελ Πόπολο, Ρώμη. Κόκκινη Πλατεία, Μόσχα.
Οι ανάσες των πόλεων, οι εκπνοές των ανθρώπων που διασχίζουν τις πλατείες, οι εκπομπές των αυτοκινήτων που τις περικυκλώνουν. «Θα σε δω στην πλατεία». «Ραντεβού στην πλατεία». «Όλοι στην πλατεία». «Πάμε πλατεία;» που θα ρώταγε και ο δεύτερος απ’ τους 10 μικρούς Μήτσους του Λαζόπουλου. «Η πλατεία ήταν γεμάτη με το νόημα που ’χει κάτι απ’ τις φωτιές…», που θα ’λεγε κι ο εθνικός τραγουδοποιός (το θυμάται άραγε;)
Οι πλατείες γράφουν ιστορία. Κάθε ώρα, κάθε λεπτό, με τα εκατοντάδες βήματα που χαράσσουν νοητές γραμμές κάθετες, οριζόντιες, διαγώνιες, τεθλασμένες πάνω στις μαρμάρινες πλάκες τους. Με τα ποδοβολητά των ανθρώπων που διαλέγουν τις πλατείες και τους δρόμους που οδηγούν σ’ αυτές για να χορογραφήσουν τον θυμό, την οργή, την επιθυμία, την απαίτησή τους. Με τις ερπύστριες των τανκς που πληγώνουν την άσφαλτο γύρω τους. Με τα σύννεφα των καπνογόνων, των δακρυγόνων, των ασφυξιογόνων που ρίχνουν τη λευκή, γκρι, μωβ σκιά τους πάνω από την πλατεία. Με τις πέτρες, τα ξύλα, τα σπασμένα μπουκάλια, τους αναμμένους κάδους, τα αποκαΐδια, τα πεταμένα πλακάτ, τα φέιγ βολάν. Με τα γκλομπς, τις ασπίδες των σιδερόφρακτων «δυνάμεων της τάξης». Με τα δακρυσμένα μάτια, τ’ ανοιγμένα κεφάλια. Με τους νεκρούς της Πλατείας Ταχρίρ, της Πλατείας του Μαργαριταριού, της Πράσινης Πλατείας.
Όλες οι πλατείες του κόσμου ξέρουν την ιστορία του. Στις πλατείες του κόσμου γράφεται η ιστορία. Ή τουλάχιστον ένα μέρος της. Εκεί διαπομπεύεται η εξουσία, ντρέπεται να κυκλοφορήσει, συχνά φοβάται κιόλας, μη φάει καμιάν αδέσποτη. Κρύβεται πίσω από αλυσίδες μπάτσων, πίσω απ’ τα κλειστά παράθυρα, κοιτάζει κλεφτά από τις γρίλιες και τις κάμερες παρακολούθησης: «Πόσοι μαζεύτηκαν σήμερα, πόσοι μ’ έφτυσαν, πόσοι με πρόγκιξαν; Πόσο πρέπει να φοβάμαι;».
Αν κάποτε όλες οι πλατείες του κόσμου γέμιζαν ταυτόχρονα με τις χιλιάδες και τα εκατομμύρια των ανθρώπων, και το Σύνταγμα, και η Ταχρίρ, και η Χουρίγια, και η Πράσινη, και η Κόκκινη, και η Τραφάλγκαρ, και η Τάιμς Σκουέαρ, αν όλοι μαζί, σαν ένα σώμα τραντάζαμε το έδαφος κάτω από τα πόδια μας, πόσων ρίχτερ σεισμό θα προκαλούσαμε;
Διάβασα πως στην Υεμένη οι διαδηλωτές μετονόμασαν την κεντρική πλατεία της Σαναά σε Πλατεία Ελευθερίας. Όλες οι πλατείες του κόσμου έτσι θα έπρεπε να λέγονται. Πλατείες Ελευθερίας.
Οι ανάσες των πόλεων, οι εκπνοές των ανθρώπων που διασχίζουν τις πλατείες, οι εκπομπές των αυτοκινήτων που τις περικυκλώνουν. «Θα σε δω στην πλατεία». «Ραντεβού στην πλατεία». «Όλοι στην πλατεία». «Πάμε πλατεία;» που θα ρώταγε και ο δεύτερος απ’ τους 10 μικρούς Μήτσους του Λαζόπουλου. «Η πλατεία ήταν γεμάτη με το νόημα που ’χει κάτι απ’ τις φωτιές…», που θα ’λεγε κι ο εθνικός τραγουδοποιός (το θυμάται άραγε;)
Οι πλατείες γράφουν ιστορία. Κάθε ώρα, κάθε λεπτό, με τα εκατοντάδες βήματα που χαράσσουν νοητές γραμμές κάθετες, οριζόντιες, διαγώνιες, τεθλασμένες πάνω στις μαρμάρινες πλάκες τους. Με τα ποδοβολητά των ανθρώπων που διαλέγουν τις πλατείες και τους δρόμους που οδηγούν σ’ αυτές για να χορογραφήσουν τον θυμό, την οργή, την επιθυμία, την απαίτησή τους. Με τις ερπύστριες των τανκς που πληγώνουν την άσφαλτο γύρω τους. Με τα σύννεφα των καπνογόνων, των δακρυγόνων, των ασφυξιογόνων που ρίχνουν τη λευκή, γκρι, μωβ σκιά τους πάνω από την πλατεία. Με τις πέτρες, τα ξύλα, τα σπασμένα μπουκάλια, τους αναμμένους κάδους, τα αποκαΐδια, τα πεταμένα πλακάτ, τα φέιγ βολάν. Με τα γκλομπς, τις ασπίδες των σιδερόφρακτων «δυνάμεων της τάξης». Με τα δακρυσμένα μάτια, τ’ ανοιγμένα κεφάλια. Με τους νεκρούς της Πλατείας Ταχρίρ, της Πλατείας του Μαργαριταριού, της Πράσινης Πλατείας.
Όλες οι πλατείες του κόσμου ξέρουν την ιστορία του. Στις πλατείες του κόσμου γράφεται η ιστορία. Ή τουλάχιστον ένα μέρος της. Εκεί διαπομπεύεται η εξουσία, ντρέπεται να κυκλοφορήσει, συχνά φοβάται κιόλας, μη φάει καμιάν αδέσποτη. Κρύβεται πίσω από αλυσίδες μπάτσων, πίσω απ’ τα κλειστά παράθυρα, κοιτάζει κλεφτά από τις γρίλιες και τις κάμερες παρακολούθησης: «Πόσοι μαζεύτηκαν σήμερα, πόσοι μ’ έφτυσαν, πόσοι με πρόγκιξαν; Πόσο πρέπει να φοβάμαι;».
Αν κάποτε όλες οι πλατείες του κόσμου γέμιζαν ταυτόχρονα με τις χιλιάδες και τα εκατομμύρια των ανθρώπων, και το Σύνταγμα, και η Ταχρίρ, και η Χουρίγια, και η Πράσινη, και η Κόκκινη, και η Τραφάλγκαρ, και η Τάιμς Σκουέαρ, αν όλοι μαζί, σαν ένα σώμα τραντάζαμε το έδαφος κάτω από τα πόδια μας, πόσων ρίχτερ σεισμό θα προκαλούσαμε;
Διάβασα πως στην Υεμένη οι διαδηλωτές μετονόμασαν την κεντρική πλατεία της Σαναά σε Πλατεία Ελευθερίας. Όλες οι πλατείες του κόσμου έτσι θα έπρεπε να λέγονται. Πλατείες Ελευθερίας.
ΚΙΜΠΙ
[email protected]
Σχόλια