Ο Δρόμος, ανά τακτά χρονικά διαστήματα θα δημοσιεύει μια σειρά κειμένων που ερευνούν, προτείνουν, αναλύουν, εκθέτουν προτάσεις ή γνώμες για κεντρικά και σοβαρά ζητήματα που αφορούν την υπόσταση της χώρας και την κοινωνική της συνοχή, μέσα από το πρίσμα και την ανάγκη να διανοιχθεί ένας δρόμος διεξόδου για τη χώρα.
Ο Δρόμος θέλει να τεκμηριώσει και να αναδείξει πως υπάρχουν δυνατότητες μιας διαφορετικής πορείας από αυτήν που ακολουθείται και προβάλλεται ως μονόδρομος. Η αυτοκτονία της σκέψης πάει μαζί με την κατάργηση της ελπίδας αλλά δεν είναι μόνο αυτή η πραγματικότητα: Εντός της πραγματικότητας υπάρχει το εν δυνάμει, υπάρχει αυτό που μπορεί να γίνει αν… συντρέξουν προϋποθέσεις και όροι. Αλλά και αυτά δεν πέφτουν από τον ουρανό μια πρωία. Συντίθενται μέσα από ένα πλήθος προσπαθειών σε όλα τα επίπεδα και τα επίδικα, για να φθάσουν έως το πρόταγμα μιας Ελλάδας που θα μπορεί αλλιώς, μιας Ελλάδας που θα έχει μια θέση στο περιφερειακό και παγκόσμιο σκηνικό, στηριζόμενη σ’ ένα ενεργητικό λαό, μια ενεργητική κοινωνία, μια ενεργητική πολιτεία, που θα προβάλλει κοινωνικά και πολιτικο-οικονομικά πρότυπα και αξίες που θα έχουν σαν επίκεντρο τον χειραφετημένο πολίτη και τον ριζοσπαστικό ανθρωπισμό.
Ξεκινάμε λοιπόν αυτού του είδους τα αφιερώματα με ένα επίκαιρο κείμενο του καθηγητή Δημήτρη Α. Τραυλού-Τζανετάτου ο οποίος με τεκμηριωμένο και αποδεικτικό τρόπο εξετάζει τις αλλαγές που γίνονται στο εργατικό δίκαιο μετά την περιβόητη «έξοδο» από τα μνημόνια και μέχρι και σήμερα. Επίκαιρο γιατί σε λίγες μέρες θα ψηφιστεί μέσα στο πολυνομοσχέδιο για την ανάπτυξη ένα νέο πλαίσιο που θα αφορά τις εργασιακές σχέσεις, κομμένο και ραμμένο στις εντολές του ΣΕΒ.
ΚΕΙΜΕΝΑ: Δημήτρης Α. Τραυλός-Τζανετάτος
Α. Η περίοδος της ρυθμιστικής δυστοκίας ή της «ήπιας» απορρύθμισης (κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ)
1. Μετά από την περιβόητη «έξοδο» από τα μνημόνια και την καλλιεργηθείσα από την απελθούσα «σοσιαλφιλελεύθερη» κυβέρνηση προσδοκία για δρομολόγηση πια μιας πορείας ανάκαμψης της οικονομίας και επανάκτησης της «αλωμένης» από τους θεσμούς νομοθετικής της εξουσίας θα περίμενες κανείς τη θέση σε κίνηση, όχι μόνο μιας βαθμιαίας, έστω «συγκρατημένης» και «λελογισμένης» επανόδου στην «εργασιακή κανονικότητα», αλλά πολύ περισσότερο νέων, τολμηρότερων, απηχουσών την απελευθερωθείσα πια από τα μνημονιακά δεσμά «αριστερής-ριζοσπαστικής συνείδησης», μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση των καινοφανών ζητημάτων και απορρυθμιστικών επιπτώσεων που οι τεκτονικές οικονομικοτεχνικές μεταβολές, ήδη από το τέλος του 20ού αιώνα, στην οργάνωση του κεφαλαίου και των επιχειρήσεων έχουν προκαλέσει στο εργασιακό μέτωπο. Ένας πρώτος απολογισμός στο παραχθέν νομοθετικό έργο είναι εμφανώς κατώτερος και των μετριοπαθέστερων προσδοκιών. Τούτο δε καθώς η επιδειχθείσα δικαιοπολιτική δυναμική εκινείτο μεταξύ δυστοκίας, απραξίας και «ήπιας» απορρύθμισης.
Χαρακτηριστικά της πραγματοποιηθείσας μεταμνημονιακής νομοθετικής παρέμβασης στις σχέσεις εργασίας ήταν η έλλειψη τόλμης και φαντασίας, η εμβαλωματικότητα, οι νομοτεχνικές ατέλειες και η σπουδή, ελλείμματα που, μέχρι ένα βαθμό, θα μπορούσαν να αποδοθούν στη χρονική πίεση για αξιοποίηση του εναπομείναντος από το τέλος των μνημονίων έως τις εκλογές διαστήματος, με στόχο τη στοιχειώδη ικανοποίηση της επιτακτικής θεσμικής ανάγκης αναπλήρωσης στο κρίσιμο τομέα του εργατικού δικαίου. Βεβαίως στο ενεργητικό της κυβέρνησης δεν ανήκει μόνο η συμφωνημένη άλλωστε, με τους «θεσμούς», άρση της αναστολής δύο βασικών συνιστωσών του συστήματος της συλλογικής αυτονομίας (αποκατάσταση επεκτασιμότητας των, κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών, ΣΣΕ και της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης σε περίπτωση συρροής ΣΣΕ) που είχε οδηγήσει σε ουσιαστικό παροπλισμό τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, ιδίως στο κρίσιμο κλαδικό επίπεδο. Άρση που, σημειωτέον πάντως στη θέση αυτή, συνοδεύτηκε από μία «αχρείαστη», αν όχι «ύποπτη», ως επιβληθείσα από τους «θεσμούς», εγκύκλιο του υπουργείου Εργασίας για τον έλεγχο συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 11 παρ.2 του ν. 1876/1990 (Αθήνα, 13 Ιουνίου 2018, αριθ. Πρωτ. Οικ. 32921/2175), η οποία προκάλεσε και προκαλεί σημαντικά προβλήματα στην ακώλυτη εφαρμογή της επεκτασιμότητας. Πέραν, ωστόσο, αυτού προχώρησε σε ορισμένες σημαντικές, παρά τις όποιες νομοτεχνικές κυρίως ατέλειες και την αποσπασματικότητά τους, προ πολλού υπέρμετρες παρεμβάσεις στις ατομικές σχέσεις εργασίας. Πρόκειται, α) για τη θέσπιση του βάσιμου λόγου ως προϋπόθεσης κύρους της καταγγελίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, συνδεδεμένη, ωστόσο, ατυχώς με το άρθρο 24 του αναθεωρημένου ΕΚΧ, β) για την τροποποίηση του άρθρου 652 ΑΚ (ή απαλλαγή ή περιορισμός της ευθύνης του εργαζόμενου για ζημιές προκληθείσες κατά την εκτέλεση της εργασίας του), γ) για την εις ολόκληρον ευθύνη μεταξύ αναθέσαντος το έργο, εργολάβου και υπεργολάβου έναντι των εργαζομένων των τελευταίων. Η ρύθμιση αυτή παρεμβαίνει στο κρίσιμο και ιδιαιτέρως επίκαιρο ζήτημα της ρευστοποίησης της εργοδοτικής ιδιότητας, ιδίως στις τριγωνικές σχέσεις με αντικείμενο την παροχή εργασίας (βλ. σχετικά Τραυλού – Τζανετάτου, ΕΕργΔ 2016, σ. 39 επ.) και δ) για την αναστολή των αποσβεστικών προθεσμιών του Ν. 3198/1955 αναφορικά με την δικαστική αμφισβήτηση του κύρους της καταγγελίας και τη διεκδίκηση της αποζημίωσης απόλυσης. (άρθρο 9, ν. 4554/2018, 48, 49 και 58 ν. 4611/2019 καταργηθείσες με το άρθρο 117 παρ. 2 α του ν. 4623/2019).
