Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
– Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
Περιμένοντας τους βαρβάρους
Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, η κατάσταση που επικρατεί μεταξύ Αθήνας, Βρυξελλών και Βερολίνου μπορεί να χαρακτηριστεί -επιεικώς- σχιζοειδής. Κι αυτό για τρεις λόγους:
Πρώτον, γιατί η εκλεκτή της τρόικας συγκυβέρνηση στην Αθήνα καλείται να ψηφίσει μέτρα που θέτουν σε θανάσιμο κίνδυνο την επιβίωσή της.
Δεύτερον, γιατί επί της ουσίας, ούτε η τρόικα ούτε ο κυβερνητικός συνεταιρισμός της Αθήνας πιστεύουν ότι τα μέτρα των 19 και πλέον δισ. είναι εφαρμόσιμα. Και τρίτον, γιατί η τρόικα φαίνεται να ρισκάρει να χαθεί η συγκυβέρνηση στην πολιτική «μαύρη τρύπα» των μέτρων παρ’ ότι δεν διαθέτει εναλλακτική λύση. Εκτός αν έχει ήδη αποφασίσει να χαθεί μαζί με τη συγκυβέρνηση και η θέση της Ελλάδας στην Ευρωζώνη…
Πολιτικό παράδοξο
Η στάση των πιστωτών της Ελλάδας, έναντι της συγκυβέρνησης, θα καταγραφεί ως πολιτικό παράδοξο της ελληνικής περιπέτειας, ανεξάρτητα από την έκβαση των ψηφοφοριών για το νέο «μνημόνιο» και για τον Προϋπολογισμό. Αφού πέρασαν την αγωνία των δύο εκλογικών αναμετρήσεων, χειροκρότησαν ανακουφισμένοι το εκλογικό αποτέλεσμα και το σχηματισμό κυβέρνησης, έχοντας προηγουμένως «προικοδοτήσει» το βασικό της πόλο, τον Σαμαρά και τη Ν.Δ., με προσδοκίες και υποσχέσεις για χαλάρωση του Μνημονίου. Η προσγείωση ήταν απότομη. Οι τρεις μήνες «διαπραγμάτευσης» με την τρόικα εξελίχθηκαν, για τους τρεις κυβερνητικούς εταίρους, σε πολιτική κόλαση. Η τρόικα, με δεδομένους τους διαφοροποιημένους ρόλους και τις αντιθέσεις ανάμεσα στις επιμέρους συνιστώσες της, επιδόθηκε σε ένα ρεσιτάλ αδιαλλαξίας και ακαμψίας, υποβάλλοντας τη συγκυβέρνηση σε γυμνάσια αυτοεξευτελισμού, υπαναχωρήσεων, λεονταρισμών και τελικά αποσύνθεσης, τουλάχιστον των δύο κυβερνητικών εταίρων. Θεωρητικά, αν είναι πραγματική η απόφαση των εταίρων να κρατηθεί η Ελλάδα στο ευρώ -έστω και σε συνθήκες ελεγχόμενης χρεοκοπίας και Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου- η τρόικα θα έπρεπε να παράσχει στη συγκυβέρνηση μερικές «διευκολύνσεις» που να εξασφαλίζουν την επιβίωσή της. Τι θα άλλαζε, για παράδειγμα, στον τροϊκανό σχεδιασμό η ψήφιση των εργασιακών αλλαγών σε δεύτερο χρόνο, σε αυτοτελές νομοσχέδιο ή άρθρο; Ούτως ή άλλως, η ίδια η θηριώδης ύφεση και η τερατώδης ανεργία «εφαρμόζει» τα μέτρα απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, πριν αυτά ψηφιστούν. Ωστόσο, η στάση των Ευρωπαίων εταίρων και του ΔΝΤ προδίδει ότι η ελληνική περίπτωση χρησιμοποιείται και ως πεδίο ενός ακραίου πολιτικού πειραματισμού του οποίου η στόχευση δεν είναι απολύτως σαφής. Σαν να δοκιμάζονται οι αντοχές, η αφοσίωση και ο ζήλος του αλόγου στο οποίο ποντάρουν.
Δεύτερες σκέψεις
Πλην όμως, το άλογο αποδεικνύεται κουτσό ήδη από τους τέσσερις πρώτους μήνες προπόνησης. Υπάρχει περίπτωση ν’ αντέξει τέσσερα χρόνια κυβερνητικής θητείας ή, πολύ περισσότερο, δέκα και πλέον χρόνια εφαρμογής του προγράμματος κοινωνικής καταστροφής; Αν η κυβέρνηση κινδυνεύει να καταρρεύσει ή να αποδυναμωθεί τραγικά με την ψήφιση των μέτρων, τι θα συμβεί όταν αποπειραθεί την εφαρμογή τους; Πώς θα διαχειριστεί την επόμενη αποτυχία των δημοσιονομικών στόχων ή το επόμενο κύμα μέτρων 4,7 δισ. που το ίδιο το νέο μνημόνιο ορίζει ως «απροσδιόριστα» και τα άλλα 20 δισ. που θα πρέπει να βρεθούν για να καλυφθεί το πραγματικό δημοσιονομικό κενό μέχρι το 2016; Οι εταίροι-πιστωτές συμπεριφέρονται σαν να μην καταλαβαίνουν ή σαν να έχουν δεύτερες σκέψεις που δεν τις μοιράζονται με τους εν Ελλάδι «υφισταμένους» τους.
