Μαριούπολη | Μέρος Β΄
(Διαβάστε το Μέρος Α΄)
Ο πόλεμος στην Ουκρανία που διεξάγεται κυρίως στη μεγάλη παρευξείνια και παραζόφια περιοχή έχει αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον και την αντιπαράθεση για το «ποιόν» του επίμαχου «νότου». Μια περιοχή που από τότε που την πρωτοπερπάτησα πριν από 25 χρόνια υπέκυψα ανεπανόρθωτα στη γοητεία της. Μια περιοχή που τώρα δεινοπαθεί πολύ άσχημα γιατί ο ξένος παράγοντας και οι εντόπιες ελίτ διατάραξαν τις λεπτές ισορροπίες που χρειάστηκαν αιώνες για να ρυθμιστούν, φέρνοντας μεθοδευμένα στην επιφάνεια υπαρκτές και ανύπαρκτες «εκκρεμότητες» που οι λαοί είχαν με αξιοθαύμαστη επιτυχία διαχειριστεί. Με τα σχετικά κείμενα μου στο «Περίπτερο Ιδεών» και τις εκπομπές «Στο Κόκκινο 105,5» προσπαθώ να κάνω όσο το δυνατό πιο ανάγλυφο όχι μόνο το πρόσφατο παρελθόν, αλλά και την προϊστορία του για να καταλάβει κανείς καλύτερα το «έδαφος» περί ου ο λόγος και τις αντιδικίες που απορρέουν απ’ αυτό. Και, βέβαια, το βαθμό συμμετοχής του ελληνικού στοιχείου, διαχρονικά, των λαϊκών στρωμάτων, αλλά και των εξεχόντων προσωπικοτήτων, πέραν των Φιλικών, όπως ο Μαρασλής και ο Βαρβάκης ή ο ζωγράφος Άρχιππος Κουίντζης…
Στ. Ελλ..
Αρχαιολογικά
«Η περιοχή της βορειοανατολικής Αζοφικής και του κάτω ρου του Ντον ήταν ιδιαίτερα γνωστή στους Έλληνες της Ιωνίας, σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα του 7ου π.Χ. αιώνα. […] Η βορειότερη αρχαιολογική θέση, στην οποία βρέθηκαν ευρήματα αρχαϊκής ελληνικής κεραμικής του τέλους 7ου – αρχών 6ου π.Χ. αιώνα, είναι ο λεγόμενος «οικισμός της Τανάιδας»… Πολυάριθμα όστρακα (άνω των 5.000) συλλέχθηκαν στην περιοχή της Πέτρινης σκάλας και στην παραλία της πόλης Ταγκανρόγκ. Τα ευρήματα αυτά είναι κυρίως τμήματα αμφορέων (από τη Χίο, Λέσβο, Μίλητο και Σάμο) και αποτελούν δείγματα ιωνικής κεραμικής. […] Κατά δε τας εις την Μαιώτιν εκβολάς του Τανάιδος…» (Στέφανος Βυζάντιος) οι Έλληνες που κατοικούσαν στον Βόσπορο ίδρυσαν την ομώνυμη πόλη, την Τανάιδα (Τάναϊς). Πολύ γρήγορα η πόλη αυτή, που βρισκόταν στη διασταύρωση των βασικών εμπορικών οδών της Ευρασίας, έγινε (κατά Στράβωνα) πολύ σημαντικό οικονομικό κέντρο, το μεγαλύτερο εμπορείο των βαρβάρων μετά την πρωτεύουσα του Βασιλείου του Βοσπόρου, το Παντικάπαιο. […] Εν κατακλείδι, μπορούμε να σημειώσουμε ότι ο ελληνικός πολιτισμός στα παράλια της Μαύρης και της Αζοφικής θάλασσας έχει ρίζες οπωσδήποτε χιλίων χρόνων και αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο στη διαμόρφωση της εθνοπολιτισμικής όψης του σύγχρονου νότου της Ρωσίας.» (Ιρίνι Β. Τολότσκο)
«Ελληνικόν Σχέδιον»
Δεν ήταν, λοιπόν, η πρώτη φορά που Έλληνες εμφανίζονταν στις περιοχές οι οποίες στη σύγχρονη εποχή αποτέλεσαν το νότο της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα. Από τη μια άκρη της Κριμαίας ως την άλλη, σε όλη την περιφέρεια της Αζοφικής Θάλασσας, αλλά και στις περιοχές γύρω από την Οδησσό, τα αρχαία ίχνη των Ελλήνων παραμένουν ανεξίτηλα παντού, στη Φαναγόρεια, το Ταγκανρόγκ, την Ολβία, το Κερτς, τη Χερσόνησο της Σεβαστούπολης και σε αμέτρητα άλλα σημεία.
