Μετά τον πόλεμο, το ενδιαφέρον κυρίως των Αμερικάνων μεταξύ των τριών δυτικών συμμάχων για να εντοπιστούν, να κατηγορηθούν και να δικαστούν οι βαθμοφόροι ναζί και οι πιο στενοί συνεργάτες και υποστηρικτές τους, προκειμένου να αποναζιστικοποιηθεί η Γερμανία και να εκδημοκρατιστεί κατά τα αμερικανικά πρότυπα, δεν κράτησε πολύ. Πριν ακόμα τελειώσουν οι δίκες της Νυρεμβέργης, με το σχέδιο Μάρσαλ και το δόγμα Τρούμαν έβαλαν σ’ εφαρμογή το μακροχρόνιο σχέδιο για τον Ψυχρό Πόλεμο που θα καθόριζε εφεξής τις σχέσεις των δυτικών με τη Σοβιετική Ένωση και κατά προέκταση θα άλλαζε ριζικά την πολιτική τους απέναντι στους ναζί αξιολογώντας και μετατρέποντας τους ηττημένους και υπό δίωξη χιτλερικούς εγκληματίες σε εργαλεία, αναχώματα και εμπροσθοφυλακές κατά του κομμουνιστικού ανατολικού μπλοκ. Έτσι, ψυχροπολεμικά, έκαναν τους εχθρούς στενούς συνεργάτες και τους συμμάχους άσπονδους εχθρούς. Γι’ αυτό, αυτοί που τιμωρήθηκαν αυστηρά, όπως έπρεπε, ήταν ελάχιστοι. Οι υπόλοιποι, ασυγκρίτως περισσότεροι, με δηλώσεις μετανοίας και νομιμοφροσύνης στους νικητές, έπεσαν στα μαλακά, απαλλάχτηκαν οριστικά από τις ευθύνες τους και πολλοί αποκαταστάθηκαν στις θέσεις που κατείχαν στο ναζιστικό καθεστώς ή προωθήθηκαν σε ανώτερες, από υπουργικά πόστα μέχρι την προεδρία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Ακόμα και ναζί εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου επιστρατεύτηκαν για να συμπράξουν στον Ψυχρό Πόλεμο.
Σταχυολογώντας από τα αμέτρητα «παραδείγματα», παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα αυτού του είδους από το περιοδικό Der Spiegel:
Οι Σύμμαχοι
«Ο αρχιναζιστής στα SS Theodor Emil Saevecke, μέλος στο Ναζιστικό Κόμμα από το 1929, οργάνωσε επιχειρήσεις καταναγκαστικής εργασίας με τη συμμετοχή Εβραίων της Πολωνίας και της Τυνησίας και διοικούσε τη Γκεστάπο στο Μιλάνο, όπου ήταν υπεύθυνος για εκατοντάδες εκτελέσεις. Μετά τον πόλεμο, έμεινε πιστός στην κοσμοθεωρία του “εθνικοσοσιαλιστή”, αλλά για τη CIA, αν και καταδικάστηκε σε ισόβια, ο Theo Saevecke ήταν πολύτιμος γιατί ένιωθε ένα βαθύ μίσος για τον κομμουνισμό από τη δεκαετία του 1920∙ ήταν πρώην στέλεχος των Freikorps, φανατικός πολέμιος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και της Αριστεράς. Πέθανε το 2000 αποκατεστημένος στη Γερμανία και ασφαλής απέναντι στους Εβραίους διώκτες των ναζί εφ’ όσον ήταν προστατευόμενος της CIA.
Μέχρι την πτώση του Τρίτου Ράιχ, ο Reinhard Gehlen, στρατηγός του γερμανικού στρατού κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, έγραφε αναλύσεις για τον Κόκκινο Στρατό. Το 1946, οι Αμερικάνοι τον στρατολόγησαν για να συνεχίσει τις δραστηριότητές του στον αμερικανικό στρατό. Όταν ένας γερουσιαστής ρώτησε τον πρόεδρο Χάρι Τρούμαν για τη συνεργασία με τον Γκέλεν, ο Τρούμαν γκρίνιαξε: “Αυτός ο Γκέλεν, δεν με νοιάζει αν σκοτώνει μύγες. Αν μπορεί να μας βοηθήσει, θα τον χρησιμοποιήσουμε”.