Το πιο κραυγαλέο παράδειγμα, εντελώς αδικαιολόγητης δικαιοπολιτικής απραξίας, μάλιστα παρά την ήδη από το 1990 αναγνωρισθείσα ανάγκη της επίμαχης νομοθετικής παρέμβασης στο σύστημα της συλλογικής αυτονομίας, αποτελεί η μη καθιέρωση των ΣΣΕ στους ομίλους επιχειρήσεων
2. Εντούτοις, το επανορθωτικό, αποκαταστατικό της αποδομηθείσας από τις μνημονιακές νομοθετικές παρεμβάσεις θεσμικής κανονικότητας στον κρίσιμο τομέα της συλλογικής αυτονομίας, αν εξαιρέσει κανείς τη συμφωνημένη με τους «θεσμούς» άρση αναστολής της επεκτασιμότητας και της αρχής της εύνοιας και της προσθήκης της αγοραστικής δύναμης του μισθού ως στοιχείου συνεκτίμησης από τον μεσολαβητή και το διαιτητή (άρθρο 15 παρ.1 ν. 4549/2018), υπήρξε πενιχρό. Είναι έτσι χαρακτηριστικό ότι ο «εκτρωματικός» νόμος 4303/2014 για τη διαιτησία έμεινε ανέπαφος παρά την ασκηθείσα αυστηρή κριτική (βλ. Καζάκου, ΕΕργΔ 2015). Η κραυγαλέα αυτή περίπτωση νομοθετικής απραξίας, δυσχερώς κατανοητή για μία κυβέρνηση που είχε εμφανές συμφέρον να επιδείξει ότι είναι απαλλαγμένη από τα μνημονιακά δεσμά, και διακαή επιθυμία να αποδείξει ότι η συντελεσθείσα μετάλλαξη ήταν συγκυριακή και όχι δομική. Κατά τη διαρρεύσασα μετά την έξοδο από το τρίτο μνημόνιο περίοδο καταρρίπτεται ο μύθος του απεγκλωβισμού από τα μνημόνια και της επανάκτησης της νομοθετικής εξουσίας στον κρίσιμο τομέα των εργασιακών σχέσεων, αφού η υποταγή στα προτάγματα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης ζει και βασιλεύει.
Αξιομνημόνευτες είναι, εξάλλου, δύο απορρυθμιστικές παρεμβάσεις στις συλλογικές σχέσεις εργασίας στον ευαίσθητο τομέα του συνδικαλιστικού δικαίου. Πρόκειται, α) για τη ρύθμιση του άρθρου 211 του ν. 4512/2018, με την οποία απαιτείται απαρτία 50% για την σύγκληση γενικής συνέλευσης προκειμένου να ληφθεί απόφαση για απεργία από πρωτοβάθμιες, τοπικού χαρακτήρα συνδικαλιστικές οργανώσεις. Είναι ευκόλως αντιληπτό ότι η, πραγματοποιούμενη σοβαρή δυσχέρανση συγκρότησης της απαιτούμενης απαρτίας, μάλιστα σε περίοδο κρίσης για τα συνδικάτα, πλήττει την ικανότητα κανονιστικής πραγμάτωσης του δικαιώματος απεργίας (κριτικά Τραυλού-Τζανετάτου, Δρόμος της Αριστεράς, 7/02/2018) και β) για τη ρύθμιση του άρθρου 20 του ν. 4472/2019, που ουσιαστικά διευκολύνει την αναπαραγωγή της κρατούσας υπέρ της κρυπτοανταπεργίας νομολογίας (βλ. σχετικά Τραυλού-Τζανετάτου, Η ανταπεργία στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, 2018, σ. 12-13, αναλυτικά για το ζήτημα της κρυπτοανταπεργίας, βλ. σ. 199-225).
Ωστόσο, το πιο κραυγαλέο παράδειγμα, εντελώς αδικαιολόγητης δικαιοπολιτικής απραξίας, μάλιστα παρά την ήδη από το 1990 αναγνωρισθείσα ανάγκη της επίμαχης νομοθετικής παρέμβασης στο σύστημα της συλλογικής αυτονομίας, αποτελεί η μη καθιέρωση των ΣΣΕ στους ομίλους επιχειρήσεων. Αξίζει έτσι η υπενθύμιση ότι η ομόφωνη σχετική πρόταση είχε γίνει από μία ευρυτάτου φάσματος αντιλήψεων νομοπαρασκευαστική επιτροπή στο πλαίσιο του νομοσχεδίου που οδήγησε στο ν. 1870/1990. Η δε απόσυρσή της από το τελικό σχέδιο νόμου έγινε λόγω αντίδρασης της Ν.Δ., που αποτελούσε τον κορμό της οικουμενικής κυβέρνησης.
Μετά από 19 περίπου χρόνια και ενώ η προβληματική των ομίλων βρίσκεται στο επίκεντρο της επικαιρότητας και η απορρυθμιστική τους παρέμβαση στο δίκαιο, ιδίως στο εργατικό δίκαιο, (βλ. σχετικά οι όμιλοι επιχειρήσεων, 26ο Πανελλήνιο Συνέδριο εμπορικού δικαίου, 2017), η κυβέρνηση δεν διεκδίκησε, τουλάχιστον μετά την έξοδο από τα μνημόνια, την αναγνώριση των ομιλικών ΣΣΕ. Πολλώ μάλλον καθώς δεν επρόκειτο για επαναφορά καταργηθείσας από τα μνημόνια ρύθμισης, στη διάθεση δε του υπουργείου υπήρχε ένα επεξεργασμένο από το 2016 πλήρες ρυθμιστικό πλαίσιο (βλ. σχετικά ΕΕργΔ 2016, σ. 786 επ.), το οποίο, σημειωτέον είχε υποστεί τον δέοντα έλεγχο της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΟΚΕ).
