επιμέλεια: Χριστόδουλος Δολαψάκης
Ο όρος «δεύτερο κύμα» χρησιμοποιείται ευρέως για να χαρακτηρίσει την τρέχουσα περίοδο, αλλά εξετάζοντας την πορεία της πανδημίας στην Ελλάδα συμπεραίνουμε ότι το πραγματικό πρώτο κύμα της πανδημίας είναι τώρα. H περίοδος Μαρτίου-Μαΐου ήταν στην πραγματικότητα μία πρόγευση των όσων θα ακολουθούσαν και εξελίχθηκε ουσιαστικά σε μια μοναδική αναξιοποίητη ευκαιρία προετοιμασίας του συστήματος υγείας. Η «ποσοτική» διαφορά είναι πασιφανής αλλά ο περιορισμός της δημόσιας συζήτησης και ενημέρωσης μόνο σε «συνολικούς» αριθμούς συσκοτίζει ποιοτικά χαρακτηριστικά και διαφοροποιήσεις.
ΕΠΤΑ ΜΗΝΕΣ μετά το πρώτο κρούσμα Covid-19 στην Ελλάδα, εξακολουθεί να υπάρχει κρυπτικότητα στη δημόσια πληροφόρηση για τα δεδομένα της πανδημίας. Ακόμα και για την περίοδο Μαρτίου-Μαΐου εξακολουθεί να λείπει ένας συνολικός απολογισμός και τα όποια δεδομένα δημοσιοποιούνται σκόρπια και αφορούν αποκλειστικά το «νοσοκομειακό» σκέλος της πανδημίας. Αυτό βέβαια δεν προκαλεί εντύπωση: ανυπαρξία πρωτοβάθμιας περίθαλψης σημαίνει και ανυπαρξία συλλογής δεδομένων, εξαγωγής συμπερασμάτων και εκπόνησης πολιτικής στην κοινότητα, εκεί όπου κυριολεκτικά «παίζεται» η πορεία της πανδημίας.
Συγκρίνοντας τις δύο περιόδους στην Ελλάδα προκύπτει ότι ο αριθμός των νοσηλευόμενων σε ΜΕΘ είναι αυτή τη στιγμή αντίστοιχος με τα επίπεδα του Απριλίου, ο αριθμός των κρουσμάτων είναι πολλαπλάσιος και εξακολουθεί η απουσία στοιχείων για τον αριθμό των νοσηλευόμενων εκτός ΜΕΘ. Σωστά θα πει κανείς ότι αυτό οφείλεται στα περισσότερα τεστ που διενεργούνται αλλά αυτό που παρατηρείται είναι ο αυξημένος ρυθμός αύξησης των θανάτων σε σχέση με την αύξηση του αριθμού των διασωληνωμένων. Έτσι μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι είτε οι ασθενείς κατά πλειοψηφία πεθαίνουν εκτός ΜΕΘ δηλαδή σε κοινούς θαλάμους είτε καθημερινά 10 ασθενείς των ΜΕΘ πεθαίνουν και 10 ασθενείς διασωληνώνονται. Όσο δε δημοσιοποιούνται συγκεκριμένα στοιχεία για τις ΜΕΘ της χώρας, το πρώτο ενδεχόμενο φαντάζει πιθανότερο, ιδίως εάν λάβουμε υπόψη μας τη συρροή κρουσμάτων σε γηροκομεία και οίκους ευγηρίας, κάποια από τα οποία έγιναν γνωστά στα ΜΜΕ.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν σε πρόσφατη διημερίδα, την πρώτη περίοδο της πανδημίας νοσηλεύθηκαν στη ΜΕΘ του Αττικόν 21 ασθενείς εκ των οποίων απεβίωσαν οι 10 (47% θνητότητα ΜΕΘ, χωρίς να παρέχονται στοιχεία για το αν οι υπόλοιποι 11 εξήλθαν του νοσοκομείου μετά την επιστροφή τους σε κοινό θάλαμο). Ήδη από τον Αύγουστο έχουν νοσηλευθεί 18 ασθενείς (οι 11 συνεχίζουν να νοσηλεύονται, 3 έχουν αποβιώσει και 4 εξήλθαν) των οποίων ο μέσος όρος ηλικίας είναι μικρότερος. Υπάρχει ανάγκη δημοσιοποίησης ανάλογων στοιχείων από τις ΜΕΘ ολόκληρης της χώρας, ώστε εκτός των άλλων να κριθεί και αν υπάρχει «συμφωνία» στα ποσοστά θνητότητας και άρα στο επίπεδο περίθαλψης. Ο ΕΟΔΥ πρέπει επιτέλους να δίνει συγκεκριμένα δημογραφικά και κλινικά χαρακτηριστικά νοσηλευομένων και θανάτων στη ΜΕΘ και όχι να αναφέρει μέσους όρους και μάλιστα χρησιμοποιώντας δεδομένα από τον Φεβρουάριο. Ποιος ο λόγος που δε δημοσιοποιείται ο «τελικός» απολογισμός της συρροής κρουσμάτων στα γηροκομεία Ασβεστοχωρίου και Άγιου Παντελεήμονα;
Η ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ που αποκτήθηκε από το προσωπικό των νοσοκομείων αντικατέστησε το φόβο και την ανασφάλεια της πρώτης περιόδου απέναντι σε έναν καινούριο ιό. Μπορεί να υποθέσει κανείς ότι σήμερα υπάρχει σωστότερη αναγνώριση των ασθενών με Covid-19 που χρήζουν νοσηλείας, δηλαδή πιθανότατα αυτή τη στιγμή νοσηλεύονται σοβαρότερα περιστατικά Covid-19 από ό,τι την άνοιξη. Η μεγάλη διαφορά όμως είναι ότι αυτή τη στιγμή η προσέλευση και οι εισαγωγές των ασθενών για λόγους εκτός Covid-19 είναι στα επίπεδα προ πανδημίας. Την άνοιξη η προσέλευση στα τμήματα επειγόντων μειώθηκε ως και 80% και οι κλινικές Covid δημιουργήθηκαν με χρήση κρεβατιών από κρεβάτια κλινικών που έκλεισαν και με προσωπικό που αποσπάστηκε από άλλα καθήκοντα.
