Μετά τα «Θαύματα» (2014) και «Ευτυχισμένος Λάζαρος» (2018), η νέα ταινία «Χίμαιρα» της 42χρονης Αλίτσε Ρορβάκερ γυρίστηκε και αυτή στην ευρύτερη περιοχή της γενέτειράς της, στην περιφέρεια της Τοσκάνης.

Μετά την αποφυλάκισή του, ο ψηλός Βρετανός αρχαιολόγος Άρτουρ (Τζος Ο’ Κόνορ) επιστρέφει σ’ ένα χωριό της ιταλικής επαρχίας και επανασυνδέεται με την παλιά του συμμορία, που λεηλατούν ετρούσκικους τάφους, ξεθάβοντας αρχαία κτερίσματα, που «δεν είναι φτιαγμένα για ανθρώπινα μάτια, αλλά για τα μάτια των ψυχών». Ανήμπορος να ξεχάσει την χαμένη του αγάπη, την Μπενιαμίνα, επισκέπτεται την ηλικιωμένη μητέρας της Φλώρα (Ιζαμπέλα Ροσελίνι), σ’ ένα παλιό ιταλικό αρχοντικό με ζωγραφισμένους τοίχους. Εκεί, συναντά την χαμογελαστή Βραζιλιάνα βοηθό της, την Ιτάλια (Κάρολ Ντουάρτε), που προσπαθεί να τραγουδήσει όπερα. Σε πλήρη ένδεια, ο Άρτουρ ξαναδοκιμάζει την παλιά του τέχνη, ως ραβδοσκόπος αρχαιοτήτων. Ανήμπορος να διαφύγει από ένα τραγικό πεπρωμένο, ο Άρτουρ ονειρεύεται διαρκώς την Μπενιαμίνα και εμπλέκεται σε νέες περιπέτειες με την συμμορία των Τομπαρόλι (τυμβωρύχων), καθώς θεωρείται σεσημασμένος και η αστυνομία βρίσκεται στο κατόπι τους.

Σε συνεργασία με τον Ιταλό σκηνοθέτη Πιέτρο Μαρτσέλο στο σενάριο, η Ρορβάκερ δημιουργεί μια πρωτότυπη ιστορία που εμπλέκει το κύκλωμα αρχαιοκαπηλίας που έδρασε στην περιοχή όπου μεγάλωσε, κατά τη δεκαετία του ’80, εποχή που καταπατήθηκαν αρχαίες νεκροπόλεις από αναδυόμενες εργοστασιακές μονάδες. Ενσωματώνοντας μεταφυσικά στοιχεία, η σκηνοθέτρια δημιουργεί άλλο ένα σύγχρονο παραμύθι, συνδυάζοντας τοπικές παραδόσεις, αρχαία νεκρικά έθιμα, μαζί με μουσικές παραδόσεις και έθιμα του τοπικού καρναβαλιού, αλλά και συμβολισμούς για τη μοίρα και την τέχνη των ταρώ, με ήρωα έναν ονειροπόλο ραβδοσκόπο, που ως άλλος Ορφέας, αναζητά στον κάτω κόσμο την δική του νεκρή αγαπημένη.

Στην ταινία γίνεται αναφορά στον εντυπωσιακό πολιτισμό των Ετρούσκων, που έδιναν έμφαση στη λατρεία των νεκρών και πίστευαν στη μοίρα και στην μεταθανάτια ζωή, όπως μαρτυρούν οι ως σήμερα καλά διατηρημένες νεκροπόλεις. Οι χαρακτηριστικές τοιχογραφίες σε πλούσια διακοσμημένους τάφους, που διαφαίνονται στο φόντο του τίτλου της ταινίας, απεικόνιζαν εορταστικές εκδηλώσεις και σκηνές που παρέπεμπαν σε εξευμενιστικές τελετουργίες για τη μετάβαση της ψυχής του νεκρού στο βασίλειο του θανάτου, μέσω εκστατικού χορού, ερωτικών συνευρέσεων ή ύπνωσης. Ίσως γι αυτό ο Άρτουρ απεικονίζεται συχνά να κοιμάται, στο μεταίχμιο πραγματικότητας και ονείρου, θυμίζοντας αμυδρά και τον γοητευτικό πρωταγωνιστή που έπασχε από ναρκοληψία, στο «Δικό μου Αϊντάχο» (1991/Γκας Βαν Σαντ).