Έτσι δεν προκαλεί απορία το γεγονός ότι, παρά τις πομπώδεις διακηρύξεις περί μετάβασης της οικονομίας στη ψηφιακή εποχή, στο κρίσιμο τομέα της ψηφιακής αγοράς εργασίας και των καινοφανών ζητημάτων απορρύθμισης των σχέσεων εργασίας που βρίσκονται στο επίκεντρο της επιστημονικής και δικαιοπολιτικής συζήτησης στην Ευρώπη υπήρξε πλήρης απραξία, υποκρύπτουσα ίσως την αντίληψη ότι πρόκειται για «πολυτελή ζητήματα». Πιο συγκεκριμένα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλούν τα ζητήματα που αναφέρονται στο πλαίσιο της ψηφιακής εργασίας, όπου η σχετική συζήτηση επικεντρώνεται στο περίφημο crowdworking. (βλ. σχετικά Τραυλού-Τζανετάτου, Το εργατικό δίκαιο στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση. Ψηφιοποίηση, ρομποτική και τεχνητή νοημοσύνη, 2019, σ. 82 επ. 123 επ., 174 επ., 180 επ.) (ΣτΣ: εργασία εξ’ αποστάσεως μέσω διαδικτύου). Ο νομοθέτης θα μπορούσε, επιδεικνύοντας όχι απαραιτήτως «αριστερή ριζοσπαστικότητα», αλλά τόλμη, φαντασία, στοιχειώδη κοινωνική ευαισθησία και ιδίως προνοητικότητα να επιχειρήσει μία πρώτη αντιμετώπιση του ευρισκόμενου ante portas, αν όχι λαθροβιώνοντος ήδη στην εργασιακή πραγματικότητα της χώρας, αυτού φαινομένου. Αυτό θα μπορούσε να γίνει καταρχήν μέσω αξιοποίησης του ισχύοντος δικαίου, ειδικότερα δε μέσω διεύρυνσης του μαχητού υπέρ της μισθωτής εργασίας τεκμηρίου,(άρθρο 1 παρ.1 Ν. 3846/2010), που αφορά ήδη, μεταξύ άλλων και τους τηλεργαζόμενους, έτσι ώστε υπό προϋποθέσεις να καταλαμβάνει και ορισμένες μορφές crowdworking. Εξάλλου θα μπορούσε να υπαγάγει ρητά τους οικονομικά εξαρτημένους αυτοαπασχολούμενους crowdworkers, ως χρήζοντες ανάλογης με την παρεχόμενη στους μισθωτούς προστασίας, στη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ.2 του Ν. 1876/1990 και συνακόλουθα στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου των ΣΣΕ (δικαιοπολιτικές προτάσεις Τραυλού-Τζανετάτου, ο.π., σ. 82 επ.). Μία άλλη επίσης δικαιοπολιτική δυνατότητα αντιμετώπισης του φαινομένου του crowdworking θα παρείχε η επέκταση του πεδίου εφαρμογής του Ν. 1707/1988 για τα συμβούλια εργαζομένων στους, θεωρούμενους ως οικονομικά εξαρτημένους αυτοαπασχολούμενους crowdworkers, μέσω π.χ. διεύρυνσης της εύνοιας του εργαζόμενου κατά το άρθρο 1 του προαναφερθέντος νόμου.
Βεβαίως το κρίσιμο ζήτημα του νομικού χαρακτηρισμού των crowdworkers θα μπορούσε μέχρις ένα βαθμό και για ορισμένες οιονεί τυποποιημένες μορφές του crowdworking να αντιμετωπιστεί με διεύρυνση της εύνοια του μισθωτού μέσω αξιοποίησης των στοιχείων της οικονομικής εξάρτησης και του επιχειρηματικού κινδύνου (Για όλες αυτές τις δικαιοπολιτικές προτάσεις βλ. Τραυλού-Τζανετάτου, ο.π., σ. 284 επ.).
Τέλος χαρακτηριστικό της δικαιοπολιτικής δυσανεξίας της Κυβέρνησης παράδειγμα υπήρξε και η μη ολοκλήρωση της νομοθετικής πρωτοβουλίας για τη θέσπιση μέτρων για την εφαρμογή του Κανονισμού της Ε.Ε. 2016/679 και την ενσωμάτωση της Οδηγίας (Ε.Ε.) 2016/680, η οποία πραγματοποιήθηκε από τη νέα κυβέρνηση (Ν. 4624/2019). Σημειωτέον πάντως ότι οι σχετικές με τους εργαζόμενους ρυθμίσεις, τόσο οι προγενέστερες (άρθρο 17 νομοσχεδίου) όσο και οι ήδη ισχύουσες 27 του νόμου για την προστασία των προσωπικών δεδομένων και ειδικότερα δεν αξιοποιούν επαρκώς τις δυνατότητες που παρέχει το άρθρο 88 του Κανονισμού.
Β. Η περίοδος του «απορρυθμιστικού οίστρου» (κυβέρνηση Ν.Δ.)
1. Ωστόσο, η παρατηρηθείσα αποκαταστατική της κανονικότητας των σχέσεων εργασίας δυστοκία ή και απραξία της απελθούσας κυβέρνησης, οι όποιες αβελτηρίες, οι όποιες αστοχίες ωχριούν μπροστά στον απορρυθμιστικό οίστρο που επέδειξε η νέα κυβέρνηση ήδη άμα τη αναλήψει της εξουσίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η παρέμβαση αυτή έγινε μέσα σ’ ένα τεχνητό κλίμα πανηγυρισμού και επικοινωνιακής ευφορίας για τη σημασία της οποίας στόχος είναι η «διασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων» και η «αποκατάσταση της κανονικότητας της αγοράς εργασίας». Η σχετική, συγκαλυπτική των πραγματικών στοχεύσεων, προπαγάνδα έφθασε μάλιστα στο σημείο να υποστηρίζει ότι η κατάργηση του βάσιμου λόγου απόλυσης θα αποτρέψει τον «στιγματισμό» και το «φακέλωμα» του απολυθέντος!. Βεβαίως η εξέλιξη αυτή όχι μόνον δεν αιφνιδίασε, αλλά αντιθέτως ήταν με μαθηματική βεβαιότητα αναμενόμενη. Τούτο δε καθώς η νέα κυβέρνηση, ωθούμενη από μία ακραιφνώς νεοφιλελεύθερη ιδεολογία («αν δεν είχαμε τα μνημόνια οφείλαμε να τα επινοήσουμε»!), συμπλέουσα «φυσιολογικά» με το πρόγραμμα του ΣΕΒ, αλλά και επιδιώκοντας να υπερκεράσει σε υπακοή και συνέπεια προς τα κελεύσματα των «θεσμών», την απελθούσα κυβέρνηση, έσπευσε αμελητί να τροχοδρομήσει το «μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα». Στο πλαίσιο αυτό επέλεξε την κατάργηση σχεδόν όλων των προαναφερθεισών ρυθμίσεων της προηγούμενης κυβέρνησης ως πρώτο «εύκολο» μέτρο προαγγελτικό της επερχόμενης καταιγίδας. Τούτο δε παρά τη γενικότερη παραδοχή, ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις, παρά τις ατέλειες και την όποια κριτική υλοποιούσαν χρονίζοντα δικαιοπολιτικά αιτήματα βελτίωσης της εργατοδικαιϊκής προστασίας.
