Ο τόπος μας είναι γεμάτος ήρωες, ανθρώπους που έκαναν θυσίες με ανιδιοτέλεια, που έδωσαν στην κυριολεξία τη ζωή τους, το είναι τους, από αγάπη και πίστη στις ωραίες ιδέες, στην πατρίδα, στον συνάνθρωπο. Είναι τόσοι πολλοί, που αν τους γνωρίζαμε όλους θα είχαμε σχηματίσει μια πολύ καλύτερη και αντικειμενικότερη άποψη για το λαό μας και τη χώρα μας. Αλλά αυτό δεν είναι εύκολο για πολλούς λόγους. Ο πρώτος είναι ότι οι ήρωες αυτοί, μαζικά, καταδιώχτηκαν μετά μανίας, εξοντώθηκαν, εξοστρακίστηκαν, συκοφαντήθηκαν ή περιθωριοποιήθηκαν από τη θλιβερή κάστα των ανδρεικέλων που έκανε τον υπηρέτη και εκτελεστή των ξένων επικυρίαρχων. Γιατί η ξενοδουλεία είναι ένα καρκίνωμα που κατατρώει τον ελληνικό λαό και δεν τον αφήνει να πάρει μια καθαρή ελεύθερη ανάσα από συστάσεως ελληνικού κράτους. Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι πολλοί απ’ αυτούς τους ανθρώπους, από σεμνότητα ή από την απογοήτευση που ήταν φυσική απόρροια της υποχώρησης, κράτησαν χαμηλούς τόνους στην μετέπειτα ζωή τους. Κι ένας άλλος λόγος αφορά τα εσωτερικά της μεταπολεμικής Αριστεράς που δεν άφησαν σχεδόν κανέναν ανεπηρέαστο. Ως παράπλευρη συνέπεια της καταστροφής, των διωγμών, των επεμβάσεων, των διαφορετικών ερμηνειών των καταστάσεων και των ανθρώπινων αδυναμιών, οι διασπάσεις, οι αλληλοκατηγόριες και τα κλειστά σχήματα των αντιπαρατιθέμενων ομάδων, άφησαν απ’ έξω αγωνιστές που διαφοροποιήθηκαν και οι οποίοι βρέθηκαν κάποιοι στιγμή να είναι ανεπιθύμητοι και από τη Δεξιά και από την Αριστερά, διωκόμενοι από την πρώτη και αγνοούμενοι από τη δεύτερη.

Πάντως, ανεξάρτητα από το πώς εξελίχτηκαν τα πράγματα, το ειδικό βάρος των ανθρώπων της Αριστεράς που αγωνίστηκαν χωρίς να τσιγκουνευτούν τίποτα από τον εαυτό τους, είναι πάρα πολύ μεγάλο και μοναδικό, για να μην πω και αποκλειστικό. Γι’ αυτό, αν προσπαθήσει κανείς να αφαιρέσει από την Ελλάδα όλους αυτούς τους πολίτες, τους αληθινούς αγωνιστές, γνωστούς και άγνωστους, με μικρότερη ή μεγαλύτερη συμμετοχή, αυτό που θα μείνει υπόλοιπο είναι ένα πολύ φτωχό, ουδέτερο και αδιάφορο στρώμα με κατακάθι το πολιτικό προσωπικό, γλοιώδες και γκριζόμαυρο. Κι αν το σκεφτεί κανείς περισσότερο, θα διαπιστώσει ότι χάρη σ’ αυτούς τους αγωνιστές η Ελλάδα, με όλα τα ζόρια και τα πισωγυρίσματα, έχει ανθρωπιά και πολιτισμό.

