Αντιφατικά μηνύματα εκπέμπουν κυβέρνηση και Ευρωπαίοι αξιωματούχοι σε σχέση με το τι είδους σχέδιο προϋπολογισμού θα κατατεθεί από ελληνικής πλευράς στην Κομισιόν. Δηλαδή, για το αν θα προβλέπονται ή όχι οι περικοπές των συντάξεων για τις οποίες έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση από το τρίτο Μνημόνιο. Πολιτικά έχει σχεδόν προεξοφληθεί ότι υπάρχουν οι «τεχνικές» προϋποθέσεις οι δανειστές να συναινέσουν στη μη εφαρμογή των περικοπών, τουλάχιστον για το 2019 και για όσο παράγονται υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Ωστόσο, ενώ αρχικά διαμηνυόταν ότι στο προσχέδιο προϋπολογισμού που θα λάβει τη Δευτέρα η Κομισιόν θα εντασσόταν μόνο το σενάριο χωρίς την περικοπή, αξιωματούχοι της Κομισιόν έθεσαν ζήτημα «πρωτοκόλλου» και «σαβουάρ βιβρ», εκτιμώντας ότι είναι ορθότερο το προσχέδιο να κατατεθεί με υπολογισμό των περικοπών όπως έχουν συμφωνηθεί, με την υποσημείωση ότι οι περικοπές θα ακυρωθούν ή θα ανασταλούν εφόσον επιβεβαιωθεί ότι πράγματι υπάρχει ο δημοσιονομικός χώρος, δηλαδή ένα υψηλό πλεόνασμα.

Το θέμα είναι επικοινωνιακής κυρίως σημασίας, μιας και στο στρατόπεδο των δανειστών, για πολιτικούς και άλλους λόγους που σχετίζονται με το ανοικτό μέτωπο της Ιταλίας και με την έντονη πολιτική ρευστότητα που προκαλεί ο εκλογικός κύκλος σε αρκετές χώρες της Ευρωζώνης, έχει διαμορφωθεί ευρεία συναίνεση ότι η νέα περικοπή των συντάξεων δεν είναι αναγκαία. Έτσι κι αλλιώς για το θέμα δεν πρόκειται να ληφθεί οριστική απόφαση πριν από τον Δεκέμβριο, οπότε θα ψηφιστεί στην ελληνική βουλή το οριστικό σχέδιο του προϋπολογισμού του 2019.

Γερμανικοί συμψηφισμοί

Κρίσιμη συνιστώσα της διαμορφωμένης στο Eurogroup συναίνεσης είναι η στάση της γερμανικής ηγεσίας, η οποία έχει να διαχειριστεί τις δικές της «δουλείες», ιδιαίτερα αυτές που θα προκύψουν μέχρι το τέλος του Οκτωβρίου, από τις εκλογικές αναμετρήσεις στη Βαυαρία αύριο και στην Έσση σε δύο εβδομάδες. Ο κλονισμός που αναπόφευκτα θα υποστεί ο κυβερνητικός συνασπισμός της Α. Μέρκελ θα επηρεάσει την τακτική της σε διάφορα πεδία, από το προσφυγικό και τη μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης, μέχρι τη στάση της απέναντι στους προϋπολογισμούς της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Ελλάδας στους οποίους καταγράφονται –με διαβαθμίσεις– κάποιες δειλές προσπάθειες παρέκκλισης από τη σιδηρά λιτότητα. Η Γερμανίδα καγκελάριος, στην προσπάθειά της να ανακτήσει τον πολιτικό έλεγχο στη χώρα της, καθώς πλαισιώνεται από αποδυναμωμένους κυβερνητικούς εταίρους, είναι βέβαιο ότι απέναντι σε κάθε χώρα θα επιχειρήσει διάφορους συμψηφισμούς, ιδιαίτερα με το προσφυγικό. Το τι θα σημαίνει αυτό για την ελληνική πλευρά θα φανεί τις επόμενες μέρες, ιδιαίτερα στη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου την ερχόμενη εβδομάδα, όπου ενδέχεται να υπάρξει και κατ’ ιδίαν συνάντηση της καγκελαρίου με τον Έλληνα πρωθυπουργό.

Η «ουδετερότητα» του ΔΝΤ

Το ΔΝΤ εξελίσσεται εντυπωσιακά σε ουδέτερο παράγοντα της συνάρτησης, τουλάχιστον για την Ελλάδα. Όχι μόνο γιατί θεσμικά ο ρόλος του είναι ήσσον στη μεταμνημονιακή εποπτεία, αλλά και γιατί άκουσε μάλλον πρόθυμα την πρόταση που κομίζει ο υπουργός Οικονομικών Ε. Τσακαλώτος στο Μπαλί της Ινδονησίας –όπου διεξάγεται η φθινοπωρινή σύνοδος του ΔΝΤ– για πρόωρη εξόφληση των δανείων του προς την Ελλάδα και για σχεδόν οριστική απεμπλοκή του. Η μεταστροφή του εκδηλώθηκε με την τελευταία έκθεση στην οποία αναθεώρησε προς τα πάνω σχεδόν όλες τις δυσμενείς προβλέψεις του για την ανάπτυξη και, κυρίως, για τα πλεονάσματα που μπορεί να έχει η Ελλάδα μέχρι το 2022. Εδραιώθηκε επίσης με τη δημόσια παραδοχή –αν και όχι για πρώτη φορά– από την Κριστίν Λαγκάρντ για τα «λάθη» του Ταμείου στα προηγούμενα προγράμματα, με την αιτιολόγηση ότι «δεν υπήρχε ιδιοκτησία του προγράμματος εσωτερικά. […] Στην Ελλάδα πάντα κάποιος άλλος έπρεπε να επιβάλει τις μεταρρυθμίσεις» (!). Ο τόνος της διευθύντριας του ΔΝΤ απέπνεε κάποια ανακούφιση για το γεγονός ότι αυτό δεν είναι πια καθήκον του Ταμείου. Εξ ου και η θέση που διατύπωσαν η Λαγκάρντ και ο Τόμσον στη συνάντηση με τον Τσακαλώτο ότι το θέμα των συντάξεων «είναι πρωτίστως ζήτημα μεταξύ Ελλάδας και Ευρωπαίων».

