Ο Δρόμος της Αριστεράς θέλοντας να φωτίσει τις, έτσι κι αλλιώς, πολλές λευκές σελίδες της ελληνικής Ιστορίας, καθιερώνει ένα μηνιαίο ειδικό μονοσέλιδο αφιέρωμα για την Ιστορία και τον Πολιτισμό της Ανατολής. Οι Δρόμοι της Ανατολής θα προσπαθούν να φέρουν στην επιφάνεια την τύχη που επιφυλάχτηκε στους χριστιανικούς πληθυσμούς της Ανατολής, την ιστορική τους εμπειρία, τον πολιτισμό τους, ζητήματα που έχουν τύχει στη χώρα μας εκτεταμένης ιδεολογικής και πολιτικής χρήσης. Ζητήματα που έμοιαζαν να χάνουν την ουσία τους στη μέγγενη διαφόρων ιδεολογικών δίπολων, «αριστερά-δεξιά», «εθνικό-εθνικιστικό», «Κράτος-Εκκλησία» ή που χρησιμοποιήθηκαν ή αποσιωπήθηκαν ποικιλοτρόπως από τους νικητές εντός κι εκτός Ελλάδας. Σίγουρα πολλοί θα αναρωτηθούν ποια είναι η ανάγκη να ανοίξουμε, σήμερα, μια τέτοια συζήτηση μέσα από τις σελίδες του Δρόμου. Πιστεύουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο κατανοούμε την Ιστορία μας, το πώς αντιλαμβανόμαστε το παρελθόν μας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος εκείνης της λαϊκής συνείδησης που είναι αναγκαία για την αμφισβήτηση του παρόντος και την ποιοτική αλλαγή του μέλλοντος. Άλλωστε, «ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη».
Επιμέλεια: Στέργιος Π. Θεοδωρίδης
Η Μακρόνησος έχει καθιερωθεί στη συλλογική μας μνήμη ως ο τόπος της «εθνικής αναμόρφωσης» για χιλιάδες αριστερούς αγωνιστές, ως ο «νέος Παρθενώνας» και η «εθνική κολυμβήθρα» των κυβερνήσεων του Εμφυλίου, συνώνυμο της φρίκης και του μαρτυρίου. Εκείνο που απουσιάζει παντελώς από την ιστορική αφήγηση για τη Μακρόνησο (άγνωστο γιατί) είναι η λειτουργία της για ενάμισι και πλέον χρόνο ως λοιμοκαθαρτήριο την περίοδο της Μεγάλης Καταστροφής 1922-1923. Παρόμοια λοιμοκαθαρτήρια υποδοχής προσφύγων λειτούργησαν στον Άι Γιώργη Σαλαμίνας και στο Καράμπουρνου της Καλαμαριάς. Δεκάδες χιλιάδες κατατρεγμένοι, γενοκτονημένοι πρόσφυγες από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία αποβιβάζονται, υποχρεωτικά, στη Μακρόνησο όπου μετά την ολιγόμηνη παραμονή τους, όσοι καταφέρνουν να επιζήσουν, τοποθετούνται για την οριστική τους εγκατάσταση σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Η παραμονή των προσφύγων στη Μακρόνησο έγινε κάτω από απάνθρωπες και τραγικές συνθήκες με αποτέλεσμα να αφήσουν εκεί την τελευταία τους πνοή χιλιάδες πρόσφυγες.
Στη Μακρόνησο θα λειτουργήσει εκείνη την περίοδο μια αμερικανική επιτροπή περίθαλψης προσφύγων, ενώ με το θέμα θα ασχοληθεί και το περιοδικό National Geographic στο τεύχος του Νοεμβρίου 1925.
Πλήθος δημοσιευμάτων εκείνης της εποχής θα επιβεβαιώνουν τα συμβαίνοντα στη Μακρόνησο. Τις αφίξεις, τις αναχωρήσεις αλλά και τον τρόπο διαβίωσης των προσφύγων.
«Αφίχθησαν διά του ρωσσικού ατμόπλοιου Κορνίλωφ 3.750 Πόντιοι… το ατμόπλοιον διαταχθέν κατευθύνθη εις Μακρόνησον όπως αποβιβάσει τους πρόσφυγας προς απολύμανσιν»
(Ριζοσπάστης, 26/3/1923).
«[…] δυο ατμόπλοια διά να μεταφερθούν 5.500 πρόσφυγες της Μακρονήσου εις Ανατολικήν Μακεδονίας και Θεσσαλονίκην..»
(Εμπρός, 13/9/1922).
Ο Ριζοσπάστης της 8ης Δεκεμβρίου 1923 θα μιλήσει για 40.000 θανάτους προσφύγων στη Μακρόνησο, νούμερο που φαντάζει υπερβολικό. Όμως μπορεί να αποτυπώσει το μέγεθος της τραγωδίας.