Ένας απ’ αυτούς τους πολίτες, από οικογένεια με μεγάλο ειδικό βάρος, είναι ο Κωστής Παπακόγκος, γιος του Νίκου Παπακόγκου, γιου του Κωνσταντίνου παπα-Κόγκου. Ποιητές και οι τρεις, αγωνιστές και οι τρεις, αντιφασίστες και δημοκράτες, «κλαδεύτηκαν» διαδοχικά από το κράτος και το ομόκεντρο παρακράτος, ανήθικα, παράνομα και με φοβερή αγριότητα. Ο τελευταίος, ο Κωστής, γεννημένος το 1936 στο χωριό Παχτούρι της κεντρικής Πίνδου, για να ξεφύγει από τη δικτατορία των συνταγματαρχών της 21ης Απριλίου 1967 ξενιτεύτηκε και έκτοτε ζει στη Σουηδία, όπου εξελίχτηκε σε σημαντικό δημοσιογράφο, ιστορικό, συγγραφέα και ποιητή, που ενώ δεν απομακρύνθηκε ούτε προς στιγμήν από την ελληνοκεντρική προοδευτική θεματολογία του, οι Σουηδοί του έδωσαν υπηκοότητα και τον θεωρούν δικό τους διανοούμενο αγωνιστή.

Στην Ελλάδα, τα βιβλία του έχουν εκδοθεί από τις εκδόσεις Παπαζήση, Φιλίστωρ και Μανδραγόρας. Δυστυχώς, πέρα από το βιβλίο «Ο Άρης στη Λαμία» που διατίθεται από τον εκδότη του, ο «Καπετάν Άρης » έχει εξαντληθεί εδώ και πολύ καιρό και από το δίτομο «Καπετάν Μάρκος – Ο εμφύλιος Πόλεμος στην Ελλάδα 1945-1949» υπάρχει σε βιβλιοπωλεία μόνο ο δεύτερος τόμος.

Η απουσία των βιβλίων από τα βιβλιοπωλεία είναι μία σημαντική έλλειψη, γιατί ο Κωστής Παπακόγκος ήταν από τους πρώτους που έγραψαν για τον Άρη Βελουχιώτη και τον Μάρκο Βαφειάδη, με πολύ έρευνα και δικές του απόψεις γύρω από τις οποίες μπορεί κανείς να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει, αλλά οπωσδήποτε θα προβληματιστεί. Ο Άρης ειδικά διατρέχει το σύνολο του έργου του Παπακόγκου, είναι η μορφή που επηρέασε πάρα πολύ τη ζωή του συγγραφέα και το έργο του.

Από τα εννιά βιβλία με ποίηση που έχει εκδώσει ο Μανδραγόρας τα περισσότερα μπορεί να τα βρει κανείς στην Πολιτεία. Το τελευταίο του βιβλίο «Στον Ίσκιο του Πουλιού» μόλις έχει κυκλοφορήσει.
Προσωπικά, γνώρισα τον Κωστή Παπακόγκο χάρη στην επίμονη προσπάθεια του Κώστα Κρεμμύδα και της Τζέλας Ασπρογέρακα να δημιουργούν με το εξαίρετο περιοδικό τους «Μανδραγόρας» γέφυρες ανάμεσα στους δημιουργούς και τους πολίτες που βρίσκονται διαρκώς σε αναζήτηση του καλού και του ωραίου.

Όσα θα διαβάσετε παρακάτω προέρχονται από την τηλεφωνική συνομιλία που με τον Κώστα Κρεμμύδα κάναμε με τον Κωστή Παπακόγκο, εκείνος από τη Στοκχόλμη κι εμείς από την Αθήνα, μέσα από τη ραδιοφωνική μου εκπομπή «Στο Κόκκινο 105,5», το Σάββατο 3 Οκτώβρη 2020.

Κωστής Παπακόγκος, 1992 (φωτό Ιρέν Λάρσον)

