του Κώστα Μελά*
Η Ελλάδα προτείνει να χρησιμοποιήσει κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας υπό μορφή δανείων, για τη χρηματοδότηση επιχειρηματικών επενδύσεων προτείνοντας ταυτόχρονα πρόσθετες μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις.
ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ προτείνει πρόσθετες μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και περιλαμβάνουν ένα πρόγραμμα απλοποίησης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, νέα κίνητρα για αύξηση της παραγωγικότητας και του εξαγωγικού προσανατολισμού των επιχειρήσεων, ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για βελτίωση της θέσης της Ελλάδας στον σχετικό δείκτη της Παγκόσμιας Τράπεζας (Ease of doing Business) και σε άλλους δείκτες ανταγωνιστικότητας, την αναδιάρθρωση του νομικού πλαισίου λειτουργίας των ιδιωτικών επιχειρήσεων κ.ά.
Οι προωθούμενες επενδύσεις είναι ιδιωτικές επενδύσεις που αφορούν επιχειρηματικές προτάσεις που προωθούν την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, καθώς και την καινοτομία, τις οικονομίες κλίμακος και τις υψηλότερες εξαγωγές.
Τα δάνεια που προτίθεται να λάβει το ελληνικό δημόσιο θα ανέρχονται στο ποσό των 12,7 δισ. ευρώ, το οποίο θα λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά, για να ανέλθει τελικά στα 31,7 δισ. ευρώ επενδύσεις, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της κυβέρνησης. Τα 12,7 δισ. ευρώ των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης θα αποτελούν ποσοστό μέχρι 50% της επένδυσης, η οποία θα συμπληρώνεται κατά 20% από ίδια κεφάλαια και κατά 30% από δάνεια από τράπεζες. Συνεπώς θα έχουμε 25,4 δισ. με τον τρόπο αυτό και με περαιτέρω κινητοποίηση 6,3 δισ. ευρώ θα φθάσουν στα 31,7 δισ. ευρώ.
Εδώ αναδύεται η πρώτη μεγάλη αβεβαιότητα που αφορά τη διαθεσιμότητα επιχειρήσεων που να έχουν την ικανότητα να αντεπεξέλθουν στα τιθέμενα κριτήρια, αλλά και της σωστής εκτέλεσης του σχεδιασμού με δεδομένο τη στενή επιτήρηση από τις ευρωπαϊκές αρχές προκειμένου να εκταμιεύονται οι πόροι. Για το μέγεθος της αβεβαιότητας συνηγορούν οι παρακάτω αναγκαίες απαιτήσεις:
- Οι επενδυτικοί φορείς (δημόσιοι και ιδιωτικοί) πρέπει να μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των έργων.
- Τα επενδυτικά σχέδια πρέπει να είναι ώριμα. Επίσης πρέπει να σχεδιαστούν με βάση τις πραγματικές δυνατότητες υλοποίησης.
- Η συνεργασία με τα εμπλεκόμενα πιστωτικά ιδρύματα αποτελεί κρίσιμο σημείο.
- Απαιτείται μηχανισμός παρακολούθησης και μηχανισμός ελέγχου.
Η χρησιμοποίηση των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης, ύψους 12,7 δισ. ευρώ, για τη χρηματοδότηση ιδιωτικών επενδύσεων αποτελούν μια ελληνική «καινοτομία» που παρότι φαίνεται να έχουν γίνει καταρχάς δεκτά από την κοινοτική γραφειοκρατία, εντούτοις ακόμη περιμένουμε την τελειωτική απόφαση. Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες.