Πάντως, η τελευταία μαζική εγκατάσταση των Ελλήνων σ’ αυτά τα εδάφη συνδέεται αναπόσπαστα με την κατάληψή τους από τη Ρώσικη Αυτοκρατορία, ιδίως επί Αικατερίνης Β΄, ενώ υπήρχε ήδη σχηματισμένη σε βάθος πολλών χρόνων μια αξιόλογη και διεσπαρμένη σε όλη την Ταυρική Χερσόνησο (Κριμαία) ελληνική κοινότητα, η οποία εκείνο τον καιρό μεταφέρθηκε ολόκληρη στη βόρεια πλευρά της Αζοφικής Θάλασσας. Η συμβολή των Ελλήνων για την ίδρυση και ανάπτυξη των πιο σημαντικών πόλεων της Νέας Ρωσίας μετά την εκδίωξη των Οθωμανών και την υποταγή των Τατάρων ήταν καθοριστική.
Αν και η Μαριούπολη ήταν η πιο σημαντική εστία του Ελληνισμού στην παρευξείνια ζώνη, η πιο αμιγής ελληνική πόλη σε ολόκληρη τη Νέα Ρωσία και έτσι είχε παραμείνει μέχρι τις μέρες μας, από την άποψη του πληθυσμού και της καλλιέργειας ιθαγενούς πολιτισμού, πόλεις όπως η Οδησσός και το Ταγκανρόγκ φιλοξένησαν τους οικονομικά πιο ισχυρούς και ευκατάστατους πυρήνες της πολύμορφης ειρηνικής ελληνικής εξάπλωσης.
Σύμφωνα με τον Κ. Α. Παλαιολόγο (Οδησσός 1881), η εγκατάσταση των Ελλήνων στη νότια Ρωσία είναι απόρροια της προσπάθειας να εφαρμοστεί το «Ελληνικόν Σχέδιον» που είχε υιοθετήσει η Αικατερίνη Β΄ με την προτροπή του επιτελείου της στο οποίο διακρίνονταν οι πρίγκιπες Ορλόφ, Δολγκορούκι και Ποτέμκιν.
Το «Σχέδιον» ήταν πολύ μεγαλεπήβολο για να πετύχει αφού ουσιαστικά αποσκοπούσε στην «εξ Ευρώπης τελείαν έξωσιν των Τούρκων», πράγμα το οποίο δεν κατέστη εφικτό τότε. Αλλά, ως παράπλευρη συνέπεια, προκάλεσε ισχυρά ρεύματα Ελλήνων προς τη Ρωσία που ενθαρρύνθηκαν και υποστηρίχθηκαν από την Αυτοκρατορία προκειμένου να εποικιστεί ο νότος, η Νέα Ρωσία, από ομόδοξους φιλορώσους Έλληνες που είχαν τις απαραίτητες ικανότητες για να αναπτύξουν τις νεοκατακτηθείσες περιοχές.