Πριν δε ακόμη σταματήσει ο κουρνιαχτός από την κρίσιμη απορρυθμιστική παρέμβαση στο σύστημα προστασίας των ατομικών σχέσεων εργασίας η κυβέρνηση θεώρησε σκόπιμο να συνεχίσει χωρίς ανάπαυλα το «θεσμάρεστο» και «θεσμόπνευστο» «μεταρρυθμιστικό» της έργο. Και οι νέες ρυθμίσεις, οι οποίες περιλαμβάνονταν αρχικώς σε ένα «μίνι εργασιακό νομοσχέδιο» και στη συνέχεια ενσωματώθηκαν στο αναπτυξιακό πολυνομοσχέδιο και αφορούν τις ατομικές και τις συλλογικές εργασιακές σχέσεις, όπως αναμένονταν άλλωστε, παρουσιάστηκαν ως αναγκαίες «μεταρρυθμιστικές τομές», «εξορθολογικές και εξυγιαντικές της αγοράς εργασίας» και τελικώς ως «φιλεργατικές». Βεβαίως η χονδροειδής αυτή επιχείρηση ιδεολογικής παραποίησης της πραγματικής στόχευσης των μέτρων έπεσε στο κενό, όπως περίτρανα αποδεικνύει η μαζική αντίδραση και εναντίωση των εργαζομένων, της αντιπολίτευσης αλλά και μεγάλης μερίδας ειδικών, και το αίτημα ανάκλησής τους (βλ. κριτικά Καζάκου, Εφ.Συν. 17-18/08/2019, σ. 77 και 14-15/09/2019, σ. 106, Περπατάρη/Ρουκλιώτη, Εφ.Συν. 21-22/09/2019, σ. 91). Εξάλλου το γεγονός της ενσωμάτωσης των μέτρων στο ήδη κατατεθέν στη Βουλή αναπτυξιακό πολυνομοσχέδιο, πράγμα που συμβολίζει άλλωστε, τον επικυρίαρχο ρόλο της οικονομίας, εν προκειμένω του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής επί του εργασιακού, θεσμικού και πολιτικού, εποικοδομήματος, είναι αποκαλυπτικό της ενταγμένης στη συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης, η «αναγκαιότητα» και η δεσμευτικότητα της οποίας δεν έχουν παύσει να ισχύουν και κατά τη «μεταμνημονιακή περίοδο». Οι πρόσφατες δηλώσεις των εκπροσώπων του ΔΝΤ Τόμσεν και Ντόλμαν επιβεβαιώνουν, διαλύοντας ενδεχόμενες αυταπάτες περί του αντιθέτου, την αδήριτη αυτή και άτεγκτη πραγματικότητα.
Αλλά ακόμη και αν υποτεθεί ότι η φιλεργατική στόχευση ορισμένων τουλάχιστον μέτρων, αποτυπώνει την ειλικρινή βούληση του νομοθέτη η υποκρυπτόμενη σ’ αυτά δυναμική, θα υποκρύπτει τον κίνδυνο λειτουργίας της αρχής της ετερογονίας των σκοπών. Ένα τέτοιο μέτρο είναι εκείνο που προβλέπει προσαύξηση κατά 12% επί της συμφωνημένης αμοιβής της εργασίας για κάθε ώρα μερικής απασχόλησης. Έτσι πιο συγκεκριμένα η εφαρμογή του μέτρου στην πράξη εμπεριέχει τον κίνδυνο αντί να λειτουργήσει ως ανάχωμα και αντικίνητρο στην προτίμηση από τον εργοδότη της μερικής απασχόλησης, σύμφωνα με τον εμφανιζόμενο ως σκοπό της, να οδηγήσει αντιθέτως στην ενίσχυσή της. Τούτο δε καθώς, αφενός μεν καθιστά φθηνότερη την παρεχόμενη στο πλαίσιο μερικής εργασίας (τετράωρη ημερήσια εργασία συν 4 ώρες υπερωρίας) από την πλήρη 8ωρη απασχόληση, αφετέρου δε ευνοεί την καταφυγή στην αδήλωτη εργασία.
Η νέα κυβέρνηση, ωθούμενη από μία ακραιφνώς νεοφιλελεύθερη ιδεολογία («αν δεν είχαμε τα μνημόνια οφείλαμε να τα επινοήσουμε»!), συμπλέουσα «φυσιολογικά» με το πρόγραμμα του ΣΕΒ, αλλά και επιδιώκοντας να υπερκεράσει σε υπακοή και συνέπεια προς τα κελεύσματα των «θεσμών», την απελθούσα κυβέρνηση, έσπευσε αμελητί να τροχοδρομήσει το «μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα»
2. Στο στόχαστρο της κριτικής βρίσκονται κατά κύριο λόγο οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου που αφορούν τις συλλογικές σχέσεις εργασίας (άρθρα 49-53).