Μια ομάδα ιστορικών ορίστηκε για να διερευνήσει το ερώτημα γιατί η Ομοσπονδιακή Αντικατασκοπεία (BND) στρατολόγησε πρώην ναζιστές κακοποιούς. Γιατί χρησιμοποίησε κάποιους σαν τον Konrad Fiebig, μέλος παραστρατιωτικής ομάδας θανάτου των SS, της Einsatzgruppe, που κατηγορήθηκε για τις δολοφονίες 11.000 Εβραίων στη Λευκορωσία;
Ο αρχικός σκοπός της BND ήταν να ανακαλύψει, εκ μέρους των Αμερικανών, τι επιδιώκουν οι πράκτορες της Μόσχας στη ζώνη κατοχής των Αμερικανών. Αλλά ο συντηρητικός εθνικιστής Γκέλεν χρησιμοποίησε την επιχείρηση αντικατασκοπείας για να αναπτύξει ένα σύστημα πληροφοριοδοτών ενάντια στους ειρηνιστές και τους κομμουνιστές. Σύντομα διαδόθηκε μεταξύ των πρώην ναζί ότι μπορούσαν να κερδίζουν καλά λεφτά δουλεύοντας για τον Γκέλεν.
Όποιος περιστασιακά ταξίδευε στην Ανατολική Γερμανία, όποιος έκανε αριστερές πολιτικές δηλώσεις ή ξεσκέπαζε κάποιον ναζί που δούλευε για τις υπηρεσίες Ασφαλείας, κινδύνευε να βρεθεί υπό επιτήρηση, να ελέγχεται το ταχυδρομείο του και οι τηλεφωνικές του συνομιλίες από την BND […]Ακόμη και κορυφαίοι πολιτικοί τέθηκαν υπό παρακολούθηση, συμπεριλαμβανομένου του μετέπειτα επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του SPD, Herbert Wehner (“εξαιρετικά επικίνδυνου εχθρού του κράτους”) και του μετέπειτα προέδρου Gustav Heinemann, ο οποίος παρακολουθείτο επειδή χαρακτηρίστηκε ως ύποπτο “στοιχείο”.
Οι αξιωματικοί αφιέρωσαν ιδιαίτερη προσοχή σε ανθρώπους γνωστούς ως “ταξιδιώτες της υπαίθρου”, οι οποίοι εξακολουθούσαν να αναφέρονται ως “τσιγγάνοι” κατά τη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ. Ένα εγχειρίδιο του 1967 γράφει: “Η τάση για έναν αδέσμευτο αδέσποτο τρόπο ζωής και μια έντονη αποστροφή προς την εργασία είναι από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός τσιγγάνου”. Για τουλάχιστον μια δεκαετία μετά το τέλος του πολέμου, το BKA συμπεριλάμβανε τον αριθμό που οι φυλακισμένοι είχαν χαραγμένο στο μπράτσο για έναν υποτιθέμενο παραβάτη στο προφίλ αναζήτησής του». (περ. Der Spiegel, 6 Μαρτ. 2012)
Μόνο η Στάζι;
Τα παραπάνω είναι μόνο ενδεικτικά για το πώς λειτούργησε τελικά το δυτικογερμανικό κράτος. Εάν διαβάσει κανείς τις μελέτες που έχουν δημοσιευτεί για το πώς λειτούργησαν οι μηχανισμοί για την αποναζιστικοποίηση, παρεμπιπτόντως θα διαπιστώσει ότι τελικά χρησιμοποιήθηκαν μάλλον περισσότερο για να εντοπίζουν, να παρακολουθούν και να στριμώχνουν τους κομμουνιστές, τους ειρηνιστές, τους ακτιβιστές και κάθε πρόσωπο που είχε ή θα μπορούσε να έχει σχέσεις οποιουδήποτε είδους με την Ανατολική Γερμανία και το ανατολικό μπλοκ εν γένει. Και εξ αυτού προκύπτει σαφώς το συμπέρασμα ότι ιδίως μετά το 1990 και με νέα ένταση μέχρι σήμερα, γίνεται μια συστηματική προπαγάνδα, με ταινίες, άρθρα, βιβλία, μελέτες, ντοκιμαντέρ, εκθέσεις, διαλέξεις και ρεπορτάζ, για το ρόλο των υπηρεσιών Ασφαλείας της Ανατολικής Γερμανίας, αλλά καμία για το ρόλο κατά την ίδια περίοδο των υπηρεσιών Ασφαλείας της Δυτικής Γερμανίας που διέθεταν πολύ πιο εξελιγμένα «μέσα» από