Κωστής Παπακόγκος: Από την Πίνδο στη Στοκχόλμη

–Κωστής Παπακόγκος: Έχω πολλά χρόνια να κατέβω στην Ελλάδα, περίπου είκοσι χρόνια, από τότε που έφυγε η μητέρα μου. Τώρα, όμως, είναι δυσκολότερα τα πράγματα γιατί μεγάλωσα, περπατάω στα ογδονταπέντε μου χρόνια και όλο αυτό το χρόνο που πιστεύω ότι έχω μπροστά μου προσπαθώ να τον δώσω και να ολοκληρώσω ορισμένα έργα τα οποία τα είχα αφήσει μισά. Είναι, δηλαδή, μία δουλειά που μετά από μένα δεν μπορεί να την κάνει κανένας άλλος. Αυτό κάνω. Παλιά ποιήματα τα οποία είναι μισά ή ίσα που τ’ άρχισα μερικά, τα οποία τα ολοκληρώνω τώρα. Και φυσικά προετοιμάζω τις εκδόσεις που ο Μανδραγόρας θέλει και θα το κάνει, να βγάλει άπαντα τα λυρικά μου, κάτω. Για τα πεζά έχω άλλους εκδότες. Είναι ο Παπαζήσης που έβγαλε πριν από πολλά χρόνια τον «Καπετάν Άρη», το ’75. Ύστερα έβγαλε το «Αρχείο Πέρσον» που είναι τα ντοκουμέντα του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στην Πελοπόννησο και στη συνέχεια «Τα γράμματα για τον Άρη». Έβγαλε επίσης ένα βιβλίο που είχε βγει (στη Σουηδία) το ’69 με θέμα το πραξικόπημα στην Ελλάδα και ονομάζονταν «Τα κύματα της Ρόδου». Άλλος ένας εκδότης, ο Φιλίστωρ, ο Μπάμπης Γραμμένος, έβγαλε κι αυτός ένα βιβλίο μου το οποίο ήταν μαζί με τον καθηγητή κοινωνιολογίας, τον Νίκο Κοταρίδη, που λέγεται «Ο Άρης στη Λαμία».

-Στέλιος Ελληνιάδης: Θα ήθελα να μας μιλήσετε για τον πατέρα σας που δεν ήταν μόνο ποιητής και αγωνιστής, ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος, σαν χαρακτήρας, ο οποίος εκτελέστηκε από τους μοναρχοφασίστες σε ηλικία μόλις 29 ετών! Εσείς, βέβαια, τότε, ήσασταν έντεκα χρονώ, ήσασταν παιδί, αλλά τι θυμόσαστε;

–ΚΠ: Πιο μικρός ήμουνα, δέκα χρονώ ήμουνα τότε, στα έντεκα, το ’47. Ο πατέρας μου ήταν στο πρώτο αντάρτικο και βρίσκονταν γύρω από τους διανοούμενους που είχε ο Άρης, όπως ήταν ο Γιώργος Κοτζιούλας, ο Βασίλης Ρώτας και μερικοί άλλοι.

Σφαγή στη Μάνη

Όταν αυτοκτόνησε ο Άρης, το Κόμμα συνέχισε αυτή την τακτική που είχε αρχίσει πριν αυτοκτονήσει, δηλαδή, στράφηκε εναντίον του χαρακτηρίζοντάς τον με πολύ άσχημα λόγια. Εντωμεταξύ, ο Ζαχαριάδης είχε δώσει εντολή όλοι οι Ελασίτες να παν στην εξορία, να μην νομίσουν, οι μοναρχικοί τότε, ότι πρόκειται να προετοιμάσουν ένα νέο αντάρτικο. Ο πατέρας μου δεν δέχτηκε αυτό το πράγμα, έμεινε έξω από τις κομματικές εντολές, και την άνοιξη του ’47, μάλλον στο τέλος του ’46, έφυγε για το βουνό και πήγε στον Κόζιακα, επάνω. Τότε ο Μάρκος (Βαφειάδης) είχε περίπου τρεις-τέσσερις χιλιάδες αγωνιστές, καταδιωκόμενους δηλαδή στο βουνό, τους οποίους το Κόμμα τους κρατούσε σαν μέτρο πίεσης προς τους μοναρχικούς.

