Ελάχιστες χώρες τη σύγχρονη περίοδο έχουν αντιμετωπίσει τόσο έντονα αντιφατικές ερμηνείες της εθνικής τους ταυτότητας όσο η Τουρκία. Ερμηνείες που κυμαίνονται από εκείνες που τη χαρακτηρίζουν δυτική ή ισλαμική, «ζωτικής σπουδαιότητας κράτος» μέχρι και «κατακερματισμένη χώρα», λόγω του κουρδικού ζητήματος, και προσπαθούν να εντοπίσουν αναλογίες με το πώς αντιλαμβάνεται και επιδιώκει το «εθνικό της συμφέρον».
Τα τελευταία χρόνια, κυρίως μετά την ανάληψη της εξουσίας από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, του κ. Ερντογάν, και πιο συγκεκριμένα με το διορισμού του Α. Νταβούτογλου ως υπουργού Εξωτερικών, το ενδιαφέρον συγκεντρώνει ο λεγόμενος νεο-οθωμανισμός, που στην τρέχουσα ειδησεογραφία ταυτίζεται κυρίως με την εξωτερική πολιτική της χώρας αυτής και ιδίως με την ανάπτυξη μιας πυρετώδους δραστηριότητας στις χώρες της Μέσης Ανατολής, με την παρέμβασή της στο Παλαιστινιακό πρόβλημα και τη ρήξη με το Ισραήλ (ουσιαστική ή μη), το διαμεσολαβητικό ρόλο που επιθυμεί να παίξει στο ζήτημα εμπλουτισμού του ουρανίου μεταξύ Ιράν και Δύσης, την παρέμβασή της στις βαλκανικές χώρες, και γενικότερα με μια συμπεριφορά που δείχνει φιλοδοξία ανάδειξής της σε περιφερειακό ηγεμόνα μιας περιοχής που εκτείνεται από τα Βαλκάνια, μέχρι τον αραβικό κόσμο και την Κεντρική Ασία.
Ηγεμονισμός
Ο νεο-οθωμανισμός ορίζεται με δύο τρόπους, είτε ως μια εξωτερική πολιτική που προκύπτει από το αυτοκρατορικό παρελθόν της Τουρκίας είτε ως έκφραση ηγεμονικών σκοπών που καλύπτονται πίσω από μια εξωτερική πολιτική που έχει ως μότο της το «μηδέν πρόβλημα με τους γείτονες». Ο Ομέρ Τεσπινάρ, του Ινστιτούτου Μπρούκινγκς των ΗΠΑ και αρθρογράφος της εφημερίδας Today’s Zaman εξηγεί: «Ο νεο-οθωμανισμός βλέπει την Τουρκία ως περιφερειακή υπερδύναμη. Το στρατηγικό της όραμα και η κουλτούρα της αντανακλά τη γεωγραφική εμβέλεια της Οθωμανικής και Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Τουρκία είναι ένα σημαντικό κράτος και άρα πρέπει να παίξει πολύ ενεργό διπλωματικό και πολιτικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή της οποίας αποτελεί το κέντρο». Ωστόσο, επικριτές αυτής της αντίληψης, όπως ο δημοσιογράφος του CNN Turc Μ.Αλί Μπιράντ, βλέπουν σ’ αυτό το ρόλο επικίνδυνο τυχοδιωκτισμό, επιβλαβή τελικά για τα συμφέροντα της Τουρκίας, αφού μπορεί να προκαλέσει κραδασμούς στις σχέσεις με την Ουάσιγκτον.
Συγκεχυμένες εξελίξεις
Το ερώτημα που τίθεται είναι αν ο νεο-οθωμανισμός αποτελεί απλώς μια συνέχιση της πάγιας εξωτερικής πολιτικής του τουρκικού κράτους, προσαρμοσμένης στις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν τα τελευταία 20 χρόνια ή αντανάκλαση εσωτερικών διαδικασιών, κοινωνικών και πολιτικών, στην ίδια την Τουρκία ή, ακόμα, συνδυασμό αυτών των δύο.