Οδησσός
Από το 1687, οι Ρώσοι δεν σταμάτησαν καθόλου τις απόπειρες να καταλάβουν ολοκληρωτικά την Κριμαία και όλη τη νότια Ρωσία. Κι όταν το 1695 ο Μεγάλος Πέτρος κατέκτησε το πολύ σημαντικό φρούριο Αζόφ, «της εκστρατείας ταύτης μετέσχον και τινες των ημετέρων ομογενών εν τε τω στολίσκω και τω ιππικώ…». Χρειάστηκαν, όμως, άλλα εκατό σχεδόν χρόνια για να κατανικήσει οριστικά η Ρωσία τους Οθωμανούς και τους Τάταρους, ενώ το «Ελληνικόν Σχέδιον» για τη δημιουργία του «Ελληνικού Βασιλείου» έχασε μετά τα «Ορλοφικά» την πνοή του και αναπροσαρμόστηκε στις νέες ανάγκες και τα νέα δεδομένα.
«Δια του από 28 Μαρτίου 1775 διατάγματος, επ’ ονόματι του κόμητος Ορλόβ η αυτοκράτειρα Αικατερίνη προσεκάλεσε τους εναπομείναντες υπό τας Ρωσικάς σημαίας Έλληνας να μετοικήσωσιν εις Ρωσίαν και παρεχώρησεν αυτοίς προνόμια και ιδίως ατέλειαν παντός φόρου και από της στρατιωτικής υπηρεσίας τριακονταετή απαλλαγήν. Εξ αυτών μέρος απετέλεσε το γνωστόν Ελληνικόν τάγμα εν Βαλακλαβά εδρεύον, οι δε λοιποί επεδόθησαν εις την γεωργίαν.» (Κ.Α.Π.)
Πάντοτε κάποιοι Έλληνες βρίσκονταν δίπλα στους Ρώσους που με βήματα μπρος-πίσω αφαιρούσαν συνεχώς κομμάτια από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έτσι και στην πολιορκία και κατάληψη του οθωμανικού φρουρίου Χατζήμπεη «των μαχών τούτων και μάλιστα των ναυμαχιών μετέσχον μεγίστας υπηρεσίας τη Ρωσία προσενεγκόντες πλείστοι όσοι εκ των αείποτε ανδρείων και επιδεξίων Ελλήνων ναυτικών […] Αυτοί δε ούτοι απετέλεσαν τον πυρήνα της ανεγερθείσης μετά τινα χρόνον Οδησσού.» (Κ.Α.Π.)
«Ο Σακελλάριος Γ. Σακελλαρίου, ο γνωστός ιστορικός της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό, διασώζει μία σημαντική νομίζω πληροφορία πολιτιστικού περιεχομένου, ότι, όταν μπήκαν θριαμβευτικά τα ρωσικά στρατεύματα στην Οδησσό το 1794, στα εγκαίνια της πόλεως, βρήκαν φιλοξενία στα σπίτια των Ελλήνων.» (Κ. Κ. Παπουλίδης)
Το 1794, η Αικατερίνη Β΄ με διάταγμα κοινοποίησε την απόφασή της να ιδρυθεί πόλη στα ερείπια του φρουρίου Χατζήμπεη. Στις 22 Αυγούστου, στα εγκαίνια της Οδησσού «ο επιστήθιος φίλος του στρατηγού Ποτιόμκην ομογενής ημών μητροπολίτης Αικατερινοσλάβ και Χερσονο-Ταυρίδος Γαβριήλ […] συνοδευόμενος υπό του κλήρου και απασών των στρατιωτικών και πολιτικών αρχών κατέθετο θεμέλιον λίθον του πρώτου χριστιανικού ναού και ετέρων δημοσίων οικοδομημάτων της πόλεως, ήτις το πρώτον υπό Ελλήνων συνωκίσθη…» (Κ.Α.Π.)
Με ξεχωριστό διάταγμα, η Αικατερίνη Β΄ παραχωρούσε στους Έλληνες όχι μόνο το δικαίωμα να κατοικήσουν στην Οδησσό, αλλά και 150.000 περίπου στρέμματα γης δωρεάν, συν χρήματα για την πρώτη εγκατάστασή τους. Επίσης σχηματιζόταν η στρατιωτική «Ελληνική μοίρα της Οδησσού» αποτελούμενη από 300 Έλληνες που θα διοικείται από αρχηγό ο οποίος θα εκλέγεται απ’ αυτούς και θα έχει τον τίτλο του «Εφόρου της Ελληνικής αποικίας».