Όταν έγιναν οι μοναρχικές επιχειρήσεις στον Κόζιακα, αρχηγός στο βουνό ήταν ο καπετάν Καρτσιώτης (Γιώργος Βόγιας), ο οποίος είπε ότι επειδή θα ’ρθούν οι μοναρχικοί, όσοι βρίσκονται εδώ πέρα, από τα γύρω χωριά του Κόζιακα, αν θέλει κάποιος να μείνει εδώ , να μείνει για να ενθαρρύνει τις οικογένειες των αγωνιστών που άρχισαν οι μοναρχικοί να τους κυνηγάν. Είχανε αρχίσει, μάλιστα, και εκτελέσεις. Είχαν αρχίσει αυτό το διωγμό από την Μάνη με το ολοκαύτωμα που έγινε στην οικογένεια των Πετρουλέων που σκότωσαν 27 ανθρώπους, ανάμεσα σ’ αυτούς και μικρά παιδιά, δύο-τριών χρονώ. Απ’ αυτά τα παιδιά, σώθηκε η Δήμητρα του Πέτρουλα η οποία έβγαλε ένα υπέροχο βιβλίο, δραματικότατο γι’ αυτή την περίοδο, που ονομάζεται «Πού είναι η μάνα σου, μωρή;». Αδερφή του Αντώνη του Πέτρουλα, πρώτη ξαδερφή του Σωτήρη του Πέτρουλα και κόρη του καπετάν Σωτήρη Πέτρουλα, που ήταν στον ΕΛΑΣ. Τον Σωτήρη, τον καπετάν Πέτρουλα, τον σκότωσαν στις φυλακές του Γυθείου. Μπήκαν οι μοναρχικοί και τον σκότωσαν εκεί μέσα. Δηλαδή, ούτε μέσα στις φυλακές δεν μπορούσε κανείς να επιζήσει.

 

Όργιο αίματος

Άρχισε, λοιπόν, αυτό το τρομακτικό όργιο, το όργιο αίματος να ανεβαίνει προς το βορρά. Έφτασε και σε μας, στη Θεσσαλία. Άρχισαν να σκοτώνουν τα παιδιά ή τους γονείς των αγωνιστών που λάβαν μέρος στον ΕΛΑΣ. Όταν ήρθαν στο χωριό μας, μπήκαν στο σπίτι μας και το κατέστρεψαν. Ό,τι υπήρχε και δεν υπήρχε εκεί πέρα το πήραν, το κάψαν, το σπάσαν… Εμείς, εντωμεταξύ φύγαμε, γιατί πιάσαν τον παππού μου ο οποίος ήταν παπάς και δάσκαλος κι επειδή ήταν πρόεδρος του ΕΑΜ στο χωριό θέλησαν να τον εκτελέσουν. Δεν ήταν ο στρατός αυτός, ήταν αυτά τα μοναρχικά μπουλούκια που περιφέρονταν δώθε-κείθε, γύρω στις 120 ομάδες. Μιλάμε για τη γενοκτονία των αντιστασιακών, την οποία ξεκίνησαν οι μοναρχικοί στην Ελλάδα. Στήσαν τον παππού μου να τον εκτελέσουν μπροστά στον Άγιο Νικόλαο, την εκκλησία που λειτουργούσε μέχρι το τέλος της ζωής του.

Ήταν καμιά δεκαριά γέροντες εκεί μόνο και δεν τολμούσε κανείς να πλησιάσει. Βάλαν ένα οπλοπολυβόλο απέναντι και διέταξαν πυρ. Το οπλοπολυβόλο χτύπησε, δεν ξέρω πόσες σφαίρες έριξε, ριπή ολόκληρη, και μπροστά στην εκκλησία που ήταν ο παππούς μου, ο παπάς, στάθηκε όρθιος, δεν τον πήρε ούτε μία σφαίρα, και τότε γυρίζουν οι χωριάτες και λένε στους συμμορίτες αυτούς, δεν βλέπετε ρε παιδιά ότι έχει γίνει θαύμα; Ο Άγιος Νικόλαος έκανε το θαύμα του! Φαίνεται ότι ήταν θεοφοβούμενοι, άρχισαν να σταυροκοπιούνται και έφυγαν. Αφού έγινε αυτό το πράγμα και αφού μας είχαν καταστρέψει το σπίτι πιο πριν, εμείς αναγκαστήκαμε να κρυβόμαστε. Kάθε φορά που μαθαίναμε ότι πλησιάζουν στα διπλανά χωριά και πλιατσικολογούσαν και σκοτώνανε ανθρώπους, εμείς φεύγαμε και πηγαίναμε στις ρεματιές του χωριού και κρυβόμασταν. Εκεί, από το ’45, από την αυτοκτονία του Άρη Βελουχιώτη, το ’45 και το ’46 όλο, βρισκόμασταν μέσα στα ρέματα. Το ’47 πιάσαν τον πατέρα μου που ήταν με τα τμήματα του Κόζιακα, αλλά είχε μείνει στην περιοχή όταν οι άλλοι είχαν φύγει για να ενθαρρύνει τους κατοίκους της περιοχής.

