Η σκιά του Βόλφγκαγκ Σόιμπλε πέφτει βαριά πάνω από τις παρασκηνιακές διεργασίες για το μεταμνημονιακό μέλλον της Ελλάδας. Και μαζί της πέφτει η σκιά όλης της «βαθιάς» γερμανικής ελίτ που δηλώνει με κάθε ευκαιρία ότι δεν πρόκειται να επιτρέψει αποκλίσεις από τη στρατηγική της «σύνεσης» τόσο ειδικά για τη διαχείριση του ελληνικού ζητήματος, όσο και ευρύτερα για τη μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης και τη θωράκισή της απέναντι σε οποιαδήποτε επόμενη κρίση.
Η διαρροή από τη γερμανική εφημερίδα Handelsblatt των σχεδίων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους που προτείνουν η γαλλική κυβέρνηση και ο ESM προκάλεσε ποικίλες και αντίρροπες αντιδράσεις. Από τη μια πλευρά οι αγορές έσπευσαν να επιβραβεύσουν τις προθέσεις, από τις οποίες προκύπτει μια αισθητή, αν και λογιστική ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, με πτώση των αποδόσεων των δεκαετών ελληνικών ομολόγων κάτω από το 4%. Σε μια πιο προχωρημένη προσέγγιση, ρεπορτάζ του CNBC προέβαλε την εκτίμηση ότι ακόμη και αν προκύψουν πρόωρες εκλογές λίγο μετά την ολοκλήρωση του Μνημονίου, αυτό θα έδινε ώθηση στο ελληνικό χρηματιστήριο, είτε με Ν.Δ. είτε με ΣΥΡΙΖΑ στο προβάδισμα. Ήτοι, οι αγορές θεωρούν την Ελλάδα «πολιτικά ασφαλή». Όπως ανέφερε στο ρεπορτάζ αναλυτής της Societe Generale, «οι επενδυτές έχουν συνηθίσει πλέον τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα».
Προειδοποιητικά πυρά
Από την άλλη πλευρά, στη Γερμανία όπου ο συνασπισμός Χριστιανικής Ένωσης και Σοσιαλδημοκρατών δοκιμάζει τα πρώτα βήματα ολικής επαναφοράς στο ευρωπαϊκό προσκήνιο, εκτοξεύτηκαν προειδοποιητικά πυρά προς την κυβέρνηση να μην υπερβεί τις κόκκινες γραμμές που έχει χαράξει ο Σόιμπλε. Το Οικονομικό Συμβούλιο του CDU, που συγκροτείται από στελέχη επιχειρήσεων, προειδοποιεί τον σοσιαλδημοκράτη υπουργό Οικονομικών Όλαφ Σολτς να δει «αντικειμενικα» την οικονομική πραγματικότητα στην Ελλάδα και την «απροθυμία» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για συνέχεια στις «μεταρρυθμίσεις». Ταυτόχρονα, ο εκπρόσωπός του κ. Στάιγκερ (Βόλφγκαγκ κι αυτός…) υπενθυμίζει το παλιό δίλημμα: «Προκειμένου να αποκαταστήσει την ανταγωνιστικότητά της (σ.σ. η Ελλάδα), πρέπει να προχωρήσει σε υποτίμηση. Έτσι θα μπορούσαν τα προϊόντα και οι υπηρεσίες τους να γίνουν φθηνότερα. Αλλά αυτό είναι δυνατό μόνο εκτός του ευρώ». Αλλά και η «φιλικότερη» προς την ελάφρυνση του χρέους Handelsblatt, καλεί τον Σολτς να πει τρεις αλήθειες στους Γερμανούς φορολογούμενους: Ότι «η ελάφρυνση του χρέους θα κοστίσει στους φορολογούμενους. Ότι στο μέλλον η Αθήνα δύσκολα θα τα καταφέρει χωρίς άνωθεν βοήθεια. Και ότι η Ευρώπη δεν χρειάζεται πια το ΔΝΤ σε επιχειρήσεις διάσωσης επί του εδάφους της».
Οι παρεμβάσεις αυτές προετοιμάζουν το έδαφος για να επανέλθει δριμύτερη στο ουσιαστικό παζάρι για το θέμα του ελληνικού χρέους η σιωπηλή μέχρι σήμερα γερμανική ηγεσία. Αυτό θα εξελιχθεί κυρίως περί τις 22 Απριλίου, στο περιθώριο της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ, στην Ουάσιγκτον.
Αν υποθέσουμε ότι οι παράλληλες και συναφείς προτάσεις της γαλλικής κυβέρνησης και του ESM αποτελούν βάση της συζήτησης, η γερμανική ηγεσία έχει να επιλύσει επιπλέον το θέμα της συναίνεσης του ΔΝΤ. Τεχνικά, το ΔΝΤ, έχοντας προ πολλού συμφωνήσει να παραιτηθεί από την απαίτηση ονομαστικού κουρέματος του χρέους, δέχεται κι αυτό ως βάση συζήτησης τα δυο σχέδια, που περιλαμβάνουν τη λεγόμενη «ρήτρα ανάπτυξης» στον ρυθμό αποπληρωμής του χρέους. Σε αδρές γραμμές, η γαλλική πρόταση ζητεί να μειώνονται οι αποπληρωμές χρέους με μέση ανάπτυξη πενταετίας κάτω από 3,4% και να αναστέλλονται πλήρως αν η ανάπτυξη πέφτει κάτω του 2,8%. Ο ESM βάζει έναν μετριοπαθέστερο δείκτη, να περιορίζονται οι εξοφλήσεις χρέους στο 1,5% του ΑΕΠ αν η ανάπτυξη πέφτει κάτω από το 3,25%. Ο μηχανισμός αυτός, παρότι αφορά μόνο μέρος του δεύτερου δανείου του EFSF (ύψους 131 δισ.), λογικά θα ενθουσιάσει το ΔΝΤ, το οποίο ούτως ή άλλως εκτιμά ότι η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα είναι πολύ χαμηλότεροι από τους προαναφερόμενους αριθμούς, άρα θα προκύψει μια de facto ελάφρυνση που θα σώζει τα προσχήματα.
Εκείνος που πρέπει να σηκώσει το βάρος των «πολιτικών εγγυήσεων» για την ελάφρυνση του χρέους είναι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Το «εθνικό σχέδιο ανάπτυξης» στη μετά-Μνημόνιο εποχή πρέπει να ενσωματώνει όλες τις υποχρεωτικές και μη αναστρέψιμες «μεταρρυθμίσεις» των Μνημονίων που καθιστούν την Ελλάδα την πιο απορρυθμισμένη, φιλελευθεροποιημένη και ιδιωτικοποιημένη οικονομία της Ευρωζώνης
Οι όροι του Βερολίνου
Για να μη βάλει το ΔΝΤ αστερίσκους στη λύση αυτή, το ελάχιστο που θα απαιτήσει είναι εγγυήσεις ως προς τη δική του συμμετοχή. Κι αυτές προτίθεται να τις προσφέρει το Βερολίνο, προσθέτοντας απλώς τους δικούς του αστερίσκους:
Πρώτον, η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους που θα προκύψει από τον συνδυασμό της «ρήτρας ανάπτυξης», των επιμηκύνσεων και της σταθεροποίησης του επιτοκίου να συνδυαστεί με δεσμεύσεις για συνέχιση και μη αναστροφή των «μεταρρυθμίσεων» του τρίτου Μνημονίου.
Δεύτερον, το Βερολίνο προτιμά –και οι υπόλοιποι παίκτες δεν διαφωνούν– να απορροφηθεί πλήρως το δάνειο των 86 δισ. από τον ESM, δηλαδή και 27 δις. που απομένουν, και ανεξάρτητα από την τέταρτη αξιολόγηση που έχει συνδεθεί μόνο με 11,4 δισ. δανεισμού. Η διαθεσιμότητα των υπολοίπων του δανείου εκτείνεται μέχρι τον Αύγουστο, άρα η απορρόφησή τους θα πρέπει να γίνει στο μεσοδιάστημα, αλλά με φόρμουλα που δεν είναι ακόμη γνωστή. Αυτά τα ποσά, σε συνδυασμό με την επιστροφή των κερδών από τα ομόλογα που έχουν οι κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης και τον «αποθεματικό» των 20 δισ. που γεμίζει η κτίζει η κυβέρνηση με τις δοκιμαστικές εξόδους στις αγορές (σ.σ. άλλη μια ίσως δοκιμαστεί εντός του μήνα), το πλεόνασμα και την ασφυκτική συγκράτηση των δαπανών, δημιουργούν έναν «κουμπαρά» άνω των 40 δις. που καλύπτει τις δανειακές ανάγκες της επόμενης τριετίας, ενώ επιτρέπει και την πρόωρη εξόφληση των δανείων του ΔΝΤ.
Τρίτον, για τον υποτιθέμενο συμβιβασμό στη γαλλική πρόταση ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, η γερμανική ηγεσία έχει ήδη κερδίσει ένα πολύ σημαντικότερο αντίτιμο: τη γαλλική συναίνεση σε έναν μόνιμο μηχανισμό αναδιάρθρωσης των κρατικών χρεών στις χώρες της Ευρωζώνης, που προβλέπει «κούρεμα» εις βάρος των ιδιωτών που κατέχουν ομόλογα. Αυτό σημαίνει ότι, στον αντίποδα των γαλλικών προτάσεων για αμοιβαιοποίηση μέρους του χρέους της Ευρωζώνης, ο κίνδυνος «εθνικοποιείται», οι αγορές θα αποτιμούν τα ομόλογα ανάλογα με τον κίνδυνο αυτό και θα μπορούν να πιέζουν τις κυβερνήσεις για δημοσιονομικά μέτρα λιτότητα, με τον εκβιασμό της χρεοκοπίας. Πρακτικά, εφόσον υιοθετηθεί ο μηχανισμός αυτός, σηματοδοτεί την ολική επαναφορά της συμφωνίας Μέρκελ-Σαρκοζί στη Ντοβίλ, το 2010, με τις γνωστές ανεξέλεγκτες παρενέργειες. Και ειδικά για την Ελλάδα, με το υψηλότερο χρέος στην Ευρωζώνη, σημαίνει ότι μετά μια περίοδο σχετικής ασφάλειας, το νέο χρέος που θα δημιουργεί θα είναι εκτεθειμένο στον κίνδυνο αυτό.
Το Βερολίνο, πρακτικά, δίπλα στον μηχανισμό ενισχυμένης εποπτείας που προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας και ο κανονισμός 472/2013 για τις υπερχρεωμένες χώρες (σ.σ. ενισχυμένη εποπτεία μέχρι την εξόφληση του 75% των δανείων από την Ευρωζώνη), θέλει και τις αγορές σε ρόλο επιτηρητή της «μεταρρυθμιστικής» τους συνέπειας και της δημοσιονομικής τους εγκράτειας.
«Ρήτρες μεταρρυθμίσεων»
Το τελικό σχήμα της λύσης που θα προωθηθεί για το ελληνικό χρέος λογικά θα φανεί μέχρι το τέλος του μήνα. Το ίδιο ισχύει και για τον συμβιβασμό μεταξύ γερμανικής, γαλλικής ηγεσίας και ΔΝΤ. Το τελευταίο κομμάτι του παζλ, που αφορά τη μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης, θα συμπληρωθεί περί τον Ιούνιο, όταν θα κρίνεται και η τέταρτη αξιολόγηση. Όμως, στο μεταξύ, εκείνος που πρέπει να σηκώσει το βάρος των «πολιτικών εγγυήσεων» για την ελάφρυνση του χρέους είναι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Το «εθνικό σχέδιο ανάπτυξης» στη μετά-Μνημόνιο εποχή πρέπει να ενσωματώνει όλες τις υποχρεωτικές και μη αναστρέψιμες «μεταρρυθμίσεις» των Μνημονίων που καθιστούν την Ελλάδα την πιο απορρυθμισμένη, φιλελευθεροποιημένη και ιδιωτικοποιημένη οικονομία της Ευρωζώνης. Χωρίς εκπτώσεις και δεύτερες σκέψεις. Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, κανείς γιατί ο πρωθυπουργός στο τελευταίο υπουργικό συμβούλιο προειδοποίησε ότι δεν θα ανεχτεί «κωλυσιεργίες, τεχνητά εμπόδια, προσωπικές στρατηγικές και …άστο για αργότερα». Το «ναι σε όλα» όσα απαιτούν οι δανειστές είναι η μόνη ανεκτή απάντηση.