τα πεπαλαιωμένα με τους χάρτινους φακέλους και τις ζωντανές «ακροάσεις» της άλλης πλευράς. Μια δραστηριότητα πολύ εκτεταμένη, μαζική και παρεμβατική που δεν δημοσιοποιείται, σε αντίθεση με τα πεπραγμένα της Στάζι που τα έχουν δημοσιοποιήσει και τα φωτίζουν με προβολείς για να δυσφημήσουν μονόπλευρα το ανατολικογερμανικό καθεστώς. Και βέβαια, δεν ήταν μόνο οι παρακολουθήσεις κάθε ανθρώπου με ναζιστικό ή κομμουνιστικό στίγμα από τις υπηρεσίας Ασφαλείας. Ούτε μόνο οι Αμερικάνοι που είχαν το πάνω χέρι στη δημιουργία της ΟΔΓ. Και οι Βρετανοί με τις δικές τους υπηρεσίες κατέγραφαν τις κινήσεις των ναζί, αλλά έκαναν και κραυγαλέες παρεμβάσεις για να ευνοήσουν την καταξίωση και κυριαρχία των πιο συντηρητικών δυνάμεων στο πολιτικό γίγνεσθαι του νεοσύστατου κρατικού μορφώματος.
Ενδεικτικά:«Όταν οι Βρετανοί κατέγραψαν τις συνομιλίες μιας ομάδας πρώην ναζί που περιέβαλαν τον Werner Naumann, τον πρώην αναπληρωτή υπουργό Προπαγάνδας των ναζί Joseph Göbbels, σχημάτισαν την εντύπωση ότι οι πρώην ναζί διείσδυαν στο Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FDP) στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία. Τη νύχτα της 14ης Ιανουαρίου 1953, αξιωματικοί της βρετανικής στρατιωτικής αστυνομίας περικύκλωσαν τα σπίτια στις δυτικές και βόρειες πόλεις Σόλινγκεν, Ντίσελντορφ και Αμβούργο όπου διέμεναν οι ναζί συνωμότες και τους συνέλαβαν. Το επόμενο πρωί, η κατοχική δύναμη ενημέρωσε ένα έκπληκτο κοινό ότι οι ναζί εφαρμόζουν “σχέδια για την ανάκτηση της εξουσίας στη Δυτική Γερμανία”». (περ. Der Spiegel)
Και η Barbara Marshall, στη μελέτη της για το Ανόβερο, αποκαλύπτει ότι οι Βρετανοί έδωσαν αθέμιτα πλεονεκτήματα στις συντηρητικές ομάδες απέναντι στους σοσιαλδημοκράτες στερώντας το SPD από βασικά οργανωτικά μέσα, όπως με την απαγόρευση που του επέβαλαν για τη δημιουργία οργανώσεων νεολαίας και αθλητικών ομάδων. Λόγω του βρετανικού ελέγχου στην οργάνωση του SPD, εμποδίστηκαν οι σοσιαλδημοκράτες να δημιουργήσουν μια λειτουργική κοινότητα. Έτσι, δεν ήταν σε θέση να οργανωθούν αποτελεσματικά, πράγμα που ήταν ακριβώς αυτό που επιθυμούσαν οι Βρετανοί.
Τα ταμπού
Απαντώντας σε επίμονο αίτημα του Αριστερού Κόμματος Die Linke, «η γερμανική κυβέρνηση ανακοίνωσε επίσημα, για πρώτη φορά, κάτι που είχε αντιμετωπιστεί ως ταμπού στις κυβερνητικές αίθουσες για δεκαετίες: Συνολικά 25 υπουργοί του υπουργικού συμβουλίου, ένας πρόεδρος και ένας καγκελάριος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας –όπως είναι επίσημα γνωστή η μεταπολεμική Γερμανία– ήταν μέλη ναζιστικών οργανώσεων». Μεταξύ των πιο γνωστών, το στέλεχος της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης, βουλευτής από το 1949 ως το 1980 και υπουργός Δικαιοσύνης Richard Jäger, ήταν από το 1933 μέλος της χιτλερικής παραστρατιωτικής οργάνωσης SA. Και ο διάσημος, αρχικά υπουργός Εσωτερικών και στη συνέχεια υπουργός Εξωτερικών της ΟΔΓ, Hans-Dietrich Genscher, ήταν μέλος του Ναζιστικού Κόμματος. Και άλλοι πολλοί υπουργοί σε νευραλγικά υπουργεία.