Προδοσία

–Κώστας Κρεμμύδας: Ο οποίος ήταν και μέλος του ΕΑΜ λογοτεχνών…

–ΚΠ: Ναι, ήταν μέλος του ΕΑΜ λογοτεχνών. Όταν τον πιάσαν, τον πιάσαν με προδοσία. Πήγε σε ένα σπίτι για να του δείξουν πώς περνάει ο Αχελώος, γιατί ήταν -όπως λέμε- κατεβασμένος, φουσκωμένος ο Αχελώος, ήταν άνοιξη, ήταν τον Απρίλη του ’47. Αυτός, όμως, έστειλε το γιο του στη Μεσοχώρα που ήταν δίπλα και είπε ότι κρύβουν ένα μεγάλο κομμουνιστή, ο οποίος ζητάει να του δείξουμε το δρόμο. Πήγε μια ομάδα ολόκληρη, τον έπιασαν, τον βασάνισαν 3 μερόνυχτα, ο διοικητής τους ήταν ένας ταγματάρχης απ’ αυτούς που είχαν οι Εγγλέζοι στη Μέση Ανατολή και τους προετοίμαζαν έπειτα να πολεμήσουν τον ΕΛΑΣ. Λεγόταν Στέλιος Ζουβάρας. Με διαταγή δικιά του, ύστερα από τρεις μέρες βασανιστήρια, τον πήραν και τον εκτέλεσαν ημέρα Κυριακή, ημέρα του Πάσχα μάλιστα ήταν, χωρίς να τον στείλουν για δίκη. Έτσι τον σκότωσαν, αυτό ήταν το τέλος. Τότε μου είπε ο παππούς μου, παιδί μου μπορεί να μην μείνει κανένας από εμάς τώρα, να φύγεις να πας στην Αθήνα, όπου είναι οι θειάδες σου για να σπουδάσεις κιόλας, να πας στο σχολειό. Έτσι έφυγα εγώ, τουλάχιστον να ζήσει ένας από εμάς, είπε. Έφυγα, πήγα στην Αθήνα, εντωμεταξύ επειδή τις θειάδες μου τις κυνηγούσαν, μέναμε σ’ ένα υπόγειο στα Εξάρχεια, στην Ερεσού 32. Στο υπόγειο αυτό πέρασα δύο χρόνια γιατί ήταν παράνομες, έμεινα δύο χρόνια στην παρανομία. Μετά ακολούθησε ο παππούς μου, γιατί κατέβασαν τότε όλους από πάνω τους κατοίκους της Πίνδου για να μη βρίσκουν οι αντάρτες εφεδρείες, και να μην έχουν πληροφορίες γι’ αυτούς ή στηρίγματα και λοιπά.

–ΣΕ: Να μην έχουν και τρόφιμα!

–ΚΠ: Ακριβώς, ακριβώς! Τους κατέβασαν στα Τρίκαλα, τον παππού μου τον πήραν αμέσως και τον βάλαν στις φυλακές. Έπασχε από άσθμα και από καρδιά συγχρόνως, αλλά δεν του επίτρεψαν να πάρει ούτε φάρμακα ούτε τίποτα και όταν έπεσε άρρωστος βαριά και βρέθηκε σε κωματώδη κατάσταση, πήγε κάποιος Τρικαλινός στο δεσπότη των Τρικάλων και του λέει είναι ντροπή να πεθάνει ένας παπάς στις φυλακές και έτσι μεσολάβησε ο δεσπότης και βγήκε. Κάλεσαν και μένα τότε από την Αθήνα και ήρθα στα Τρίκαλα, ήταν βαριά άρρωστος και σε δύο μήνες ξεψύχησε∙ αυτό ήταν το τέλος του παππού μου.