Αν τα παραπάνω συμπεράσματα είναι σωστά (πολλαπλασιασμός θανάτων εκτός ΜΕΘ λόγω ηλικίας και συννοσηροτήτων, νοσηλεία σε ΜΕΘ νεότερων σε ηλικία ασθενών, νοσηλευόμενοι σε κοινούς θαλάμους σε βαρύτερη κατάσταση από ό,τι την άνοιξη) η πίεση που δέχεται το σύστημα υγείας αποδεικνύει από τη μία τη μεγάλη επέκταση του ιού στην κοινότητα και από την άλλη την απουσία προετοιμασίας παρά την «ανάπαυλα» Ιουνίου-Ιουλίου και παρά τις ευνοϊκές συνθήκες που δημιουργεί η αυξημένη εμπειρία του προσωπικού. Η στοιχειώδης ερώτηση «πόσοι άνθρωποι νοσηλεύονται με Covid και ποια τα χαρακτηριστικά τους» εξακολουθεί να μένει χωρίς απάντηση αφού δε δίνονται στοιχεία, παρά μόνο κατά καιρούς υπονοούμενα τύπου «επιβεβαιώνω ότι μεγάλο κομμάτι των νοσηλευομένων είναι μετανάστες» του κ. Κικίλια, λες και αυτό δεν είναι απόδειξη της αποτυχίας της κυβερνητικής πολιτικής να προφυλάξει κλειστούς και ευάλωτους πληθυσμούς.
Η πίεση που δέχεται το σύστημα υγείας αποδεικνύει τη μεγάλη επέκταση του ιού στην κοινότητα και την απουσία προετοιμασίας παρά την «ανάπαυλα» Ιουνίου-Ιουλίου
Για άλλη μια φορά η συζήτηση επανέρχεται στο τι συμβαίνει έξω από τα νοσοκομεία. Εάν στα τελευταία η προετοιμασία είναι ελλιπής, έξω από αυτά είναι ανύπαρκτη. Ποια είναι η πολιτική τεστ, ιχνηλάτησης και ιατρικής παρακολούθησης των ασθενών που κινδυνεύουν από βαρύτερη νόσολόγω των χαρακτηριστικών τους, πόσο αποτελεσματικά είναι τα μέτρα που θεσπίζονται – για παράδειγμα ποια δεδομένα στηρίζουν το κλείσιμο των καταστημάτων τα μεσάνυχτα; Ο κ. Μαγιορκίνης ανακαλύπτοντας την Αμερική μίλησε για τη δυσκολία ελέγχου της πανδημίας σε μία πόλη σε σχέση με ένα χωριό. Αυτό σημαίνει για παράδειγμα ότι παίρνουμε μέτρα στην Κοζάνη γιατί είναι πιο εύκολο αλλά όχι στην περιφέρεια Αττικής με 3,5 εκατομμύρια κατοίκους όπου ουδείς γνωρίζει επακριβώς εάν υπάρχει κάποιο σχέδιο ή αν τα πράγματα αφήνονται γενικώς στην τύχη τους μέσω ενός πλέγματος ΕΟΔΥ, ιδιωτικών κέντρων, τεστ PCR, rapid test αντιγόνων και νοσοκομείων. Η ανυπαρξία δικτύου ιχνηλάτησης και παρακολούθησης στην κοινότητα δικαιολογείται «από τα αριστερά» με επιχειρήματα τύπου «δεν μπορούμε να έχουμε έναν αστυνόμο δίπλα στον καθένα να δούμε αν συμμορφώνεται με τα μέτρα».
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟ της πανδημίας την άνοιξη μέχρι το τωρινό, πραγματικό πρώτο κύμα ο κοινός παρονομαστής είναι η έλλειψη ουσιαστικής πληροφόρησης, τα αναξιοποίητα δεδομένα, η απουσία συμπερασμάτων και συζήτησης με βάση την πραγματική κατάσταση. Αυτό επιτρέπει στην κυβέρνηση να μετατρέπει την όποια συζήτηση σε δίλημμα μεταξύ χιλιάδων νεκρών τύπου ευρωπαϊκών χωρών και lockdown άνοιξης. Όμως η έλλειψη πληροφορίας και προβληματισμού επιδρά συχνά σε όσους καλόπιστα ασκούν κριτική στην κυβερνητική πολιτική χειρισμού της πανδημίας. Η έλλειψη στοιχείων ή η λάθος αξιολόγησή τους καθιστά συχνά την κριτική γενική και επαναλαμβανόμενη, χαρακτηριζόμενη από τον ίδιο τόνο ανεξαρτήτως συνθηκών και αυτό είναι κάτι που πρέπει να αποφευχθεί.
* «Mε πείσμα κι εκείνοι πάλευαν με το κύμα». Στίχος από την «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Ευρυπίδη.