Επίσης, όσοι άλλοι ομόδοξοι από το Αιγαίο επιθυμούσαν να εγκατασταθούν στη νέα πόλη θα λάμβαναν χρηματική βοήθεια και δωρεάν σπίτι, θα ήταν απαλλαγμένοι από τη φορολογία και από την υπηρεσία στο στρατό. Ένα χρόνο αργότερα, ενημερωμένη η Αυτοκράτειρα για την καλή πορεία της πόλης «απεφάσισε να ιδρύση το πρώτον εν Οδησσώ δημαρχείον, ου πρώτος δημαρχικός πάρεδρος εξελέχθη ο Έλλην Θεόδωρος Φλογαΐτης».
Αρχικά, στην πόλη κατοικούσαν 524 Έλληνες που αποτελούσαν το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού. «Ούτω πως λοιπόν τη συνδρομή κυρίως των Ελλήνων περιήλθε εις χείρας των Ρώσων η χώρα εφ’ ης ανεφύη η Οδησσός, υπό Έλληνος μητροπολίτου ετέθησαν οι πρώτοι θεμέλιοι λίθοι αυτής και τους Έλλησιν οφείλει τον πρώτον αυτής αποικισμόν.»
Εύκολα καταλαβαίνει κανείς πώς εξ αρχής προέκυψαν οι όροι γέννησης της Φιλικής Εταιρίας στην Οδησσό.
Ροστόφ
Το Ροστόφ επί του ποταμού Ντον, με πάνω από ένα εκατομμύριο κατοίκους σήμερα, είναι μια σημαντική ρώσικη πόλη με λιμάνι, βιομηχανία, θέατρα, μουσεία και ναούς, που η εντελώς άσχετη και αγεωγράφητη Βρετανίδα πρωθυπουργός Λιζ Τρας νομίζοντας ότι είναι ουκρανική δήλωσε στον τότε ομόλογό της Ρώσο υπουργό Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ ότι η Μεγάλη Βρετανία δεν θα την αναγνωρίσει ποτέ ως ρωσική!
Το Ροστόφ είναι μια πόλη που ιδρύθηκε το 1749 με διάταγμα της τσαρίνας Ελισάβετ στο μέρος που προϋπήρχε το στρατηγικής σημασίας φρούριο Αζόφ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά η απώτερη ρίζα της φτάνει στους αρχαίους Έλληνες αποίκους που είχαν δημιουργήσει εκεί εμπορικό οικισμό στην περίοδο μεταξύ 4ου και 2ου αιώνα π.Χ. Και, βέβαια, δεν είναι το μόνο μέρος που ξαναπάτησαν το πόδι τους οι νεότεροι Έλληνες δυο χιλιάδες χρόνια αργότερα στην παραζοφική περιοχή. Όπως μας πληροφορεί η Τατιάνα Κονέβσκαγια «το μεγαλύτερο κύμα της ελληνικής μετανάστευσης έφτασε στον Ντον και την Αζοφική στα τέλη του 18ου αιώνα. Στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1769-1774 πολλοί Έλληνες πολέμησαν στο πλευρό των Ρώσων εναντίον των Οθωμανών στο Αιγαίο. Μετά την υπογραφή της ειρήνης, οι Έλληνες προσκλήθηκαν να μετεγκατασταθούν στη Ρωσία. Έτσι το 1774, Έλληνες από το Μωριά και τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου μετανάστευσαν μαζικά στις ακτές της Αζοφικής και του ποταμού Ντον».