Ο Μακρονησιώτης Γιάννης Ρίτσος θα μας το επιβεβαιώσει το 1957 στην ποιητική του συλλογή Πέτρινος χρόνος – Τα Μακρονησιώτικα:
«… Κι η Παναγιά του Πόντου φλωροκαπνισμένη απ’ το σούρουπο/ να σεργιανάει ξυπόλυτη στην αμμουδιά…».
Από πού άραγε να είχε αυτήν τη γνώση… Ίσως από τα κόκαλα των πρόχειρα θαμμένων προσφύγων εκείνης της διετίας.
Στην «ανιστόρητη» πραγματικότητα που ζούμε, πλήθος είναι οι προφορικές αλλά και γραπτές μαρτυρίες των ίδιων των προσφύγων, ως θραύσματα μιας θρυμματισμένης μνήμης που όμως αρνούνται να υποταχθούν στις βεβαιότητες των καιρών μας.
Η πολιτεία θα πρέπει, αίροντας το πέπλο της λήθης και της ντροπής, να αποδώσει την ενδεδειγμένη τιμή στη μνήμη εκείνων των νεκρών της Μακρονήσου και να την εντάξει στη συλλογική μας ιστορική αφήγηση.
***
Θραύσματα μιας θρυμματισμένης μνήμης
Σε επιστολή ενός Πόντιου πρόσφυγα διαβάζουμε:
«Εν Θεσσαλονίκη 4 Ιανουαρίου 1923
… εφθάσαμεν κατά μήνα Ιούλιον εκ Ρωσίας, οπότε απεβιβάσθημεν εν Μακρονησίω (νήσον ακατοίκητον) όπου υπέστημεν αληθή Οδύσσειαν και όπου εύρον τον θάνατον σχεδόν το ήμισυ των προσφύγων».
Μια εξαιρετική περιγραφή του κολαστηρίου της Μακρονήσου για τους πρόσφυγες του 1922, μας δίνει ο Πόντιος βουλευτής της ΕΔΑ και δύο φορές «επισκέπτης» της Μακρονήσου –μια ως πρόσφυγας και μια ως πολιτικός κρατούμενος– Ευτύχιος Γιαρένης στο βιβλίο του που εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1933 με τίτλο Αυτούς που δέρνει ο άνεμος.
«… Οι μαούνες, μία-μία φόρτωναν και ξεφόρτωναν και ξαναγύριζαν πίσω να επαναλαμβάνουν το ίδιο μέχρι αργά το βράδυ.
Μα ποιό μέρος είναι αυτό, πώς το λέγανε; Δεν είχε ούτε ένα σπίτι, δεν είχε ούτε λίγο νερό να πιουν, να πλυθούν, να ξεβρωμίσουν, ένα δένδρο, λίγη βλάστηση;
Κράτα την αναπνοή σου, αγαπημένε μου αναγνώστη, κρατήσου καλά μην πέσεις, γιατί θα ακούσεις το φρικτό όνομα του τόπου αυτού, της γης αυτής, θα κρύψεις το πρόσωπό σου από ντροπή, διότι βρέθηκαν συνάνθρωποί σου να σκεφθούν να διαλέξουν τον τόπο αυτό για τα ξενιτεμένα τους αδέλφια, που τ’ όνειρό τους ήταν, αιώνες τώρα, πώς να έρθουν στη μάνα πατρίδα! «Φτούσου, άνθρωπε, και πάλι».
Χάθηκε τόσος τόπος, να βρεθεί μια άκρη, μια γωνιά σ’ ολόκληρη τη χώρα, που να έχει, αν όχι τίποτε άλλο, τουλάχιστον νερό! Να ξεδιψάσουν αυτοί, να βρέξουν και τα φλογισμένα απ’ τον πυρετό χείλη των αρρώστων! Κράτα την αναπνοή σου για να ακούσεις. Στηρίξου κάπου να μην πέσεις! Μακρόνησος.
Έτσι λεγόταν ο τόπος, που πρωτόρθαμε στη μάνα γη. Μακρόνησος είναι το όνομα, που θυμίζει φρίκη και ντροπή.
Γιατί μας φέρανε σ’ αυτό τον «τρισκατάρατο» τόπο; Ποιά εγκληματικά μυαλά το απεφάσισαν; Πουθενά, πουθενά δεν αναφέρεται, ότι εκεί πήγαν και πολλούς πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, του Πόντου, για εξόντωση. Αυτό ας είναι μια μαρτυρία για αυτούς, που θα γράψουν τη μελλοντική ιστορία. Ας μην κρύψει κανένας τη ντροπή εκείνη…».