α. Εν πρώτοις ιδιαιτέρως προβληματικές είναι οι εμφανιζόμενες προσχηματικά ως αναγκαία εκσυγχρονιστική νομοθετική παρέμβαση στο πλαίσιο της μικροηλεκτρονικής και ψηφιακής επανάστασης, νομοθετικές παρεμβάσεις στο συνδικαλισμό. Ειδικότερα πρόκειται α) για την καθιέρωση ενός υποχρεωτικά τηρούμενου ηλεκτρονικού μητρώου των εργατικών και εργοδοτικών συνδικάτων και β) για την αναγνώριση της δυνατότητας ηλεκτρονικής άσκησης του δικαιώματος ψήφου για τη λήψη αποφάσεων των συλλογικών οργάνων, ιδίως δε εκείνων που αφορούν την κήρυξη απεργίας. Και ως προς μεν το ηλεκτρονικό μητρώο, πέραν των, όχι αδικαιολόγητων αιτιάσεων για τον κίνδυνο «ηλεκτρονικού φακελώματος» και τις συναφείς παρενέργειες στην εσωτερική και εξωτερική, συλλογική δράση των συνδικάτων, δεν πρέπει να υποτιμηθούν ιδίως οι τυχόν αρνητικές παρενέργειες στο θεσμό της επεκτασιμότητας των ΣΣΕ. Τούτο δε καθώς ο εργοδότης, αρνούμενος, λόγω δήθεν ασαφειών στην ηλεκτρονική καταγραφή των μελών του, να καταθέσει στο Τμήμα Ειδικών Επιθεωρητών του ΣΕΠΕ το μητρώο των μελών του, καθιστά αδύνατη τη διακρίβωση της κάλυψης του 51% των επιχειρήσεων του κλάδου, απαραίτητου όρου για την ενεργοποίηση του θεσμού. (βλ. προαναφερθείσα εγκύκλιο υπουργείου Εργασίας).
Πιο σημαντική και αποκαλυπτική των κινδύνων περαιτέρω αποσταθεροποίησης του συνδικαλισμού», άλλων και των υποκρυπτόμενων αντισυνδικαλιστικών εμμονών που η «ψηφιακή εκλογίκευση» εμπεριέχει, είναι η «προαιρετική» πρόβλεψη ηλεκτρονικής ψηφοφορίας για τη λήψη αποφάσεων των συλλογικών οργάνων, ιδίως δε για την κήρυξη απεργίας. Η ρύθμιση αυτή εμφανιζόμενη ως επιβαλλόμενη από την ανάγκη «ψηφιακής εκλογίκευσης» και «εξυγίανσης» του συνδικαλιστικού κινήματος και συμβάλλουσα στην προώθηση της «συμμετοχικής δημοκρατίας», (για τις δυνατότητες και τα όρια συμβολής της «ψηφιακής ψηφοφορίας» στην ενδυνάμωση της δημοκρατίας βλ. μεταξύ άλλων Αιμιλινιάδη-Ηλιάδη, Ηλεκτρονική ψηφοφορία: πραγματικότητα και προοπτικές, 2007), πέραν της υποκρυπτόμενης νομοθετικής βούλησης για χειραγώγηση, «εξατομίκευση» και απομαζικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης αλλά και δυσχέρανσης άσκησης, του ήδη βαριά τραυματισμένου απεργιακού δικαιώματος, είναι εκτεθειμένη σ’ όλους τους προαναφερθέντες κινδύνους που εμπεριέχονται εγγενώς στις ψηφιακές ψηφοφορίες, γενικότερα, ιδίως δε αναφορικά με την ασφάλεια, την ιδιωτικότητα, τη μυστικότητα και τα δυσχερή νομικά ζητήματα που αυτές προκαλούν.
Πιο συγκεκριμένα η μετάβαση από την παραδοσιακή, μέσω υλικής παρουσίας, ψηφοφορία, στην εξ αποστάσεως μέσω του διαδικτύου ψηφοφορία συνιστά μία πολύπλοκη διαδικασία, η διασφάλιση της οποίας δεν είναι εύκολο εγχείρημα. Τούτο δε καθώς συνδέεται με μία σειρά παραμέτρων και κινδύνων που απειλούν την ασφάλεια, την ιδιωτικότητα, τη μυστικότητα, τη διαφάνεια, τη νομιμοποίηση καθώς τελικά και τη γνήσια έκφραση του εκλογικού αποτελέσματος.
Άξια ιδιαίτερης υπογράμμισης στη θέση αυτή είναι οι κίνδυνοι που αφορούν την ασφάλεια των κεντρικών web εξυπηρετητών και των αποθηκευόμενων σ’ αυτούς δεδομένων, της επικοινωνίας των δεδομένων μεταξύ εξυπηρετητών και χρηστών και των υπολογιστών των χρηστών.
Ενδεικτικοί στο πλαίσιο αυτό είναι οι κίνδυνοι από κακόβουλα λογισμικά (προγράμματα δούρειων ίππων), που στοχεύουν στην υποκλοπή προσωπικών στοιχείων του ψηφοφόρου και του περιεχομένου της ψήφου. Πρόκειται για επιθέσεις δυσχερώς ανιχνεύσιμες λόγω έλλειψης κατάλληλων πρωτοκόλλων ασφαλείας. Πιθανές εξάλλου είναι η τεχνική παραβίασης της ιδιωτικότητας μέσω της πλαστοπροσωπίας (spoofing) που παραπλανούν τον ψηφοφόρο και νοθεύουν την εκλογή. Γίνεται ευκόλως αντιληπτό ότι για την αποφυγή αυτών των κινδύνων απαιτείται η συγκρότηση και αξιοπιστία ενός πολύπλοκου συστήματος που θα διασφαλίζει την ακώλυτη, ανόθευτη, ισότιμη, αντιπροσωπευτική άσκηση του δικαιώματος συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία (βλ. για όλα αυτά Μήτρου, Ηλεκτρονική ψηφοφορία. Θεσμικά – Νομικά ζητήματα, www.icd.aegean.gr/website_files/metaptyxiako/215363813.ppt). Πολλώ μάλλον όταν πρόκειται για συμμετοχή σε ψηφοφορία για την κήρυξη απεργίας.
Πέραν, ωστόσο, των κινδύνων αυτών και των δυσχερειών που συνδέονται με τη ηλεκτρονική ψηφοφορία γενικότερα, η εισαγωγή της δυνατότητας ψηφιοποίησης της συλλογικής δράσης και διαμόρφωσης της συλλογικής βούλησης αποτελεί ένα ιδιαιτέρως κρίσιμο για τη διασφάλιση της φυσιογνωμίας, του χαρακτήρα και της ταυτότητας του συνδικαλιστικού φαινομένου ως συλλογικής δημοκρατικής παρέμβασης στη διαμόρφωση των όρων εργασίας και την κατά το δυνατόν άμβλυνση της ανισοδυναμίας κεφαλαίου-εργασίας, ιδίως σε μία περίοδο γενικευμένης κρίσης και απορρύθμισης. Πρόκειται για τον εγγενή στη ψηφιακή τεχνολογία κίνδυνο υπονόμευσης και εξασθένισης της αρχής της αλληλεγγύης που συνιστά διαχρονικά θεμέλιο και υπαρξιακό όρο της συνδικαλιστικής και συμμετοχικής γενικότερα δράσης.