Σταδιακά, η πόλη, στην οποία λειτουργούσε τελωνείο που ήταν βασικός όρος για την ανάπτυξη του εμπορίου, απέκτησε πολλούς διεθνείς εμπορικούς οίκους που μετέφεραν σιτάρι, καλαμπόκι και λιναρόσπορο στις αγορές της Μεσογείου και της Ευρώπης. Η ελληνική παρουσία ήταν ξεχωριστή. «Ο κόσμος του Ταγκανρόγκ και του Ροστόφ αποτελείται κυρίως από ξένους μεγαλέμπορους, Έλληνες και Κοζάκους.» (Σβιάτικοφ) Μάλιστα, «αρκετές από τις επιφανείς οικογένειες των Κοζάκων, όπως οι Γκρέκοφ, Μασλίκιν, Γιάνοφ, Γιεγκόροφ και Μερσάνοφ, θεωρούν ότι προήλθαν από Έλληνες αποίκους». (Ζ. Α. Τσουμακόβα)
Σκαραμαγκάς, Ράλλης, Ροδοκανάκης, Μουσούρης, Μαργιολάκης, Νεγρεπόντης, Καμπάς, Σιφναίος, Τσελέντης κ.ά. ανταγωνίζονταν Γάλλους, Γερμανούς, Εβραίους, Αρμένιους κ.ά. και αρκετοί όχι μόνο εμπορεύονταν τα προϊόντα, αλλά διέθεταν και δικά τους πλοία, στόλους, με τα οποία τα μετέφεραν στις ξένες αγορές. Οι Βαλλιάνος, Μαυροκορδάτος, Διαμαντίδης, Θεοφάνης, Κριεζής, Λογοθέτης κ.λπ. έλεγχαν τα περισσότερα –εκατοντάδες- πλοία μεταφοράς φορτίων. Οι αδελφοί Ασλανίδη μαζί με τον Κουντούρη και τον Ιωαννίδη επεξεργάζονταν και εμπορεύονταν καπνό και άλλοι είχαν αλιευτικά σκάφη και εμπορεύονταν ψάρια. Οι Μοσχόπουλος, Γεωργιάδης, Σαραντινάκης κ.ά. είχαν ξενοδοχεία. Έλληνες δημιούργησαν τυπογραφείο και εκδώσανε την εφημερίδα «Η περιοχή της Αζοφικής», αλλά ίδρυσαν και το μουσικό θέατρο της Οπερέτας που ήταν και το πρώτο στη Ρωσία. Το Πάσχα σούβλιζαν αρνιά και την Πρωτοχρονιά έλεγαν τα ελληνικά κάλαντα του Αγίου Βασιλείου και χόρευαν κυκλικούς χορούς. Και για να χτίσουν την εκκλησία του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, οι πλούσιοι Έλληνες μεταφέρανε στο Ροστόφ μάρμαρα από τη Σάμο!
Ταγκανρόγκ
Οι Ρώσοι θεωρούσαν τους Έλληνες κατάλληλους για όλα. Αγρότες για να μετατρέψουν τη στέπα σε καλλιεργημένη γη, έμποροι και εφοπλιστές για να διαθέτουν τα πλούσια προϊόντα της Ρωσίας σε όλο το γνωστό κόσμο, διανοούμενοι για να ανεβάσουν το μορφωτικό επίπεδο στις νεοσύστατες περιοχές, αξιωματικοί και στρατιώτες για να διευρύνουν τα όρια της Αυτοκρατορίας και να ενισχύσουν την ασφάλεια των κατοίκων της.
Γι’ αυτό, στα πιο σημαντικά τους εμπορικά κέντρα, οι Ρώσοι έδωσαν απλόχερα πάρα πολλά προνόμια στους Έλληνες, κάνοντας κάθε φορά, στα αναπτυξιακά διατάγματα των Αυτοκρατόρων, ιδιαίτερη μνεία στους Γραικούς. Από την Οδησσό ως τη Γεωργία, οι Έλληνες έλεγχαν ένα πολύ μεγάλο μέρος της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας.