Σύμφωνα με την απόφαση της Επιτροπής δίνεται η δυνατότητα, σε «εξαιρετικές περιπτώσεις», να χρησιμοποιηθούν οι σχετικοί πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης ως «χρηματοδοτικά εργαλεία», δηλαδή ως δάνεια και όχι μόνο ως εγγυήσεις. Παραμένουν, βεβαίως, ως προτιμητέα επιλογή για την Κομισιόν τα μη χρηματοδοτικά εργαλεία, στην ουσία οι εγγυήσεις από ευρωπαϊκούς φορείς, όπως το Invest EU. Ωστόσο, σύμφωνα με πηγές του οικονομικού επιτελείου, η νέα αυτή δυνατότητα που δόθηκε για «εξαιρετικές περιπτώσεις», θα μπορέσει να ικανοποιήσει τις ελληνικές επιδιώξεις.
Η Ε.Ε. πρότεινε στην κυβέρνηση να δοθούν μεν δάνεια σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, αλλά μόνο μέσω ευρωπαϊκών τραπεζών, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, η EBRD, The European Bank for Reconstruction and Development, ή το πρόγραμμα Invest EU (σχέδιο Γιούνκερ) και όχι και μέσω των ελληνικών τραπεζών, όπως προτείνει η κυβέρνηση.
Βεβαίως, θα υπάρξει ένα μέρος των πόρων που θα διοχετευθεί μέσω των ευρωπαϊκών θεσμών, Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, EBRD και Invest EU, όπως άλλωστε προβλέπει και το ελληνικό σχέδιο ανάκαμψης. Η αναλογία μεταξύ αυτών και των ελληνικών τραπεζών θα αποφασιστεί κατά τις προσεχείς διαπραγματεύσεις. Επίσης, η ΕΕ έθεσε θέμα παροχής εγγυήσεων εκ μέρους του ελληνικού Δημοσίου και υποστήριξε ότι η χρηματοδότηση πρέπει να γίνει με μόχλευση, έτσι ώστε να χορηγηθούν μικρότερα δάνεια και να λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά για τις επενδύσεις.
Η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα δεν συμφώνησε με τις εγγυήσεις, καθώς αυτές συχνά καταλήγουν να επιβαρύνουν το ελληνικό Δημόσιο και οι επιχειρήσεις να μην πληρώνουν το εγγυημένο δάνειο. Τελικά φαίνεται ότι δεν θα υπάρξουν κρατικές εγγυήσεις.
Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή των δανείων, αντί των εγγυήσεων, σημαίνει επιβάρυνση του δημόσιου χρέους, τουλάχιστον προσωρινά, δηλαδή μέχρι την εξόφληση των δανείων. Στον βαθμό που κάποιο δάνειο δεν θα εξοφληθεί, η επιβάρυνση θα είναι μόνιμη. Η ελληνική πλευρά ευελπιστεί ότι αυτό το ποσοστό δεν θα είναι μεγάλο, δεδομένου ότι οι τράπεζες και οι ιδιώτες επενδυτές θα καλύψουν οι ίδιοι τουλάχιστον το 50% της επένδυσης, οπότε θα είναι προσεκτικοί στις επιλογές τους.
ΣΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ Οικονομικών πιστεύουν ότι τα δάνεια αυτά του Ταμείου Ανάκαμψης θα απαλείψουν το μειονέκτημα του υψηλού κόστους δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων που θα συμμετάσχουν.
Συγκεκριμένα, όπως σημειώνουν, οι ελληνικές επιχειρήσεις δανείζονται σήμερα με 190 μονάδες βάσης υψηλότερα επιτόκια από τους ανταγωνιστές τους στην Ευρωζώνη. Με τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια του Ταμείου Ανάκαμψης, το μέσο κόστος δανεισμού τους θα κατέβει από το 4% περίπου σήμερα, στο 2% περίπου, αφού το Ταμείο θα καλύπτει το μισό περίπου κόστος. Αυτό σημαίνει ότι αποκαθίστανται οι ισότιμοι όροι ανταγωνισμού για το διάστημα κατά το οποίο θα υπάρχει ακόμη «κίνδυνος χώρας».
Η ελληνική πλευρά θεωρεί, επίσης, εξαιρετικά σημαντικό να θέτει η ίδια τα κριτήρια δανεισμού των επιχειρήσεων, ώστε να εξυπηρετηθεί ο στόχος της εξωστρέφειας και της αλλαγής παραγωγικού μοντέλου της χώρας που επιδιώκει η κυβέρνηση.
Στο πλαίσιο της ελληνικής πρότασης, προϋποτίθεται ότι δεν θα υπολογίζεται το δάνειο αυτό στο έλλειμμα της χώρας, παρά μόνον στο χρέος. Η ελληνική πλευρά θεωρεί ότι δεν θα εκληφθεί αυτή η επιβάρυνση αρνητικά από τις αγορές, δεδομένου ότι τα δάνεια θα συμβάλουν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και στην επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας.
Στις στρατηγικές κατευθύνσεις του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αναφέρεται ότι τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης θα χρησιμοποιηθούν για την προώθηση επενδύσεων βάσει αόριστων αναφορών σε μακροπρόθεσμες, βιώσιμες ιδιωτικές επενδύσεις με προστιθέμενη παραγωγική αξία για την οικονομία, την απασχόληση, τις εξαγωγές, τον ψηφιακό και τον πράσινο μετασχηματισμό. Η πρόταση αυτή δεν έχει καμία φερεγγυότητα, καθώς δεν συνοδεύεται από μια αξιόπιστη αξιολόγηση του κλαδικού μετασχηματισμού που θα συντελεστεί
Ουσιαστικά το ρίσκο της επένδυσης θα είναι κατά 100% του ιδιώτη επενδυτή. Το κράτος θα «επιδοτεί» μόνο το σχεδόν μηδενικό επιτόκιο ( ≤ 0,05%) που θα αφορά το 50% των δανείων τα οποία αποτελούν κοινοτικά δάνεια.
Το πρόβλημα που προκύπτει είναι πόσες μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα έχουν το κατάλληλο τραπεζικό προφίλ για να μπορούν να ρισκάρουν. Διότι διαφορετικά θα είναι μόνο οι μεγάλες επιχειρήσεις που θα τηρούν τα πιστοδοτικά κριτήρια αυτές που θα ευνοηθούν από όλες αυτές τις εξελίξεις. Παράλληλα τα κοινοτικά δάνεια προς το ελληνικό κράτος που θα εγγραφούν στο δημόσιο χρέος θα πρέπει να επιστραφούν σε διάστημα 8-12 έτη.
ΕΙΝΑΙ ΣΑΦΕΣ ότι ο σχεδιασμός έχει γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε να επωφεληθούν οι μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες μάλιστα ετοιμάζονται να συνεργαστούν μεταξύ τους, σε ομοειδείς κλάδους, και με αντίστοιχες ξένες επιχειρήσεις που διαθέτουν την απαιτούμενη τεχνογνωσία. Η αλήθεια είναι ότι έχει ήδη αρχίσει αυτή η διαδικασία. Η Entersoft εισήλθε στην κύρια αγορά του Χρηματιστηρίου τον Φεβρουάριο του 2020, ενώ η Singular Logic εξαγοράστηκε από τις Epsilon Net και Space Hellas έναντι τιμήματος της τάξης των 18 εκατ. ευρώ. Όσον αφορά τις συμμαχίες ελληνικών με ξένες εταιρείες, υπήρξε η πρώτη συνεργασία στον μειοδοτικό διαγωνισμό, ύψους 515 εκατ. ευρώ, για τη δημιουργία των νέων ταυτοτήτων, όπου συμμετέχουν σε κοινά σχήματα με ελληνικές εταιρείες. Ωστόσο, στο πεδίο των νέων ψηφιακών έργων, που πλέον διευρύνεται σημαντικά, δίνει το «παρών», εδώ και πολλά χρόνια, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό, ένας σημαντικός αριθμός ελληνικών εταιρειών, μεταξύ των οποίων ο όμιλος ΟΤΕ και η Intrasoft, θυγατρική του ομίλου Intracom.
Επιστρέφοντας στο ζήτημα των μικρών επιχειρήσεων διατυπώνεται, υπό είδος ευχής, η άποψη από την κυβέρνηση να ενθαρρύνονται με ισχυρά κίνητρα να συνεργαστούν επιχειρήσεις που έχουν τραπεζικό προφίλ για να υλοποιήσουν κοινές επενδύσεις, που δημιουργούν οικονομίες κλίμακας μέσω δικτυώσεων.
Έχω την εντύπωση ότι με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται να λυθεί στην πράξη η άποψη που περιέχεται στην έκθεση Πισσαρίδη περί αυξήσεως του μεγέθους των ελληνικών επιχειρήσεων. Οι συνέπειες μιας τέτοιας προσπάθειας, δεν γνωρίζουμε αν θα είναι επιτυχής, θα είναι δυσμενείς σε μεσοπρόθεσμο διάστημα στο μέτωπο της ανεργίας και της κοινωνικής συνοχής.
Επίσης, ένα άλλο ερώτημα είναι το κατά πόσον η σημερινή κατάσταση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος (υψηλός όγκος μη αποτελεσματικών δανείων, χαμηλή κερδοφορία, η ποιοτική κατάσταση των στοιχείων ενεργητικού, η πλήρης εξάρτησή του από τους δανειστές κ.λπ.) θα επιτρέψει την εύκολη χρηματοδότηση των ελληνικών επιχειρήσεων, ακόμη και εκείνων που διαθέτουν υψηλή πιστοληπτική ικανότητα.
ΤΕΛΕΙΩΝΟΝΤΑΣ οφείλουμε να αναφέρουμε ακόμη ότι στις στρατηγικές κατευθύνσεις του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αναφέρεται ότι τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης θα χρησιμοποιηθούν για την προώθηση επενδύσεων βάσει αόριστων αναφορών σε μακροπρόθεσμες, βιώσιμες ιδιωτικές επενδύσεις με προστιθέμενη παραγωγική αξία για την οικονομία, την απασχόληση, τις εξαγωγές, τον ψηφιακό και τον πράσινο μετασχηματισμό. Η πρόταση αυτή δεν έχει καμία φερεγγυότητα, καθώς δεν συνοδεύεται από μια αξιόπιστη αξιολόγηση του κλαδικού μετασχηματισμού που θα συντελεστεί.
Η ενίσχυση της αναπτυξιακής διαδικασίας της οικονομίας είναι σχεδόν αδύνατον να πραγματοποιηθεί μέσω σχεδιασμών που υποθέτουν την αποτελεσματικότητα της αγοράς και την παραγωγική επιχειρηματικότητα και που, ιδεοληπτικά, στοχεύουν σε πολύ συγκεκριμένα θεσμικά εμπόδια (δημόσια διοίκηση, σύστημα δικαιοσύνης, αγορά εργασίας) και στα ρυθμιστικά βάρη που περιορίζουν τη λειτουργία τους. Στοχεύοντας στην αύξησης της κερδοφορίας, σε μια επιχειρηματική τάξη όπως η ελληνική, με βάση τα πρόσφατα –ξεχάστε τα μακρινά– στοιχεία δεν προκύπτει ότι θα λειτουργήσουν με τρόπο που θα επιφέρει τον αναγκαίο τεχνολογικό και παραγωγικό μετασχηματισμό και τη δημιουργία ενός νέου αναπτυξιακού υποδείγματος. Η κατά 27% μείωση του εργατικού κόστους που επήλθε μέσω των μνημονιακών προγραμμάτων στη μεταποίηση, δεν μεταφράσθηκε ούτε σε μείωση των τιμών ούτε σε αύξηση των επενδύσεων.
* Ο Κώστας Μελάς είναι οικονομολόγος και πανεπιστημιακός