Βιβλιοπαρουσίαση – αναδημοσίευση: «Μάιλς Ντέιβις / Εκτός κλίμακας» του Μάκη Μαλαφέκα (εκδόσεις Μελάνι)
Εντάξει, ένα βιβλίο για τον Μάιλς Ντέιβις, ένα βιβλίο για τζαζ, τρομπέτες και δισκογραφίες. Καλό ακούγεται για συλλέκτες και ειδικούς, άντε και για τους λάτρεις του είδους. Κάθε τέτοια σκέψη αποσυντίθεται γρήγορα αφού κανείς πάρει στα χέρια του το βιβλίο του Μάκη Μαλαφέκα (Μάιλς Ντέιβις / Εκτός κλίμακας, εκδ. Μελάνι) που κυκλοφόρησε μόλις πριν δύο μήνες.
Δώδεκα κείμενα, τα περισσότερα από τα οποία στροβιλίζονται γύρω από κάποιο κομμάτι του έργου του Ντέιβις, δεν ξεδιπλώνουνε απλά πτυχές της ζωής και της εποχής του. Με ορμητική ποιητική διάθεση και ερωτική ματιά, με την απολυτότητα και την υπερβολή που είναι εντελώς απαραίτητες για να γεννηθούν τολμηρές σκέψεις και μαγικές εικόνες, ο Μάκης Μαλαφέκας δεν γράφει μια βιογραφία. Γράφει για αυτούς που «με νότες έσπασαν τις αλυσίδες τους», μιλά για μαύρες νύχτες και καυτά καλοκαίρια, για χαλκό και μελανίνη, περιγράφει σχεδόν σε κάθε σελίδα το μπουνίδι ανάμεσα στο αυθεντικό και το ψεύτικο, το πρωτότυπο και την απομίμηση, το κλέψιμο και την επανοικειοποίηση της μουσικής και της γλώσσας, αναμεταδίδει την επεισοδιακή σχοινοβασία μεταξύ μαγκιάς, αλητείας και περηφάνιας, ομορφιάς και ασχήμιας, μαυρίλας και λάμψης.
Τελικά, διαβάζοντας το «Μάιλς Ντέιβις / Εκτός κλίμακας», κατά προτίμηση μετά μουσικής και κανένα κλείσιμο ματιού στον Σικελιανό, τον Λόρκα ή και τον Παλαμά, βυθίζεσαι στον ποιητικό λόγο του συγγραφέα, ταξιδεύεις όχι αναγκαστικά στο Σαιντ Λούις και το Οχάιο ή το Παρίσι και την Αλμερία, αλλά μπορεί και κάπου στην Αθήνα ή οπουδήποτε αλλού, σίγουρα όμως με τη συντροφιά ενός διαρκούς ψιλόβροχου από νότες, σκέψεις και συναισθήματα.
Το βιβλίο είναι το τρίτο του Μάκη Μαλαφέκα μετά τα «Λήμματα από την εποχή της κρίσης» (Futura, 2011) και την «Απόλυτη μειοψηφία» (Μελάνι, 2015). Ο Μ. Μαλαφέκας ασχολείται με τη λογοτεχνία και την ποίηση, το σχέδιο και τη ζωγραφική, ενώ κατά καιρούς αρθρογραφεί και εδώ, στον Δρόμο. Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο και το κεφάλαιο «Κάποτε στην τζαζ».
Γ.Π.
(…) Θέλει να είναι στη συμμορία, σε αυτή τη συμμορία γιατί είναι η καλύτερη απ’ όλες. Κι όταν αυτή διαλυθεί, και τα μέλη της αρχίσουν να φεύγουν ή να πεθαίνουν, θέλει τη δική του. Θέλει αυτό που είδε εκεί πάνω. Όμως φεύγουν, και πεθαίνουν, κι ο αθέατος κόσμος παίρνει τη μορφή και το σχήμα που τον κάνει αθέατο. Πίνει, ξαναπίνει, τρυπιέται, ξανατρυπιέται, χρέη, φυλακή. Αποτοξίνωση. Αποτυχημένη. Μικροσυμβόλαια. Ταπείνωση. Βγαίνουν τώρα στην πιάτσα πιο μικροί απ’ αυτόν· ο Τσετ, ο Σόννυ Ρόλλινς… Σύντομα θα τον έχουν ξεχάσει. Τελειωμένος στα είκοσι οκτώ του. Ξεφτίλα.
Αντιδράει. Αλλάζει ατζέντη, αλλάζει ποτό. Ξαναβρίσκει τον ήχο του. Πρέπει να βρει και τη συμμορία. Ανακαλύπτει έναν εικοσάρη, τον Τσέιμπερς – που θα τον κρατήσει σχεδόν για πάντα. Πείθει τον Ρόλλινς, κάτι κινείται. Όμως ο Ρόλλινς μπλέκει με ναρκωτικά, και αυτός. Δεν υπάρχει σαξόφωνο. Δεν υπάρχει. Η σκηνή του 44 είναι άδεια, κι είμαστε ήδη στο 55. Και στη σκηνή εμφανίζεται ο Τζον Κολτρέιν.