Η Τουρκία που, παραδοσιακά, ήταν βασικός πυλώνας του ΝΑΤΟ στη νότια περιφέρεια της ΕΣΣΔ , εμφανίζει συγκεχυμένες εξελίξεις, όπως λέει ο Εργκίν Γιλδίζογλου, στην εφημερίδα Τζουμχουριέτ (19/3): «Η κυβέρνηση φαίνεται να έχει διακηρύξει την ανεξαρτησία της από τις ΗΠΑ, την Ε.Ε. και το Ισραήλ και να αναβιώνει τους παλιούς δεσμούς με τις ισλαμικές χώρες», ήδη συζητούνται οι «επιπτώσεις του άξονα Ιράν-Συρίας-Τουρκίας στη γεωπολιτική ισορροπία της Μέσης Ανατολής» και το «άστρο του Ερντογάν ανέρχεται συνεχώς στον αραβικό κόσμο». Ταυτόχρονα, όμως, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί πως η Τουρκία ενδιαφέρεται τα μέγιστα να διατηρήσει τους δεσμούς της με τη Δύση, καλλιεργεί σχέσεις «στρατηγικού εταίρου» με τη Ρωσία και εντάσσεται στους αμερικανικούς σχεδιασμούς, στρατιωτικούς (Αφγανιστάν, Ιράκ) όσο και ενεργειακούς.
Τουρκο-ισλαμική σύνθεση
Υποστηρίζεται από πολλούς ότι ο νεο-οθωμανισμός συνδέεται οργανικά με μια νέα αντίληψη περί εθνικής ταυτότητας και άρα μ’ έναν καινούργιο προσδιορισμό του τουρκικού εθνικού συμφέροντος, πράγματα που προέκυψαν από εσωτερικές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές με αφετηρία τη δεκαετία του 1980. Βασική πτυχή αυτής της καινούργιας πραγματικότητας ήταν η άνοδος του ισλαμισμού και η σύγκρουση με το κεμαλικό κατεστημένο και με τον πυρήνα του, τους στρατιωτικούς, η οποία τα τελευταία χρόνια πήρε οξύτατες μορφές. Το πρώτο νήμα που ξήλωσε την παγιωμένη κατάσταση ενός δυτικότροπου, ομογενοποιημένου τουρκικού κράτους το τράβηξαν οι ίδιοι οι στρατιωτικοί, όταν, για να αφανίσουν την κομμουνιστική και αριστερή ιδεολογία που ανθούσε στη δεκαετία του 1970 και να κερδίσουν το μυαλό και το συναίσθημα των κατώτερων στρωμάτων, στράφηκαν προς το Ισλάμ. Επιχειρώντας να αποπολιτικοποιήσουν την τουρκική κοινωνία, μετά το πραξικόπημα του 1980, οι στρατιωτικοί και οι κρατικές ελίτ ενδυνάμωσαν το ισλαμικό κίνημα. Από το 1983 και μετά, ο ριζοσπαστικός κοσμικός χαρακτήρας του κράτους, μία από τις θεμελιώδεις αρχές του κεμαλισμού, σταδιακά αντικαταστάθηκε από μια νέα ερμηνεία της ιστορίας που βασίστηκε στη λεγόμενη τουρκο-ισλαμική σύνθεση ενσωματώνοντας το Ισλάμ στην εθνική τουρκική ταυτότητα και επιφέροντας σοβαρές αλλαγές τόσο στην τουρκική αυτοαντίληψη, όσο και στην ίδια τη σύνθεση των κρατικών ελίτ, με την είσοδο νέων στρωμάτων ισλαμικών πεποιθήσεων. Καταλυτικό ρόλο έπαιξαν αναμφίβολα οι διεθνείς εξελίξεις της δεκαετίας του 1990, κυρίως η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η εμφάνιση μιας σειράς νέων κρατών με μουσουλμανικούς πληθυσμούς στην ευρύτερη περιοχή και το νέο διεθνές περιβάλλον που διαμόρφωσε η κατάργηση του διπολισμού και η παγκοσμιοποίηση. Το εκλαμβανόμενο ως εθνικό συμφέρον συνδέθηκε με την αναζήτηση από τις τουρκικές ελίτ μιας τουρκο-ισλαμικής ταυτότητας που δεν περιορίζεται εδαφικά. Σ’ αυτό συντέλεσε και η εμφάνιση, με την εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού από την εποχή του Τ. Οζάλ, νέων μη κρατικών οικονομικών ελίτ, ισλαμικών πεποιθήσεων, από τις περιφέρειες της χώρας, που επιδίωκαν διεξόδους εμπορίου και οικονομικής επέκτασης, και πολιτικά μεν προέκριναν τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό, αλλά οικονομικά ήταν εξαιρετικά επιφυλακτικές. Ο νέος γεωπολιτικός ρόλος που επιφύλαξε για τον εαυτό της αυτή η νέα σύνθεση, τώρα πια σε μια πολύ ευρύτερη και ρευστή περιοχή, φαίνεται πως επαναπροσδιορίζει το ρόλο της Τουρκίας στο πλαίσιο της αμερικανικής και γενικότερης δυτικής πολιτικής σήμερα.