Μόνο στα τέλη της δεκαετίας του 1968, τα προοδευτικά κινήματα που είχαν μεγάλη έξαρση μπόρεσαν να ανακινήσουν το θέμα ζητώντας απολογισμό, διαφάνεια και κάθαρση, αλλά τα αποτελέσματα ήταν πολύ περιορισμένα.
«Για χρόνια, η αντίληψη ότι στελέχη των ναζιστικών καθεστώτων μπόρεσαν να βρουν τον τρόπο να τοποθετηθούν στα ανώτερα επίπεδα της κυβέρνησης στη νεαρή Ομοσπονδιακή Δημοκρατία και ότι τα πρώην μέλη του Ναζιστικού Κόμματος έδωσαν τον τόνο σε μια χώρα που διέπεται από το μεταπολεμικό σύνταγμα, κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960, ήταν ανέκαθεν ένα θέμα για τους ιστορικούς.»
Κανένα υπουργείο στη Δυτική Γερμανία δεν γλίτωσε από τον στρατό των επιζώντων συνεργών, βοηθών και εξαρτημάτων του χιτλερικού καθεστώτος. «Αυτή η συνεχιζόμενη δραστηριότητα των παλαιών εθνικοσοσιαλιστών είναι μια θεμελιώδης πληγή του εσωτερικού συντάγματος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας», δήλωσε ο Karl Jaspers, φιλόσοφος της Δυτικής Γερμανίας στην εποχή της ανασυγκρότησης, το 1966.(περ. Der Spiegel)
Μαζική συγκάλυψη
«Ο Βερολινέζος ιστορικός Michael Wildt, υπολογίζει ότι “σημαντικές νέες πληροφορίες” θα προκύψουν από το άνοιγμα των αρχείων των κυβερνητικών υπηρεσιών. Είναι πεπεισμένος ότι θα καταστεί σαφές ότι όλα τα κυβερνητικά ιδρύματα, υπό την προϋπόθεση ότι υπήρχαν τότε, συμμετείχαν “στα μαζικά εγκλήματα των ναζί”. Και τα ιδρύματα που δημιουργήθηκαν πρόσφατα βάσει του μεταπολεμικού συντάγματος, κυρίως η αστυνομία και οι υπηρεσίες πληροφοριών, στελεχώθηκαν σε μεγάλο βαθμό με δημόσιους υπάλληλους από τις παλιές, εγκληματικές οργανώσεις. Υπουργεία και κυβερνητικές υπηρεσίες έχουν “συγκαλύψει, αρνηθεί και καταπιέσει” τη σκοτεινή ιστορία τους», λέει ο Wildt.Για παράδειγμα, μόλις το 2007, «το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Μεταφορών εξέδωσε μια λεπτομερή έκθεση για το παρελθόν του. Αυτό που αποδείχθηκε είναι ότι χιλιάδες ενάρετοι εργαζόμενοι των σιδηροδρόμων ήταν πρόθυμα εξαρτήματα για τη γενοκτονία των Εβραίων». Συγκάλυψη, άρνηση και καταπίεση. Είναι μια χρέωση που δεν ισχύει μόνο για πολιτικούς και δημόσιους υπάλληλους, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της δημοκρατίας. Ανώτερα μέλη των μέσων ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένου του Spiegel, αποδείχθηκε ότι ήταν απρόθυμοι ή ανίκανοι να χτυπήσουν το συναγερμό. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, δεδομένου του αριθμού των πρώην ναζί που είχαν εισβάλει στα γραφεία σύνταξης.
«Περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι από την εν λόγω γενιά εργάστηκαν για την κυβέρνηση στα πρώτα χρόνια της δημοκρατίας. Σύμφωνα, όμως, με την έκθεση, μόνο περίπου 200.000 προσωπικοί φάκελοι προσωπικού απ’ αυτήν την περίοδο εξακολουθούν να υπάρχουν.» (περ. Der Spiegel)
Η «τύχη» των βιομηχάνων
Στις μεγάλες δίκες της Νυρεμβέργης, που χωρίζονται σε δύο φάσεις και διεξάχθηκαν μέχρι το 1949, συμπεριλαμβάνεται και η δίκη των 24 ηγετικών στελεχών της βιομηχανικής εταιρείας IG Farben, το 1948. Η κολοσσιαία εταιρία είχε συνεργαστεί πολύ στενά με τους ναζί, χρησιμοποιώντας σαν δούλους κρατούμενους από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι κατηγορίες ήταν πολλές και βαριές. Όμως, μόνο δεκατρείς κρίθηκαν ένοχοι με ποινές φυλάκισης από ενάμιση έως οκτώ χρόνια φυλάκιση. (Ina R. Friedman, The Wiener Holocaust Library)
Η Farben ήταν ένας όμιλος οκτώ κορυφαίων γερμανικών εταιριών που κατασκεύαζαν χημικά, συμπεριλαμβανομένων των Bayer, Höchst και BASF, οι οποίες τότε ήταν οι μεγαλύτερες χημικές εταιρείες στη Γερμανία. Η IGF ήταν η μεγαλύτερη χημική επιχείρηση σε ολόκληρο τον κόσμο.
Σε μια συνάντηση κορυφαίων Γερμανών βιομηχάνων με τους Hjalmar Schacht, Hermann Göring και Heinrich Himmler, που πραγματοποιήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 1933, η IGF συνεισέφερε 400.000 γερμανικά μάρκα στο Ναζιστικό Κόμμα, το μεγαλύτερο μέρος στο συνολικό ποσό των 3 εκατομμυρίων μάρκων που συγκεντρώθηκαν σε αυτή τη συνάντηση των Γερμανών βιομηχάνων για την προεκλογική εκστρατεία του Ναζιστικού Κόμματος.
Παρά την παρουσία αρκετών Εβραίων μελών στο διοικητικό συμβούλιο της IGF και το γεγονός ότι ακόμη και μετά το 1933 η ναζιστική προπαγάνδα συνεχίστηκε για κάποιο διάστημα να επιτίθεται στην IGF ως παράδειγμα μιας διεθνούς εβραϊκής εταιρείας που εκμεταλλευόταν τους εργαζομένους της, οι επαφές μεταξύ της διοίκησης της IGF και της κυβέρνησης έγινε όλο και πιο στενή, αφού τα προϊόντα του μεγάλου χημικού συγκροτήματος ήταν απαραίτητα στην προσπάθεια των ναζί να οπλιστούν. Μέχρι το 1937 κανένας Εβραίος δεν είχε παραμείνει ως διοικητικό στέλεχος της IGF ή στο διοικητικό της συμβούλιο. Η πλειοψηφία του διοικητικού συμβουλίου προσχώρησε στο Ναζιστικό Κόμμα. Μέσω οικονομικού και πολιτικού εκβιασμού, η IGF απέκτησε σημαντικά χημικά εργοστάσια στις περιοχές που προσαρτήθηκαν στο Ράιχ ή καταλήφθηκαν από τους Γερμανούς.
Το διοικητικό συμβούλιο επέλεξε το Άουσβιτς στην Άνω Σιλεσία, ως το μέρος όπου έπρεπε να εγκατασταθεί η νέα του μονάδα, όχι μόνο λόγω των εξαιρετικών σιδηροδρομικών συνδέσεων και της εγγύτητας των ορυχείων άνθρακα, αλλά κυρίως επειδή το στρατόπεδο συγκέντρωσης προσέφερε στην IGF σημαντικό και φτηνό εργατικό δυναμικό, έως και 10.000 κρατούμενους για την κατασκευή του νέου εργοστασίου.
Το χημικό εργοστάσιο Buna, στην ακμή του το 1944, χρησιμοποιούσε 83.000 σκλάβους εργάτες. Το φυτοφάρμακο Zyklon B, για το οποίο η IG Farben κατείχε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, κατασκευαζόταν από την Degesch (Deutsche Gesellschaft für Schädlingsbekämpfung), στην οποία η IG Farben κατείχε το 42,2 % και είχε διαχειριστές της IG Farben στη διοικούσα της επιτροπή. Σήμερα, το εργοστάσιο λειτουργεί ως Dwory S.A.