Η σφυρηλάτηση και η ενίσχυση δεσμών αλληλεγγύης απαιτούν από τη φύση του πράγματος ζωντανή επαφή, και παρουσία στη λειτουργία των συλλογικών οργάνων, ενεργό συμμετοχή στο διάλογο και τις ζυμώσεις, όπως ενόψει επικείμενης ψηφοφορίας. Αντιθέτως, σε πείσμα των τουλάχιστον πρόωρων, υπερβολικών, ανεπεξέργαστων και μη δοκιμασμένων στην πράξη αντιλήψεων περί «ψηφιακής αναβάθμισης της δημοκρατίας», η δυνατότητα μιας «εξ αποστάσεως», ψηφιακής συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία, οδηγεί στη λιγότερο δυσμενή περίπτωση σε εξασθένηση αν όχι ατονία του ενδιαφέροντος και της έφεσης για ουσιαστική επικοινωνία και ουσιαστική δημοκρατική συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία και έτσι σε μετατροπή της άσκησης του εκλογικού δικαιώματος σε μία τυπική, απονευρωμένη από ουσιαστική διάθεση συμμετοχής στη διαμόρφωση της συλλογικής βούλησης διαδικασία. Πιθανό δε αποτέλεσμα είναι η αδυναμία σύγκλησης του συλλογικού οργάνου και τη ματαίωση λήψης της σχετικής απόφασης. Όχι ευκαταφρόνητα είναι, άλλωστε, τα, νομικά και πραγματικά, προβλήματα διαμόρφωσης της προβλεπόμενης απαρτίας και των ζητημάτων κύρους της σχετικής διαδικασίας. Έτσι σε μία περίοδο χρονίζουσας και πολύπλευρης κρίσης του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος, απομαζικοποίησης, αποσυσπείρωσης και απομάκρυνσης των εργαζόμενων από τα συνδικάτα, οι προαναφερθείσες νομοθετικές παρεμβάσεις οδηγούν από τα πράγματα και σε πείσμα της όποιας «αγαθής πρόθεσης του νομοθέτη», που βεβαίως αμφισβητείται, σε όξυνση της κρίσης και περαιτέρω περιθωριοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης.
Οι παρατηρήσεις αυτές δεν σημαίνουν βεβαίως ότι η αντιμετώπιση των προβλημάτων που η ψηφιοποίηση προκαλεί πρέπει να γίνει ερήμην της νέας οικονομικοτεχνικής πραγματικότητας ή, πολλώ μάλλον, μέσω ενός ιδιότυπου «συνδικαλιστικού νεολουδητισμού». Αντιθέτως τα συνδικάτα οφείλουν να αξιοποιήσουν τις εναλλακτικές δυνατότητες, που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες, ιδίως για την επικοινωνία με τα μέλη τους, για την προσέλκυση νέων μελών και για τη διεύρυνση της επικοινωνίας τους με πέραν των εθνικών συνόρων ψηφιακούς νομαδικούς εργαζόμενους. Στην εναλλακτική αυτή στρατηγική ανήκει και η ίδρυση σχετικών ηλεκτρονικών πλατφορμών (Για όλα αυτά βλ. Τραυλού-Τζανετάτου ο.π. 141 επ.).
Η δυνατότητα ή η επιβολή εξαίρεσης από το πεδίο εφαρμογής μιας τοπικής κλαδικής ΣΣΕ απροσδιόριστου αριθμού επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία «ειδικών οικονομικών ζωνών» (ΕΟΖ) γενικευμένης υποβάθμισης των σχέσεων εργασίας
β. Οι πραγματικές, ωστόσο, στοχεύσεις των παραπάνω ρυθμίσεων που συνίστανται στην αποδυνάμωση της θεσμικής προστασίας των συλλογικών σχέσεων εργασίας είναι εκείνες, οι οποίες παρεμβαίνουν στο σκληρό πυρήνα της συλλογικής αυτονομίας και ειδικότερα στην κανονιστικότητα των κλαδικών ΣΣΕ και την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης υπέρ των εργαζομένων σε περίπτωση συρροής ΣΣΕ. Ειδικότερα (άρθρα 49, 51, 52) με τις τροποποιητικές του ισχύοντος για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις νόμου αυτές ρυθμίσεις θεσπίζεται η γνωστή σε άλλες ευρωπαϊκές έννομες τάξεις, όπως π.χ. στη Γερμανία «ρήτρες απόκλισης» (Öffnung Klausel), ως μηχανισμός «συμφωνημένης απορρύθμισης». (βλ. σχετ. Τραυλού-Τζανετάτου, Το εργατικό δίκαιο. Από την κρίση στη μετάλλαξη. Προβολή ενός δυστοπικού μέλλοντος, ΕΕργΔ 2017, σ. 54 επ.). Πιο συγκεκριμένα με τις προαναφερθείσες ρυθμίσεις θεσπίζεται η δυνατότητα απόκλισης ή εξαίρεσης ορισμένων κατηγοριών επιχειρήσεων από όρους μιας εθνικής ή τυπικής, κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής ΣΣΕ, οι οποίοι διαφορετικά θα αξίωναν την εφαρμογή τους στις επίμαχες επιχειρήσεις. Η ίδια λογική και τελολογία διέπει και το θεσμό της επεκτασιμότητας, με αποτέλεσμα την εξαίρεση των επίμαχων επιχειρήσεων, ανεξαρτήτως μάλιστα από την ύπαρξη στην υπό επέκταση ΣΣΕ σχετικής ρήτρας (άρθρο 52).
Κεντρική θέση στις επιχειρήσεις αυτές κατέχουν εκείνες που παρουσιάζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, κυρίως δε αυτές που βρίσκονται σε καθεστώς προ-μετά ή πτωχευτικής διαδικασίας, ή εξυγίανσης. Η εξαίρεση αυτή αποτελεί βασικά επαναφορά της περιβόητης «ειδικής επιχειρησιακής ΣΣΕ», του άρθρου 2 περ.7 του ν. 3845/2010. (κριτικά Τραυλός-Τζανετάτος, Οικονομική κρίση και εργατικό δίκαιο, 2013, σ. 299 επ. (311 επ.), η οποία αφορούσε επιχειρήσεις ευρισκόμενες σε κρίση και αποσκοπούσε στη διάσωση θέσεων εργασίας, κατίσχυε δε της τυχόν συρρέουσας κλαδικής ΣΣΕ, ακόμη και αν ήταν δυσμενέστερη από αυτή. Όπως είχε υποστηριχτεί η μορφή αυτή ΣΣΕ ήταν πολλαπλώς προβληματική από συνταγματική σκοπιά. Πολλώ μάλλον καθώς το γεγονός ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις την περίοδο αυτή είχαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, συχνά δε επιβίωσης» μετέτρεπε de facto την εξαίρεση σε κανόνα, ανατρέποντας ουσιαστικά τη συνταγματικά προστατευόμενη κατά την πειστικότερη άποψη θεμελιακή αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης.