Παρότι τα δυο ανήλικα παιδιά της Ιτάλια, ονομάζονται Τσιρίλο και Κολομπίνα (μικρό περιστέρι), είναι η Ιτάλια που συγκεντρώνει πολλά στοιχεία από τον χαρακτήρα της φλύαρης και ζωηρής Κολομπίνα της Κομέντια ντελ άρτε, μιας προκλητικής υπηρέτριας, την οποία πολιορκούν οι άντρες, όπως την Ιτάλια, που ξεφαντώνει στο χορό στα εγκαίνια της νέας εργοστασιακής μονάδας ενέργειας, σαγηνεύοντας και τον Άρτουρ, ενώ αυτή δίνει ψυχή στην κατάληψη του εγκαταλελειμμένου σταθμού της Ριπαρμπέλλα, ανακαλώντας την κουβανέζικη ταινία «Λίστα αναμονής» (2000/Χουάν Κάρλος Τάμπιο).

Η περιστροφική κίνηση της κάμερας που τοποθετεί τον Άρτουρ ανάποδα στο κάδρο στα επεισόδια αποκάλυψης των αρχαίων τάφων, τονίζοντας πως «έχει χαθεί στις χίμαιρές του», ενσωματώνει στον χαρακτήρα του ραβδοσκόπου ιδιότητες του Κρεμασμένου των ταρώ, αποκαλύπτοντας τους δεσμούς του με τον υπόγειο κόσμο. Η Ιτάλια παρατηρεί πως οι διχάλες των δέντρων της θυμίζουν ανάποδα κρεμασμένους ανθρώπους, κάνοντας αναφορά και στη φιγούρα του Κρεμασμένου στα ταρώ, που ενέπνευσε και την αφίσα της ταινίας. Ο Κρεμασμένος ταυτίζεται με τον ονειροπόλο και συμβολίζει την προσπάθεια ανατροπής της τάξης σε αναζήτηση του υπερβατικού. Ανάμεσα στον μύθο του Ορφέα και του Κρεμασμένου των ταρώ, ο Άρτουρ ονειρεύεται την νεκρή Μπενιαμίνα με ριγιέ πλεκτό φόρεμα, ανάμεσα σε περίεργα κτίσματα -ανακαλώντας το όνειρο στο «Οκτώμιση» (1963/Φελίνι)- καθώς αυτή διαπιστώνει ότι η κόκκινη κλωστή απ’ το ξηλωμένο της φόρεμα την καθηλώνει στη γη. Η φελινική αισθητική είναι παρούσα σε όλη την ταινία, στην αποκριάτικη λιτανεία με τις μπάντες και τους μασκαρεμένους, όσο και όταν οι τοιχογραφίες του σφραγισμένου βωμού ετρούσκικης θεότητας ξεθωριάζουν, όπως ακριβώς οι αρχαίες νωπογραφίες, στο απολαυστικό «Ρόμα» (1972/Φελίνι).

Κάνοντας αναφορά στη «Γη της Επαγγελίας» (1975/Αντρέι Βάιντα), η Ρορβάκερ καταδεικνύει πως η μικρή συμμορία των φτωχών κομπιναδόρων του Άρθουρ είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, καθώς τα μεγάλα δίκτυα αρχαιοκαπηλίας ελέγχονται από μεγιστάνες, σε δημοπρασίες εν πλω, σε πολυτελή ατμόπλοια. Έτσι, το επεξεργασμένο μοντάζ που εναλλάσσει πλάνα της δημοπρασίας, με κοντινά από τα ισχυρά έμβολα των μηχανών που κινούν το ατμόπλοιο, σχολιάζει εύστοχα την εμπλοκή ενός ολόκληρου συστήματος, που τολμά να «εκτιμήσει το ανεκτίμητο».