Τα σκάφη «Άγιος Σπυρίδων», «Άγιος Νικόλαος», «Τρίτων», «Ασπασία», «Δωροθέα», «Παναγιά Αγριλιώτισσα» και «Παναγιά Πλαστηριώτισσα» είναι ένα ελάχιστο δείγμα των 993 πλοίων που κατείχαν οι Έλληνες ως υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και που στην περίοδο 1792-1806 μπαινόβγαιναν στα λιμάνια της Κριμαίας και της Αζοφικής με καπετάνιους από τη Σύρο, τις Σπέτσες, τη Ζάκυνθο, την Κεφαλονιά, τη Μύκονο και τα άλλα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους! Όταν η Ρωσία με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή το 1774 εξασφάλισε την ελευθερία να διαπλέουν τα πλοία με τη σημαία της το Βόσπορο και να βγαίνουν στο Αρχιπέλαγος, οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και των νησιών ήταν έτοιμοι να αξιοποιήσουν την καινούργια τεράστια ευκαιρία αφού σε όλο το προηγούμενο διάστημα τα δικά τους πλοία υπό οθωμανική σημαία ήταν ήδη εδραιωμένα στους εμπορικούς δρόμους της Μαύρης Θάλασσας. Σε πολλά απ’ αυτά τα πλοία αντικατέστησαν την οθωμανική σημαία με τη ρώσικη για να έχουν οι ιδιοκτήτες τους όλα τα προνόμια που πρόσφεραν οι τσάροι και οι τσαρίνες στους Έλληνες. Η Ευρώπη εκβιομηχανιζόταν, αλλά της ήταν εντελώς απαραίτητα τα τρόφιμα που υπήρχαν σε μεγάλη αφθονία στο ρώσικο σιτοβολώνα. Αυτή η ανάγκη οδήγησε πολλές χιλιάδες ανθρώπους απ’ όλη την Ευρώπη να προστρέξουν στη Νέα Ρωσία για να κάνουν μπίζνες. (στοιχεία από Ευριδίκη Σιφναίου και Τζελίνα Χαρλαύτη).
Κάτω απ’ αυτές τις ευνοϊκές συνθήκες, δεν είναι καθόλου περίεργο που, εκτός από την Οδησσό και τη Μαριούπολη, πήρε και το Ταγκανρόγκ τον τίτλο της «ελληνικής πόλης» χωρίς καν οι Έλληνες που το αποκαλούσαν Ταϊγάνιο, να αποτελούν την πλειονότητα των κατοίκων του.
Αν εξαιρέσεις τη Μαριούπολη με τα χωριά της που οι Έλληνες κάτοικοι ήταν γηγενείς από την Κριμαία, το Ταϊγάνιο συγκέντρωσε τους περισσότερους Έλληνες από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου. Οι Ρώσοι είχαν καταφέρει με τη δεύτερη προσπάθεια το 1769 να εκδιώξουν τους Οθωμανούς και να εφαρμόσουν την πολιτική του εποικισμού που είχαν επιλέξει για όλες τις νεοαποκτηθείσες περιοχές της Νέας Ρωσίας. Σ’ αυτό το σχέδιο, οι Έλληνες είχαν σχεδόν πάντα μια σίγουρη προνομιακή θέση που διατυπωνόταν ρητά στα αυτοκρατορικά διατάγματα.
Με το «Ελλήνων Γραικικόν Μαγιστράτον» με το οποίο οι Έλληνες αυτορρύθμιζαν τις υποθέσεις τους, με δασμολογικές απαλλαγές και περίπου 170 χιλιάδες στρέμματα γης για καλλιέργειες που μοιράστηκαν σε 92 δικαιούχους, στρατιωτικούς και εμπόρους, το ελληνικό στοιχείο εδραιώθηκε στην πόλη, έχτισε ωραία σπίτια, εκκλησίες, αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο, νοσοκομείο, γηροκομείο, βιομηχανίες, καταστήματα και δημόσια κτήρια. Σύμφωνα με τον Βασίλη Καρδάση «το 1783, δηλαδή λίγο μετά την εγκατάστασή τους στην πόλη, πραγματοποίησαν το 64% των συνολικών εξαγωγών του λιμανιού, έναντι 22% των εμπόρων αρμενικής καταγωγής, 11% των Ρώσων εμπόρων και μόλις 1% αφορούσε εξαγωγική δραστηριότητα εμπόρων που προέρχονταν από τη Δυτική Ευρώπη». Σε βάθος χρόνου, βέβαια, με την άφιξη κι άλλων εμπόρων από πολλές χώρες και την αισθητή αύξηση του αριθμού των κατοίκων της πόλης τα ποσοστά άλλαζαν, αλλά το ελληνικό στοιχείο παρέμεινε ακμαίο και καρποφόρο μέχρι την Επανάσταση του 1917 που έφερε μεγάλες ανατροπές σε ολόκληρη τη Ρωσία.