Η μέσω του άρθρου 49 του επίμαχου νομοσχεδίου ουσιαστική επαναφορά τους σε μία περίοδο όπου παρά την μείωση της ανεργίας βεβαίως κύρια μέσω καταφυγής σε ελαστικές μορφές εργασίας, που φαίνεται να κυριαρχούν πια στην αγορά εργασίας, μεγάλος αριθμός μικρομεσαίων κυρίως επιχειρήσεων εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Αν δε ληφθεί υπόψη ότι μεγάλος, αν όχι ο μεγαλύτερος, αριθμός των επιχειρησιακών ΣΣΕ από το 2011 μέχρι σήμερα είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ εργοδοτών και ενώσεων προσώπων (άρθρο 37 παρ.1 ν. 4024/2011), δηλ. ψευδοσυνδικάτων, γίνεται αντιληπτό το πλήγμα που υφίστανται οι ευρισκόμενες στο επίκεντρο των μνημονιακών απορρυθμίσεων, κλαδικές ΣΣΕ. Εξάλλου οι εμφανιζόμενες ως προϊόν της ελεύθερης βούλησης των κλαδικών συνδικαλιστικών οργανώσεων εξαιρέσεις επιχειρήσεων, όπως συμβαίνει π.χ. στη Γερμανία, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, πράγμα που αβίαστα προκύπτει από το ίδιο το γράμμα των επίμαχων διατάξεων. Τούτο δε καθώς σε περίπτωση ανυπαρξίας σχετικής ρήτρας, η εξαίρεση επιβάλλεται μέσω σύναψης επιχειρησιακής ΣΣΕ, η οποία κατ’ απόκλιση από την αρχή της εύνοιας, υπερισχύει της συρρέουσας κλαδικής ΣΣΕ. Οι δύσκολες και ακραίες οικονομικές συνθήκες που αντιμετωπίζει μεγάλος αριθμός μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι οικείες ΣΣΕ είναι συχνά αντικείμενο διαπραγμάτευσης από τις ενώσεις προσώπων, εξαιτίας έλλειψης της οικείας σωματειακής συνδικαλιστικής οργανώσεως, παρέχουν ένα ιδιαιτέρως πρόσφορο έδαφος για την επιβολή της επιδιωκόμενης απόκλισης από την οικεία κλαδική ΣΣΕ.
Σημειωτέον εξ άλλου ότι η δυνατότητα ή η επιβολή εξαίρεσης από το πεδίο εφαρμογής μιας τοπικής κλαδικής ΣΣΕ απροσδιόριστου αριθμού επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία «ειδικών οικονομικών ζωνών» (ΕΟΖ) γενικευμένης υποβάθμισης των σχέσεων εργασίας. Τυχόν συνειρμός με τα αλήστου μνήμης «τοπικά σύμφωνα απασχόλησης», (Βλ. σχετικά Τραυλού – Τζανετάτου, Οικονομική κρίση και Εργατικό δίκαιο, 2013, σ. 231 επ.), θα ήταν απόλυτα δικαιολογημένος. Χαρακτηριστική άλλωστε της «προτεραιότητας» της επίμαχης ρήτρας είναι η ρύθμιση, δυνάμει της οποίας ο υπουργός Εργασίας αποφασίζει τελικά, ύστερα από γνωμοδότηση του ΑΣΕ, ποιές και με ποια κριτήρια εξαιρούνται.
Επειδή η πρόβλεψη της επίμαχης ρήτρας στηρίζεται εμμέσως πλην σαφώς αλλά με τρόπο ομιχλώδη, μη αποδίδοντα με ακρίβεια το αληθές πλαίσιο λειτουργίας του, στα ισχύοντα στο γερμανικό εργατικό δίκαιο, δεν θα ήταν άσκοπη μία συνοπτική παρουσίασή του. Η επιδιωκόμενη απόκλιση ερείδεται στη ρύθμιση του άρθρου 4 παρ.3 του νόμου για τις ΣΣΕ (TVG). Καίτοι η ρύθμιση αυτή φαίνεται να επιτρέπει την απόκλιση και μέσω ατομικής σύμβασης εργασίας, πράγμα που ορθώς και ομοφώνως απορρίπτεται. Έτσι αποκλειστικώς αποδεκτή της εξαίρεσης είναι το σύμφωνο εκμετάλλευσης που συνάπτεται μεταξύ εργοδότη και συμβουλίου εργαζομένων. Πολλώ μάλλον καθώς το δίκαιο της εκμετάλλευσης (BetrVG) προβλέπει τη σύναψη συμπληρωματικών συμφωνιών, εφόσον τούτο προβλέπεται από τη ΣΣΕ. Οι επίμαχες ρήτρες γίνονται πάντως όλως εξαιρετικά και με αυστηρές προϋποθέσεις δεκτές, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ο πυρήνας της πρωτογενούς ρυθμιστικής εξουσίας των μερών της κλαδικής ΣΣΕ. Ιδιαιτέρως δε αυστηρά αξιολογούνται οι προβλεπόμενες υποχρεωτικά ρήτρες. Τούτο δε καθώς περιθωριοποιώντας την κανονικότητα των κλαδικών ΣΣΕ και συνακόλουθα την αποτελεσματική λειτουργία της συλλογικής αυτονομίας, εκτίθενται πολλαπλώς στη μομφή της αντισυνταγματικότητας (βλ. σχετικά Τραυλού-Τζανετάτου, ΕΕργΔ 2017, σ. 54-55). Οι αιτιάσεις αυτές είναι εμφανές ότι ισχύουν a fortiori στο ελληνικό εργατικό δίκαιο. Τούτο δε καθώς η αρχή της εύνοιας, πέραν από την υποστηριζόμενη ορθώς από ικανό μέρος της θεωρίας, συνταγματική προστασία της, αποτελεί βασικό μηχανισμό άρσης τυχόν συρροής υπέρ της κλαδικής ΣΣΕ. (κριτικά επίσης Καζάκος, Εφ. Συν. 14-15/09/2019, σ.106).