Φάνηκε, άλλωστε, και στην περίπτωση της Κύπρου, η ηγεσία της οποίας διαπραγματεύεται με την τρόικα, λίγους μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές. Η δήλωση Σόιμπλε ότι οι διαπραγματεύσεις θα αρχίσουν στις αρχές του 2013, μπορεί να προκάλεσε σύγχυση και ταραχή στη Λευκωσία, αλλά ήταν κι ένα κλείσιμο του ματιού στους επίδοξους διαδόχους του Χριστόφια. Κατ’ αναλογία, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, σε μια από τις πολλές ημερήσιες δηλώσεις και συνεντεύξεις του για την Ελλάδα, απέρριψε την ιδέα ενός «χαλαρού συμβιβασμού» για το ελληνικό πρόγραμμα και απαίτησε «πλήρη συμμόρφωση στα συμφωνηθέντα» πριν την εκταμίευση της δόσης των 31,5 δισ. ευρώ. Και για όσους πιστεύουν ότι ο Σόιμπλε είναι ο ακραίος τής υπόθεσης, ήταν η ίδια η ανακοίνωση του Eurogroup την Τετάρτη που ζητούσε «έγγραφη τεκμηρίωση για την εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής» πριν πάρει την απόφαση εκταμίευσης της δανειακής δόσης. Τι είδους «έγγραφη τεκμηρίωση» μπορεί να δώσουν οι κυβερνητικοί εταίροι όταν ο ένας αποσυντίθεται και ο άλλος δεν ψηφίζει τα μισά μέτρα;
Παζάρι λύσεων
Το πολιτικό παράδοξο με τη στάση τρόικας και εταίρων επιτείνεται από το γεγονός ότι ενώ ταλαιπωρούν το κουτσό άλογο της συγκυβέρνησης, την ίδια στιγμή συζητούν ιδέες τεχνικής λύσης στο ελληνικό πρόβλημα. Ένα νέο κούρεμα του χρέους θεωρείται αναπόφευκτο, αλλά προς το παρόν απορρίπτεται, ενώ αντ’ αυτού συζητείται η ελάφρυνσή του με επαναγορά. Μέρκελ και Λαγκάρντ, που συναντήθηκαν την περασμένη Δευτέρα στο Βερολίνο, τήρησαν σιγή ιχθύος, αλλά η λύση της επαναγοράς χρέους συζητήθηκε στο Eurogroup, επικροτείται μάλλον από την ΕΚΤ και πήρε την πρώτη ψήφο εμπιστοσύνης από το ΔΝΤ, με την αδρή υποσημείωση ότι κι αυτή δεν φτάνει. Το ίδιο ισχύει για την επιμήκυνση της αποπληρωμής των δανείων και για τη μείωση των επιτοκίων που θεωρείται σχεδόν δεδομένη.
Αν, λοιπόν, οι εταίροι-πιστωτές είναι διατεθειμένοι να ξεφουσκώσουν λίγο ακόμη το χρέος, γιατί επιμένουν να κάνουν αβίωτο τον πολιτικό βίο της συγκυβέρνησης; Το μυστικό είναι ότι, στο σημείο εκτροπής που έχουν φτάσει τα πράγματα, καμιά από τις τεχνικές λύσεις που συζητούνται για το ελληνικό χρέος δεν το οδηγεί σε βιώσιμο επίπεδο. Η απόσταση ανάμεσα στο 190% του ΑΕΠ στο οποίο προβλέπεται να φτάσει το 2013 και στο 120% που είναι το επιθυμητό, είναι ιλιγγιώδης. Η ΕΚΤ και οι κυβερνήσεις της Ε.Ε. θα έπρεπε να αναλάβουν το πολιτικό κόστος της διαγραφής μεγάλου μέρους των απαιτήσεών τους έναντι της Ελλάδας. Για τη γερμανική και άλλες ηγεσίες, κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο. Εξού και επιμένουν στο Plan B του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, δηλαδή σε μια μακροχρόνια δημοσιονομική επιτήρηση της χώρας που θα εξασφαλίζει την έστω και αργή αποπληρωμή του χρέους. Το είπε, άλλωστε, κομψά και η Άνγκελα Μέρκελ: «Μια χώρα με χρέος πάνω από 80% ή 90% του ΑΕΠ είναι αδύνατο να διατηρήσει την ανεξαρτησία της» (σ.σ. προσεκτική με τους αριθμούς η καγκελάριος: το γερμανικό χρέος είναι 75%, κάτω του ορίου κινδύνου).
Αν, λοιπόν, το τίμημα της παραμονής στο ευρώ είναι η παράδοση της ουσιαστικής διακυβέρνησης στους εντεταλμένους τεχνοκράτες της τρόικας, τι σημασία έχει ποιο κόμμα ή ποιος συνασπισμός θα διαθέτει την τυπική κοινοβουλευτική πλειοψηφία και πόσο ισχυρή ή αδύναμη θα είναι αυτή; Όταν, μάλιστα, οι εγχώριοι πολιτικοί παίκτες αποδεικνύονται, εκτός από εθελόδουλοι, και χαρακτηριστικά ανίκανοι, το αίτημα της διεθνούς επιτήρησης μπορεί να αποκτήσει ακόμη και λαϊκό έρεισμα ανάμεσα στα απελπισμένα θύματα του τροϊκανού πειράματος.
Όπως ακριβώς συνέβη και στους απελπισμένους Ρωμαίους του Καβάφη που περιμένουν τους βαρβάρους, γιατί οι άνθρωποι αυτοί «είναι μια κάποια λύσις»…