Αξιοσημείωτη είναι η επιλογή και η χρήση της μουσικής. Τα ορχηστρικά αποσπάσματα Τοκάτα, Ριτορνέλο και Συμφωνία, από την όπερα σε πέντε πράξεις «Ορφέας» (1607), του Κλαούντιο Μοντεβέρντι, ντύνουν τον πρωταγωνιστή της ταινίας, με την υπόσταση του μυθικού Ορφέα, που επιχείρησε να φέρει από τον Άδη την Ευρυδίκη του, όπως ο Άρτουρ αναζητά την νεκρή αγαπημένη του. Ο «Ορφέας» του Μοντεβέρντι θεωρήθηκε η πρώτη εκδοχή της αναδυόμενης τότε όπερας, ενώ συντέθηκε για να πρωτοπαρουσιαστεί κατά τη διάρκεια του Καρναβαλιού, όπως η επιστροφή του Άρτουρ τοποθετείται στις Απόκριες, καταγράφοντας τα τοπικά καρναβαλικά έθιμα, με μπάντες χάλκινων πνευστών να παίζουν στους δρόμους παραδοσιακές μελωδίες, ενώ η φελινική πληθωρική ξανθιά Μέλοντι χορεύει γύρω από τη φωτιά, καθώς η μπάντα παίζει τη μελωδία του χωροδιακού των τσιγγάνων, από την «Τραβιάτα» (1853) του Βέρντι, υπενθυμίζοντας πως «στους Ετρούσκους κουμάντο έκαναν οι γυναίκες».

Παράλληλα, τα ποπ τραγούδια που επιλέγονται, «Vado al Massimo» (1982/Βάσκο Ρόσι), «Gli Uccelli» (1981/Φράνκο Μπατιάτο), απηχούν την αισθητική νοσταλγίας, του ’80, ενώ οι δράσεις των Τομπαρόλι παρουσιάζονται συνοπτικά, υπό το φουτουριστικό ηλεκτρονικό ποπ «Spacelab» (1978) των Kraftwerk.

Η Ιτάλια τραγουδάει φάλτσα την άρια του Μότσαρτ «Vorrei spiegarvi, oh Dio», δημιουργώντας κωμική αίσθηση. Σε κανονική βερσιόν με σοπράνο, η ίδια αυτή χαρμόσυνη άρια εντείνει την αίσθηση ειρωνείας, καθώς μεταφέρεται με γερανό το ακέφαλο άγαλμα της ετρούσκικης θεάς, θυμίζοντας και την εισαγωγή στο «Γλυκιά ζωή» (1960/Φελίνι), ενώ η ίδια αυτή άρια λειτουργεί κωμικά στην κατάληψη του εγκαταλελειμμένου σταθμού.

Αγκαλιάζοντας τις τοπικές μουσικές παραδόσεις των περιπλανώμενων τροβαδούρων, η Ρορβάκερ συμπληρώνει την ιστορία του θλιμμένου πρωταγωνιστή με το τραγούδι που αφηγείται ζωντανά ένας πλανόδιος μουσικός, συνοδεία κιθάρας και ακορντεόν. Αρχικά ακούγεται στην παραθαλάσσια ταβέρνα, στη συνέχεια, το αφηγηματικό αυτό τραγούδι μας εντάσσει στη διάσταση του παραμυθιού, με σκηνές από την ονειρική περιπλάνηση του ήρωα. Το τραγουδιστό έπος των Τομπαρόλι κάνει αναφορά στη φτώχεια των πρωταγωνιστών, στην «καταραμένη ανάγκη τους να ανατρέψουν τη μοίρα», επιλέγοντας το λαθρεμπόριο με «ό,τι το έδαφος προσφέρει». Εύστοχα η σκηνοθέτρια συνδέει σε παραμυθένια διάσταση, μέσα από την επιλογή της μουσικής του Μοντεβέρντι, το μύθο του Ορφέα που κατέβηκε στον Άδη, με την αρχαιοκαπηλία των φτωχών τυμβωρύχων και τη σχεδόν μεταφυσική τους σχέση με τον κάτω κόσμο και την ψυχή των νεκρών.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!