Χαριστική βολή κατά του συστήματος της συλλογικής αυτονομίας, κυρίως δε, κατά των κλαδικών ΣΣΕ που συνιστούν τον σκληρό πυρήνα της προστατευτικής και καρτελικής λειτουργίας του, πρέπει να θεωρηθεί η ρύθμιση του άρθρου 53, που αφορά τον επικουρικό, μεν πλην κρίσιμο μηχανισμό της διαιτησίας
γ. Ως χαριστική βολή κατά του συστήματος της συλλογικής αυτονομίας, κυρίως δε, κατά των κλαδικών ΣΣΕ που συνιστούν τον σκληρό πυρήνα της προστατευτικής και καρτελικής λειτουργίας του, πρέπει να θεωρηθεί η ρύθμιση του άρθρου 53, που αφορά τον επικουρικό, μεν πλην κρίσιμο μηχανισμό της διαιτησίας. Πρόκειται βασικά για την πολύπαθη, διανύσασα μία περιπετειώδη και πολυκύμαντη διαδρομή που μέσα από τις μνημονιακές συμπληγάδες, μονομερή προσφυγή στη διαιτησία, βασικό και ουσιαστικά αναντικατάστατο εργαλείο διασφάλισης της συλλογικής αυτονομίας σε περίπτωση αποτυχίας της διαδικασίας μεσολάβησης, υπέρ της εγγενώς ασθενέ-στερης, οικονομικά και διαπραγματευτικά, ήδη δε εξουθενωμένης από τις μνημονιακές απορρυθμιστικές παρεμβάσεις, εργατικής πλευράς, αλλά και επιτακτικά αναγκαία προϋπόθεση διασφάλισης της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας του όλου θεσμού της διαιτησίας.
Πιο συγκεκριμένα η επίμαχη ρύθμιση βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με το Σύνταγμα και τη νομολογία των ανώτατων δικαστηρίων (ολομέλειες Α.Π. και ΣτΕ). Τούτο δε καθώς περιορίζει ασφυκτικά τη νόμιμη άσκηση της. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την επίμαχη ρύθμιση η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία ως επικουρικό και «έσχατο» μέσο επίλυσης συλλογικών διαφορών εργασίας είναι δυνατή μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) όταν η επίδικη συλλογική διαφορά αφορά επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, η λειτουργία των οποίων έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου και β) όταν, σε περίπτωση οριστικής αποτυχίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων η επίλυση της συλλογικής διαφοράς, «επιβάλλεται από υπαρκτό λόγο γενικότερου συμφέροντος, συνδεόμενο με τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας». Είναι ολοφάνερο ότι η ρύθμιση αυτή αν δεν αγνοεί πάντως διαστρεβλώνει πλήρως την αποστολή του συνταγματικά προστατευόμενου συστήματος της διαιτησίας του Ν. 1876/1990, αλλά και παραβιάζοντας όχι μόνο το πνεύμα αλλά και το σαφές και κατηγορηματικό γράμμα της απόφασης 2307/2014 της Ολομέλειας του ΣτΕ για τον κρίσιμο ρόλο της μονομερούς προσφυγής, κυρίως της εργατικής πλευράς (κριτικά Καζάκος, Εφ.Συν. 14-15/09.09.2019, σ. 106). Πολλώ μάλλον, καθώς, αφενός μεν παραγνωρίζει πλήρως ότι το όλο σύστημα της συλλογικής αυτονομίας συμπεριλαμβανομένης βεβαίως και της διαιτησίας συμμετέχει από τη φύση και την αποστολή του στη διάπλαση της έννοιας του δημόσιου συμφέροντος. Αφετέρου δε η κρατούσα αντίληψη για την υποταγή του δημόσιου συμφέροντος στα προτάγματα της οικονομίας και η εργαλειοποίησή της υπέρ περιοριστικών παρεμβάσεων στη συλλογική αυτονομία, στενά έως ελάχιστα περιθώρια αφήνει για πλήρωση της επίμαχης προϋπόθεσης. Η απαίτηση δε, η σχετική αίτηση να είναι πλήρως αιτιολογημένη, περιέχοντας, επί ποινή ακυρότητας, όλα τα στοιχεία που τη νομιμοποιούν, καθιστά την τυχόν προσφυγή ιδιαιτέρως ευάλωτη στον κίνδυνο ακυρότητας.
Από τα παραπάνω προκύπτει αβίαστα η πραγματική βούληση του νομοθέτη για περιθωριοποίηση ενός βασικού και αναντικατάστατου μηχανισμού διασφάλισης της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας τόσο του θεσμού της διαιτησίας όσο και ολόκληρου του συστήματος της συλλογικής αυτονομίας σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων και της μεσολάβησης και αξιολόγησής του μέσου έσχατου και εξαιρετικού. Η ακραία αυτή υποβάθμιση της μονομερούς προσφυγής, δηλ. ουσιαστικά της «καρδιάς» του θεσμικού συστήματος της διαιτησίας δεν αποτελεί μεμονωμένο φαινόμενο. Αντιθέτως εντάσσεται σε μία ευρύτερη, γενικευμένη θα έλεγα τάση – όχι μόνο στο ελληνικό «πειραματικό εργαστήρι», αλλά, με σχετικές διαβαθμίσεις στην ένταση και έκταση του φαινομένου. Πρόκειται για την τάση διαμόρφωσης μιας «νέας μεταμοντέρνας θεσμικής-εργασιακής κανονικότητας», όπου οι κανόνες προστασίας της εργασίας μεταλλάσσονται σε εξαιρέσεις και η άσκηση των εργασιακών και συλλογικών δικαιωμάτων λαμβάνει τον χαρακτήρα του «έσχατου μέσου». Η περιβόητη, κρατούσα πάντως και contra legem στη νομολογία, αντίληψη, ότι η καταφυγή σε απεργία στηρίζουσα μία συλλογική διαφορά, αποτελεί «έσχατο μέσο», συνιστά κραυγαλέο παράδειγμα αυτής της τάσης.
Κορύφωση της τάσης αυτής περιθωριοποίησης του δικαιώματος απεργίας και απαξίωσης γενικότερα του συνδικαλιστικού κινήματος, που, παρά την πολύπλευρη κρίση του, εξακολουθεί να αποτελεί αναντικατάστατο ανάχωμα κατά της επελαύνουσας νεοφιλελεύθερης επίθεσης και βασικό μηχανισμό συλλογικής προστασίας των εργαζομένων, απετέλεσε η –ασυνήθιστη και καινοφανής, αν όχι πρωτοφανής για πρωθυπουργό, στα πολιτικά χρονικά, όχι μόνο της χώρας, αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο– προαγγελτική του επερχόμενου αντεργατικού τσουνάμι, επιχείρηση δυσφήμησης των συνδικάτων και υπόθαλψης, αν όχι παρακίνησης, του γνωστού ήδη από τη δεκαετία του ’90 κοινωνικού αυτοματισμού, απροκάλυπτη παρέμβαση στην πραγματοποιηθείσα την 24η Σεπτεμβρίου απεργία κατά των εξαγγελθέντων από το υπουργείο Εργασίας μέτρων.