Μάγκα μου, αυτό το άτομο δεν υπάρχει. Ένας ντροπαλός γίγαντας, ένας απαλός δολοφόνος. Έχει να μάθει ακόμα, αλλά μαθαίνει γρήγορα. Είναι η τέλεια δύναμη, σπάει κόκκαλα, δένει τα πάντα. Είναι συνομήλικοι αλλά λέει τον Μάιλς δάσκαλο, παίζει με απίστευτη, πρωτοφανή δύναμη. Κανείς δεν ξέρει πού βάζει τόσο αέρα. Κι εμφανίζεται κι ο άλλος χίτμαν, βγαλμένος κατευθείαν απ’ τη λάβα του Μπερντ. Τζούλιαν «Κάνονμπωλ» Άντερλεϋ. Ποτέ καμία μπάντα δεν είχε δύο τέτοια σαξόφωνα! Ποτέ και καμία. Είναι τα μπράτσα του, οι μπράβοι του. Κι ο Τζίμι Κομπς στα ντραμς… Το πιο χαρούμενο name-dropping του μεταπολέμου.
Πίσω στη Νέα Υόρκη. Αλλάζει διαμέρισμα, γυναίκα. Το παίξιμό τους είναι τώρα μυθικό. Birdland! Παίζουν κάθε βράδυ μπροστά στον Μπράντο, τη Λιζ Τέυλορ, την Άβα Γκάρντνερ, τον Σούγκαρ Ρέυ Ρόμπινσον. Ο Κολτρέιν παίρνει πρέζα, την κόβει, πλακώνεται με τον Ντέιβις, πάει με τον Μονκ, επιστρέφει. Πετάει. Ο Μάιλς είναι στο στοιχείο του. Όλα αυτά, όλα, είναι το στοιχείο του. Τσιμπάει τον Μπιλ Έβανς και τον βάζει στο πιάνο. Ιδιοφυία με μπριγιαντίνη. Η συμμορία έχει στυλ, χαρακτήρα, τελειότητα.
Ο Κολτρέιν όμως θέλει να του φύγει, να κάνει δικά του. Free Jazz! Η Free είναι μαλακία, Τρέιν! Του το λέει και του το ξαναλέει. Θα φύγω. Αλλά δεν φεύγει ακόμα. Περιμένει. Ο Έβανς φτιάχνει δικό του σχήμα. Ο Μάιλς τον ξαναφέρνει για άλλη μια γύρα. Υπάρχει ακόμα το κουιντέτο; Οριακά. Το κόντρα φως της σκηνής του 44, τα φώτα κίτρινα, ηλεκτρικά, κι οι δρόμοι μπλε απ’ τη βροχή. 1959.
Είναι η ώρα που όλα μπαίνουν στη θέση τους, για μία μόνο στιγμή. Kind of Blue. Η συμμορία έχει διαλυθεί, αλλά τα μέλη της επιστρέφουν για ένα τελευταίο κόλπο. Τώρα θα ανέβουμε στη σκηνή και θα φύγουμε από μια άλλη έξοδο, πιο μετά. Θα τρέξουμε και θα φύγουμε. Όμως μην το σκέφτεσαι τώρα. Τώρα θα παίξουμε.
Είναι το ομορφότερο, αργό, ομιχλώδες, οπιομανές πιστολίδι της Αμερικής. Το σόλο του Κολτρέιν στο «Flamenco Sketches», ο Μάιλς να τον επιβλέπει, τώρα επιτίθεται αλλά αργεί, αργεί επίτηδες στο μπάσιμο του «All Blues», κρατιέται, βαστάει… δίνει! Και τον ξανασκεπάζει ο Τρέιν στο σόλο τού «So What», ξέρουν ακριβώς τι κάνουν, ως και τα λάθη είναι τέλεια, οι ελλείψεις, «Blues in Green», σταγόνα σταγόνα ο Έβανς, οι χορδές του πιάνου τεντωμένες, εκεί, τεντωμένες και χαλαρές. Αργά. Βγαίνουν από τη σιωπή. Σηκώνονται. Είναι ακίνητοι στον χρόνο. Τέλειοι. Αμήν.
Δεν θα παίξουν ποτέ ξανά μαζί. Η νέα συμμορία θα σκορπίσει. Όπως το 46, το 51… Άλλοι θα φύγουν, άλλοι θα χαθούν… Λίγες εβδομάδες μετά την ηχογράφηση, ο Μάιλς μαθαίνει ότι πέθανε η Μπίλλυ Χόλιντεϋ, στα σαράντα τόσα, σ’ ένα νοσοκομείο μόλις λίγα τετράγωνα παρακάτω, μ’ έναν μπάτσο στο ισόγειο γιατί ήταν υπό κράτηση. Αυτή, που του τραγουδούσε το «I Loves You, Porgy» κάθε φορά που της το ζητούσε, τα βράδια στο Apollo. Don’t let him handle me / With his hot hands / If you can keep me / I want to stay here with you forever.
Kind of Blue… Το κουιντέτο κατεβαίνει απ’ τη σκηνή. Είναι το αποκορύφωμα και το τέλος μιας χρυσής εποχής. Αν υπήρξε μια «εποχή της τζαζ» τη δεκαετία του 20 – η εποχή των βελούδινων ιστοριών του Σκοτ Φιτζέραλντ, με τη τζαζ μόνο ως υπόκρουση και τους Μαύρους ως χλωρίδα –, τότε ο μεταπολεμικός χαλκός είναι μια νέα «χρυσή εποχή». Μια εποχή μαχών, συμβόλων, αντικρουόμενων στυλ, χειραφέτησης του ήχου. Μια εποχή όπου οι συμμορίες της τζαζ ανοίγουν δρόμο και γράφουν οι ίδιες τις ιστορίες τους, μπλαβιάζοντας τις παρτιτούρες των καιρών.