Ωστόσο, η συναίνεση του ΔΝΤ στους σχεδιασμούς της κυβέρνησης και στη συμφωνία που θα προκύψει στο Eurogroup για τις συντάξεις είναι σημαντική για το μήνυμα που μπορεί να εκπέμψει το Ταμείο στις αγορές, με την έκθεση που θα συντάξει στις αρχές του έτους. Αυτό θα επηρεάσει καθοριστικά οποιαδήποτε προσπάθεια επιστροφής στις αγορές, που προς το παρόν απομακρύνεται κι άλλο υπό την επίδραση της ιταλικής κρίσης. Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, πάντως, το ΔΝΤ δεν προτίθεται να επιλέξει στάση απόλυτης ουδετερότητας. Είναι χαρακτηριστική η θέση του επικεφαλής του ευρωπαϊκού τομέα του ΔΝΤ Πολ Τόμσεν ότι δεν είναι ώρα για δημοσιονομική χαλάρωση στην Ευρωζώνη, που αν δεν πάρει μέτρα για το χρέος θα βρεθεί απροετοίμαστη ξανά στην επόμενη επιβράδυνση. Το μήνυμα αφορούσε πρωτίστως την Ιταλία, αλλά όχι μόνο αυτή.

Επανοχύρωση της Ευρωζώνης για την επόμενη κρίση

Η «επόμενη επιβράδυνση» θεωρείται δεδομένη σχεδόν από τους πάντες. Το λέει το ΔΝΤ, το λέει εμμέσως και η ΕΚΤ, το υποδεικνύουν και οι αγορές με κάθε ευκαιρία και αφορμή. Το μόνο που δεν λένε είναι η εκτίμηση για το πότε. Στην Ευρωζώνη η Ιταλία παραμένει βασική πηγή ανησυχίας, κυρίως γιατί οι τράπεζές της είναι εξαιρετικά εκτεθειμένες και η ΕΚΤ δεν έχει μηχανισμό να τις προστατέψει, αν προηγουμένως η Ιταλία δεν μπει σε κάποιας μορφής μνημόνιο. Ο Ρέγκλινγκ του ESM ξορκίζει αυτό το ενδεχόμενο, υπογραμμίζοντας ότι η Ιταλία δεν είναι Ελλάδα, αλλά αυτό ακούγεται περισσότερο ως ευχή, παρά ως βεβαιότητα.

Ένα σχέδιο επανοχύρωσης της Ευρωζώνης απέναντι σε μια νέα κρίση εμφανίζεται εκ των ων ουκ άνευ, κι αυτό σημαίνει ότι η γερμανική ηγεσία και η Μέρκελ προσωπικά πρέπει να εγκαταλείψουν τη συνήθη αναβλητικότητα, να πάρουν τις αποφάσεις τους για το τελικό μοντέλο μεταρρύθμισης της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. Το θέμα θα τεθεί ξανά επί τάπητος στην σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου την ερχόμενη εβδομάδα (17 και 18/10). Πέραν του προσφυγικού, στο οποίο προκρίνεται ο συμβιβασμός με τις ρατσιστικές πολιτικές Όρμπαν-Σαλβίνι και η μετάθεση των πιέσεων μακριά από τα ευρωπαϊκά σύνορα, στην Αφρική, Brexit και Ευρωζώνη είναι τα θέματα στα οποία ζητείται συνισταμένη. Η γερμανική ηγεσία προκρίνει ένα Brexit-μοντέλο και για άλλες ενδεχόμενες αποχωρήσεις ή αποπομπές. Θέλει τον ESM σε ρόλο Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου με ισχυρές αρμοδιότητες και με μηχανισμό «καραντίνας» ή και αποπομπής χωρών που μπορεί να μολύνουν τη νομισματική ένωση. Βασανίζεται, όμως, από τον πονοκέφαλο της τραπεζικής ένωσης και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων, τα οποία εξακολουθεί να απεχθάνεται, αλλά είναι αδύνατο να αποφεύγει εσαεί.

Η γερμανική γραμμή απέναντι σ’ αυτό είναι σαφής: δραστική μείωση των κόκκινων δανείων στις τράπεζες πριν την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης. Όσο κι αν χρειαστεί, όσο οδυνηρή κι αν είναι μια ακόμη επιχείρηση τραπεζικών διασώσεων. Αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης θα κληθούν σε ένα νέο κύκλο δημοσιονομικής περιστολής για να ελαφρύνουν τις τράπεζες από τα επισφαλή δάνεια, έστω κι αν τυπικά απαγορεύεται η κρατική ενίσχυση. Κι αυτό, αναπόφευκτα, σημαίνει ότι οι προϋπολογισμοί θα περνούν από τη στενή κρησάρα του Συμφώνου Σταθερότητας.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!