Για το ιδιαίτερο δράμα των γυναικών ο Ε. Ηλιάδης γράφει:
«… Τους παίρνουν σε ομάδες και τους πηγαίνουν σε δυο παράγκες χωριστά τις γυναίκες από τους άνδρες και τους κουρεύουν με την ψιλή μηχανή. Το κούρεμα των κοριτσιών σόκαρε τους γονείς και το θεώρησαν βάρβαρη συμπεριφορά. Μαρτύριο σωματικό αλλά πάνω απ’ όλα ηθικό. Τα κορίτσια βλέποντας να κόβονται οι όμορφες πλεξίδες τους και τα μακριά μαλλιά αισθάνονταν ταπείνωση, ντροπή, φρίκη και ηθική συντριβή. Κλάματα γοερά από κορίτσια, νυφάδες και ηλικιωμένες γυναίκες, διαμαρτυρίες των ανδρών αλλά φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Το φάσμα των επιδημιών που πλανιόταν πάνω από τα κουρασμένα κορμιά που δεν μπορούσαν να κρατηθούν στα πόδια τώρα τους θερίζει. Άλλων έχουν στερέψει τα δάκρυα, κόπηκαν οι φωνές και στέκουν βουβοί, χωρίς καμιά αντίδραση κάτω από το βάρος του πόνου. Εκατοντάδες θύματα των ασθενειών. Πεθαίνουν ομαδικά και οδεύουν στο τελευταίο αγύριστο ταξίδι τους. Καθημερινά το μοιρολόι των γυναικών ακούγεται μακρόσυρτο πονετικό…».
Για την τύχη των νεκρών ο Γ. Γιαλαμάς σημειώνει :
«..Τα νεκρά κουφάρια χωρίς φέρετρα, χωρίς ατομικούς τάφους μόνο με τον πένθιμο ήχο της καμπάνας και το μοιρολόι των μαυροφορεμένων γυναικών για συνοδό, μεταφέρονταν στην τελευταία ομαδική κατοικία τους. Κάθε νεκρό τον έβαζαν σε σακί και τον έριχναν μέσα σ’ ένα λάκκο βαθύ και συνεχόμενο (χαντάκι) ασβεστωμένο στη βάση και τα πλάγια και σκεπαζόταν με χώμα μπόλικο, αφού προηγουμένως η πάνω επιφάνεια του νεκρού ασβεστωνόταν καλά…»
Καθόμασταν με τον παππού Ιάκωβο στην βεράντα του εξοχικού, στο Λαύριο, που μόλις είχε φτιαχτεί. Στη συνεννόηση που, έτσι κι αλλιώς ήταν δύσκολη (ήταν εντελώς κουφός) ένα από τα μονολογητά του ήταν για τη Μακρόνησο. «Τι τραβήξαμε παιδί μου εκεί απέναντι, όταν ήρθαμε από πέρα»… Κάπως έτσι άρχισε να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μου μια «μικρή» ιστορία ξεριζωμού, άγνωστη ώς τότε σε μένα. Τι τραβήξατε… ποιο είναι το «πέρα»…
Ο παππούς Ιάκωβος Ατσελές και η οικογένειά του ήταν στην Τραπεζούντα. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή οι γονείς του δολοφονήθηκαν και αυτός, 5 χρονών τότε, μαζί με την γιαγιά του και τα 2 αδέρφια του κατάφεραν να μπουν σε ένα καράβι που τους αποβίβασε στη Μακρόνησο. Εκεί, μέσα σε άθλιες συνθήκες και με αρρώστιες να θερίζουνε τους πρόσφυγες, η γιαγιά του πέθανε από τις κακουχίες. Τα τρία πιτσιρίκια, ο πάππους ήταν ο μεγαλύτερος, σκορπίσανε σε διαφορετικά μέρη της Ελλάδας…
Αυτή την ιστορία την ξανάκουσα από τη μητέρα μου και τη θεία μου πολύ αργότερα, όταν ο παππούς είχε ήδη πεθάνει. Δυστυχώς, ποτέ δεν την είχα αξιολογήσει για σημαντική για να τον ρωτήσω περισσότερα όσο ζούσε. Θεωρούσα ότι ήταν γνωστό, ότι πρόσφυγες από τον Πόντο είχαν «περάσει» από τη Μακρόνησο. Με την προτροπή ενός φίλου που έχει ασχοληθεί και ψάξει για το ζήτημα των Ποντίων και της Μακρονήσου και μου είπε ότι δεν ήταν καθόλου γνωστό, αφήνω εδώ αυτό το μικρό σημείωμα που, από τύχη, «κουβαλούσα»…
Νίκος Ταυρής
Φωτογραφίες
(πατήστε και δείτε τις φωτο σε μεγαλύτερο μέγεθος)
Αποκόμματα εφημερίδων της εποχής
Άλλο υλικό το αρχείο του Στέργιου Π. Θεοδωρίδη: