Η τριτοβάθμια οργάνωση των εμπόρων, η ΕΣΕΕ του λαλίστατου Β. Κορκίδη, ζητά να επανέλθει η ΕΓΣΣΕ στα επίπεδα του 2009. Κι η ΓΣΕΕ απλά ζητά από την κυβέρνηση να δεσμευτεί ότι θα ισχύσει ό,τι συναποφασίσουν οι κοινωνικοί εταίροι.
Εν τω μεταξύ, οι κλαδικές συμβάσεις καταστρατηγούνται στην πράξη, είτε με τη μειωμένη μετενέργεια, είτε με τη γενικευμένη εφαρμογή των οριζόντιων μειώσεων σε μισθούς και ημερομίσθια κατ’ εφαρμογή της Πράξης Υπουργικού Συμβούλιου του Φεβρουαρίου, είτε με τις εκατοντάδες επιχειρησιακές συμβάσεις, τις χιλιάδες ατομικές συμβάσεις και την επικράτηση των μειωμένων μορφών απασχόλησης και αμοιβής.
Περισσεύει η υποκρισία
Ο ΣΕΒ προβάλλοντας υποκριτικά ως «απόλυτη προτεραιότητα» τους ανέργους, ζητά «να αρθούν τα εμπόδια που συρρικνώνουν την επιχειρηματική δράση και επιβαρύνουν το μισθολογικό κόστος». Ως τέτοια, προφανώς, εννοεί και την ύπαρξη των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων εργασίας, τις οποίες αποκαλεί «ευγενείς» και υποδαυλίζοντας τον κοινωνικό αυτοματισμό υπογραμμίζει ότι «προβλέπουν αμοιβές έως και 100% πάνω από την ΕΓΣΣΕ». Προφανώς ο ΣΕΒ υπολογίζει την ΕΓΣΣΕ με τις νομοθετημένες μειώσεις -22% (και -32% για τους νέους κάτω των 25), αμοιβές οι οποίες, πράγματι, συγκρινόμενες με όσες κλαδικές συμβάσεις ισχύουν ακόμα έχουν διαφορές 50% και 60%. Δηλαδή, θεωρεί ως βάση τη σύμβαση που επέβαλε το Μνημόνιο.
Από κοντά και οι υπόλοιπες εργοδοτικές οργανώσεις (ΕΣΕΕ και ΓΣΕΒΕΕ) εμφανίζονται φιλεργατικές κι έτοιμες να συμφωνήσουν σε μια σύμβαση. Βέβαια, η μεν ΕΣΕΕ κρύβει ότι η κλαδική σύμβαση του εμπορίου, την οποία υπογράφει με την ομοσπονδία ιδιωτικών υπαλλήλων και για την οποία βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις εδώ και καιρό, είναι πολύ πιο πάνω από την ΕΓΣΣΕ. Και, μάλιστα, στις συζητήσεις με τους εκπροσώπους των εμποροϋπαλλήλων θέτει ξεκάθαρα αίτημα για μείωση περίπου 15%. Η δε ΓΣΕΒΕΕ, σφυρίζει αδιάφορα π.χ. για τον κλάδο της εστίασης που απασχολεί δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους, όπου η εκεί εργοδοτική ομοσπονδία-μέλος της ζητά ισοπέδωση των μισθών.
Όσο για τις δυο συμβάσεις που φέρνει ως παράδειγμα προς μίμηση ο κ. υπουργός, έχουν ξεσηκώσει τους αντίστοιχους κλάδους. Στη μεν Ομοσπονδία των νοσηλευτών (ΟΣΝΙΕ), οι συνδικαλιστές που υπέγραψαν τη σύμβαση με τους κλινικάρχες αντιμετωπίζουν μομφή και καθαίρεση, η δε Ομοσπονδία των ξενοδοχοϋπαλλήλων έσπευσε να χαρακτηρίσει αποτυχημένες τις απεργιακές κινητοποιήσεις που η ίδια προκήρυξε και υπέγραψε βιαστικά μειώσεις βασικών μισθών κατά 15%.
Η πραγματικότητα είναι χειρότερη
Πριν από λίγες μέρες το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας ανακοίνωσε τι έχει συμβεί από άποψη μισθών στον ιδιωτικό τομέα, μετά τις 14 Φεβρουαρίου. Στο διάστημα αυτό δηλώθηκαν στις αρμόδιες υπηρεσίες επιχειρησιακές συμβάσεις από 496 επιχειρήσεις που απασχολούν 57.164 εργαζόμενους. Μεσοσταθμιστικά αυτές οι συμβάσεις έριξαν τους μισθούς 24,26%. Στο ίδιο διάστημα άλλες 26.150 επιχειρήσεις, οι οποίες απασχολούν 109.123 εργαζόμενους, κατέθεσαν απλά πίνακες προσωπικού, όπου απεικονίζεται μια μέση μείωση μισθών 23,36%. Ας προσθέσουμε άλλες 44.122 μετατροπές συμβάσεων από πλήρους απασχόλησης σε κάποια μορφή ελαστικής εργασίας και τις 138.046 χιλιάδες νέες προσλήψεις που αφορούσαν ευέλικτη εργασία.
Για να προσεγγίσουμε την πραγματικότητα, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε τις εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους που παραμένουν απλήρωτοι επί μήνες και τους εντελώς αδήλωτους εργαζόμενους (που σίγουρα βρίσκονται στα κατώτερα επίπεδα αποδοχών) οι οποίοι είναι το 30% του συνόλου. Και φυσικά, μην ξεχνάμε τους 782.493 άνεργους, που βρέθηκαν καταγεγραμμένοι από τον ΟΑΕΔ τον Ιούνιο.
Το συνδικαλιστικό κίνημα ενώπιον κρίσιμων αποφάσεων
Μπροστά σε αυτή τη βιβλική κατάρρευση των μισθών, το συνδικαλιστικό κίνημα μοιάζει αμήχανο. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες που για χρόνια αντιμετώπιζαν τη διαδικασία κατάρτισης των συμβάσεων ως εποχιακή ρουτίνα, χρησιμοποιώντας τακτικισμούς και διαπραγματευόμενα «προνόμια» για μικρές ομάδες εργαζομένων, διαπιστώνουν ότι πλέον ο ρόλος τους είναι ξεπερασμένος – οι εργοδότες απλά δεν τους έχουν ανάγκη.
Άλλοτε ισχυρά συνδικάτα είναι αποδυναμωμένα από την ανεργία που μαστίζει τους περισσότερους κλάδους (π.χ. οικοδομή).
Κλάδοι που «αφέθηκαν» από τις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις να αλωθούν από την ελαστική απασχόληση, τη μαύρη κι ανασφάλιστη εργασία σήμερα παρουσιάζουν ελάχιστη συνδικαλιστική πυκνότητα και άρα ελάχιστη δυνατότητα αντίστασης (π.χ. εμπόριο).
Ακόμα και σε κλάδους με πιο ισχυρή συνδικαλιστική παρουσία, εσωτερικές αντιπαραθέσεις και παραταξιακές τριβές προκαλούν ρήγματα στην αναγκαία ενότητα στη δράση και μειώνουν τη δυναμική των κινητοποιήσεων.
Η επιλογή εγκατάλειψης κλαδικών συμβάσεων που έχουν λήξει εδώ και καιρό (δυο και τρία χρόνια) είναι εξίσου βλαπτική τακτική με την άρον-άρον υπογραφή ΣΣΕ με δραστικές μειώσεις αποδοχών. Η πλειοδοσία σε καταγγελίες δεν μπορεί να κρύψει την αδυναμία που αντιμετωπίζει το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα να αποτρέψει την επιβολή οριζόντιων μειώσεων σε μισθούς και μεροκάματα. Ούτε και η συνυπογραφή αντιμνημονιακών κειμένων μπορεί να κρύψει τη συμβιβαστική τακτική ηγεσιών που επέλεξαν να μη δώσουν -με κινηματικούς όρους- τη μάχη της συλλογικής σύμβασης.
Η κοινή στάση της συνδικαλιστικής Αριστεράς στο Γενικό Συμβούλιο της ΑΔΕΔΥ που συνέβαλε στην απόφαση με την οποία η κορυφαία οργάνωση των δημοσίων υπαλλήλων ζητά υπερψήφιση της πρότασης νόμου του ΚΚΕ για την κατάργηση των μνημονίων, πρέπει να γίνει το παράδειγμα και όχι η εξαίρεση. Κι είναι πραγματικά κρίμα που μια τέτοια απόφαση δεν έλαβε τη δημοσιότητα που πρέπει.