Αντιφασίστες

Λεύτερα πουλιά
μες στο κλουβί κλεισμένα
δε σας βαστούν οι σκοτεινοί τάφοι των φυλακών –
στις ηλιαχτίδες δεν αντέχει το σκοτάδι.
Δε σας κρατούν τα λόγκα σαν αγρίμια
που άλλοτε το τραγούδι σας
τα φεγγοβόλαε και θεριεύαν.
Κόρεσε η γης τη δίψα με το αίμα
που στράγγισε η καρδιά σας στο βωμό της
και μες στη νύχτα πλέκεται
της Λευτεριάς το πένταστρο
που θα σας στεφανώσει.
Ε, σεις νεκροί, κοιτάξτε!
Οι αντιφασίστες δε λυγούν
αυτοί νικούνε κι όταν πέφτουν
και γονατίζει ο θάνατος μπροστά τους
κι ασπάζεται το μέτωπό τους η Ιστορία!
(Από το βιβλίο «Νίκος Παπακόγκος – Απλά της Πίνδου λόγια», εκδ. Μανδραγόρας, 2016)


Έρχεται ο Άρης!

Πουρνό πουρνό την άλλη μέρα, μια είδηση του Περικλή, σαν αστραπή πέρασε τη Λαμία: «Το βράδυ καταφτάνει ο Άρης!»

Μέσα σε δευτερόλεφτα, άρχισε να κουνιέται ο τόπος. Απότομα άλλαξε ο ρυθμός της ζωής, ο πυρετός ανέβηκε. Οργανώσεις, πολιτικοί, καπεταναίοι, νοικοκυραίοι, σκολαρούδια, επονίτες κι αρματωμένοι, όλοι στο πόδι! Άναψαν τα τηλέφωνα, γιορτοστολίζονταν οι δρόμοι, βουρβούριζαν οι πολύγραφοι, πηγαινοέρχονταν οι μαντατοφόροι. Κι εκείνο που όλοι ψέλλιζαν, ή εκείνο που όλοι φώναζαν, ήταν η ίδια φράση: «Έρχεται ο Άρης! Έρχεται ο Άρης!» Τίποτ’ άλλο. Και η πόλη γύριζε γοργά, σαν φτερωτή του μύλου.

Σε λίγο το μαντάτο πήδηξε στα περίχωρα, πήρε φωτιά η επαρχία. Φάλαγγες φάλαγγες, οι χωριάτες, ποτάμιζαν κατά την πρωτεύουσα του νομού. Κατέβαιναν με βοϊδάμαξες κι αλόγατα, με γαϊδουράκια και μουλάρια και μισοσαραβαλιασμένα κάρα. Πολλοί απ’ τους γεροντότερους, που είδαν πολλά τα μάτια τους, έσφιγγαν τρυφερά στις αγκαλιές βυζαντινές εικόνες. «Είναι θαυματουργές», έλεγαν, «η χάρη τους βοήθησε τον Άρη να ξεσκλαβωθούμε!»

Οι νιοι και οι νιες το πήραν πεζολάτι τραγουδώντας. Μαζί τους δρόμωναν και οι οργανοπαίχτες του τόπου τους, φυσομανούσαν ή βαρούσαν ταμπουράδες, νταϊρέδες, πίπιζες, βιολιά, στρατιωτικές τρουμπέτες, νταούλια και κλαρίνα. Τραγούδια της κλεφτουριάς και του αντάρτικου, ανάκατα, τινάζονταν από καλλικέλαδα κι αδούλευτα λαρύγγια. Αχολογούσε η κοιλάδα του Σπερχειού, με τα πρώτα λημέρια του Άρη, αντιλαλούσαν οι πλαγιές του Βελουχιού, των Βαρδουσιών και της Οίτης. Τρόμο ιερό σκορπούσε καθώς έβγαινε, ή πνίγονταν στους κουρνιαχτούς, τούτο το καταπάρδαλο βιβλικό καραβάνι. Τρόμος και τα μπαϊράκια του που ανέμιζαν, κακογραμμένα κι ανορθόγραφα, καρφωμένα σε φορτωτήρες και παλούκια:
«Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους!»

(Απόσπασμα από το «Ο Άρης στη Λαμία», του Κωστή Παπακόγκου, εκδ. Φιλίστωρ, 2006)

(Συνεχίζεται)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!