Μετά την ήττα του Τρίτου Ράιχ, στο Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο που πραγματοποιήθηκε στη Νυρεμβέργη, οι Ηνωμένες Πολιτείες, ως κατοχική δύναμη, διεξήγαγαν δίκες εναντίον των κορυφαίων αξιωματούχων τριών μεγάλων βιομηχανικών συγκροτημάτων: Krupp, Flick και IG Farben.
Η δίκη της IGF ήταν η μεγαλύτερη από όλες στην κατηγορία των βιομηχανιών. Όλοι οι κατηγορούμενοι διώκονταν για τα ίδια εγκλήματα με τους κατηγορούμενους της Krupp: σχεδιασμό και διεξαγωγή επιθετικών πολέμων, συνωμοσία για αυτό το σκοπό, οικονομική λεηλασία και καταναγκαστική εργασία και υποδούλωση αιχμαλώτων πολέμων, απελαθέντων και κρατουμένων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Επιπλέον, τρεις κατηγορούμενοι βαρύνονταν με συμμετοχή στα SS.
Οι εισαγγελείς ήταν πεπεισμένοι ότι πολύ πριν από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, οι διευθυντές του IG Farben επιθυμούσαν μια δικτατορία που θα ήταν «ικανή να ενεργεί χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις ιδιοτροπίες των μαζών» και ότι ήθελε να «κυριαρχήσει σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή χημική βιομηχανία, αν είναι δυνατόν και εκτός Ευρώπης». Ακόμη και πριν ο Χίτλερ καταλάβει την εξουσία, η IG Farben είχε συνάψει συμφωνίες μαζί του για κυβερνητική υποστήριξη προκειμένου να επεκτείνει τις εγκαταστάσεις της για την παραγωγή συνθετικής βενζίνης.Στη δίκη της IGF, κατηγορούμενοι ήταν ο πρόεδρος του συμβουλίου Carl Krauch και αρκετοί συνεργάτες του. Οι κυριότερες κατηγορίες ήταν:
1. Προετοιμασία και διεξαγωγή επιθετικού πολέμου.
2. Εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας με λεηλασία των κατεχόμενων εδαφών.
3. Υποδούλωση και δολοφονία πολιτικών πληθυσμών, αιχμαλώτων πολέμου και αιχμαλώτων από τα κατεχόμενα εδάφη.
Οι ποινές που επιβλήθηκαν στους Ambros και Durrfeld ήταν οι πιο αυστηρές, οκτώ χρόνια. Όμως, μέχρι το 1951, όλοι οι αξιωματούχοι της IGF που είχαν καταδικαστεί είχαν αποφυλακιστεί. Τα εργοστάσια της IGF που βρίσκονταν στη σοβιετική ζώνη κατοχής κρατικοποιήθηκαν, ενώ στις ζώνες που κατέλαβαν οι δυτικές δυνάμεις παρέμειναν στους ιδιοκτήτες τους.Στη Δυτική Γερμανία, ουσιαστικά το συγκρότημα χωρίστηκε στα τρία αρχικά του μέρη –Bayer, BASF και Höchst– των οποίων ο ισολογισμός μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950 είχε ήδη ξεπεράσει αυτόν της αρχικής IGF. Ο τελικός νόμος εκκαθάρισης της IGF, το 1955, κατάργησε όλους τους περιορισμούς που είχαν επιβάλλει οι Σύμμαχοι. Πολλοί από τους κορυφαίους αξιωματούχους της IGF, συμπεριλαμβανομένων των Ter Meer και Ambros, σύντομα βρέθηκαν ξανά σε ηγετικές θέσεις στη γερμανική χημική βιομηχανία.Μετά από αυτή την απόφαση και μετά από παρατεταμένες διαπραγματεύσεις, η υπό εκκαθάριση IGF συμφώνησε να διαθέσει 27 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα υπέρ του Εβραϊκού Κογκρέσου Υλικών Απαιτήσεων για να καλύψει τις αξιώσεις όλων των Εβραίων που υπήρξαν καταναγκαστικοί εργαζόμενοι. Στην πληρωμή δόθηκε χαρακτήρας εθελοντικός για να μην θεωρηθεί ότι αποτελεί παραδοχή ενοχής. Η IGF δεν κατέβαλε καμία αποζημίωση σε μη Εβραίους εξαναγκασθέντες εργάτες και κρατούμενους.
(Τα στοιχεία είναι από την «Ομάδα Έρευνας για την Εκπαίδευση και το Αρχείο του Ολοκαυτώματος»)