Χαρακτηριστική της μεγάλης επιρροής των Ελλήνων είναι η περίπτωση του πασίγνωστου συγγραφέα Αντόν Τσέχοφ. Όπως έχω γράψει στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου του Τσέχοφ «Νήσος Σαχαλίνη» (μετ. Ελένη Κατσιώλη, εκδ. Λέμβος, 2015), ο πατέρας του συγγραφέα που γεννήθηκε στο Ταγκανρόγκ το 1860, είχε τόσο μεγάλο θαυμασμό για τους Έλληνες επιχειρηματίες που ασκούσαν εμπορική-ναυτιλιακή δραστηριότητα στην πόλη, που όχι μόνο διάλεξε μια Ελληνίδα για νονά του γιου του, αλλά προσπάθησε και να τον «ελληνοποιήσει» στέλνοντας τον στο ελληνικό σχολείο προκειμένου να σταδιοδρομήσει επαγγελματικά κοντά στους Έλληνες. Βέβαια, ο Τσέχοφ δεν έμεινε για πολύ στο σχολείο, αλλά στην πορεία της ζωής του δεν έχανε την ευκαιρία να αναφέρεται στον ελληνικό πολιτισμό, εξομοιώνοντας τον εαυτό του ακόμα και με τον Οδυσσέα στο μακρύ και δύσκολο ταξίδι του στη Σιβηρία.
Συνεχίζεται…
Βιβλιογραφία (ενδεικτική)
«Ο εν τη νοτίω Ρωσία Ελληνισμός – Από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς», Κ. Α. Παλαιολόγος (Οδησσός, 1881)
«Οι Έλληνες κατά τον πρώτον επί Αικατερίνης Β΄ ρωσσοτουρκικόν πόλεμον 1768-1774», Παντελής Μ. Κοντογιάννης (εκδ. Καραβία, 1903)
«Οι Έλληνες της Ρωσίας τον 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα», Κωνσταντίνος Κ. Παπουλίδης (Αθήνα, 1988)
«Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία 1775-1861», Βασίλης Καρδάσης (εκδ. Αλεξάνδρεια, 1998)
«Ο Ελληνισμός του Εύξεινου Πόντου», Βασίλης Καρδάσης (εκδ. Μίλητος)
«Αρχαίοι ελληνικοί οικισμοί στις ακτές του Κόλπου του Ταγκανρόγκ και του κάτω ρου του Ντον στην Αζοφική Θάλασσα», Ιρίνα Β. Τολότσκο*
«Το Ταϊγάνιο των Ελλήνων: Ελληνική επιχειρηματικότητα στην παραμεθόριο του διεθνούς εμπορίου», Ευρυδίκη Σιφναίου και Τζελίνα Χαρλαύτη*
«Οι Έλληνες του Ροστόφ-στον-Ντον στα τέλη του 19ου – αρχές 20ου αιώνα», Τατιάνα Κονέβσκαγια*
«Έγγραφα για την ελληνική Διασπορά του Ντον και της Αζοφικής στο Κρατικό Αρχείο της περιφέρειας του Ροστόφ-στον-Ντον», Ζόγια Α. Τουμακόβα*
*Από τον συλλογικό τόμο «Οι Έλληνες της Αζοφικής 18ος – αρχές 20ου αιώνα» (εκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 2015)