Οι επιχειρηματικές ενώσεις βάλλουν ομαδικά κατά του Μνημονίου, αποκαλύπτοντας ενδιαφέροντα, αν και αντιφατικά, ρήγματα στον αστικό χώρο
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Το Μνημόνιο -επικαιροποιημένο ή όχι- έχει πλέον μόνον εχθρούς στην Ελλάδα (όπως και ο «Άσσος» το τσιγάρο είχε μόνο φίλους). Την ώρα που οι διεθνείς «εταίροι» της χώρας επιδίδονται σε μια εργώδη προσπάθεια πολιτικής στήριξης της ελληνικής κυβέρνησης και του Γ. Παπανδρέου προσωπικά (με κορυφαίο χάπενινγκ τη βράβευσή του με το γερμανικό βραβείο «Quadriga» για την προσφορά του στην αποτροπή της πτώχευσης της χώρας-sic!), οι εγχώριοι «κοινωνικοί εταίροι» κόβουν λάσπη.
Τις τελευταίες δύο εβδομάδες μια ομοβροντία δηλώσεων, ανακοινώσεων, καταγγελιών και αιτημάτων από σχεδόν όλες τις επιχειρηματικές ενώσεις της χώρας στέλνει το Μνημόνιο πιστωτών και κυβέρνησης στο πυρ το εξώτερον. Και η κυβέρνηση που, με ταξική αυταπάρνηση, υπερασπίστηκε κάθε αντεργατικό μέτρο του «ευαγγελίου» της τρόικας απέναντι στις πιέσεις συνδικάτων, τώρα δείχνει διάθεση να βάλει νερό στο κρασί της.
Οι αντιδράσεις που καταγράφονται από τις επιχειρηματικές ενώσεις εμπορίου, υπηρεσιών και βιομηχανίας, στο πλαίσιο των επαφών με υπουργούς της κυβέρνησης ενόψει της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, ξεφεύγουν από τη συνήθη εθιμοτυπία του Σεπτεμβρίου. Και καταδεικνύουν ότι η διακριτική στήριξη ή ανοχή που προσέφεραν στην κυβέρνηση και στην τρόικα οι επιχειρηματικοί φορείς μέχρι σήμερα -προφανώς επενδύοντας προσδοκίες στις βασικές φιλοεργοδοτικές ρυθμίσεις του Μνημονίου- βαίνει στο τέλος της. Με διακυμάνσεις, ο αστικός χώρος της οικονομίας και της μεγάλης, μεσαίας και μικρής επιχειρηματικότητας επικρίνει με οξύτητα βασικές κατευθύνσεις του Μνημονίου και ζητά τη μερική ή ολική αποδέσμευση από αυτό.
– Η ΓΣΒΕΕ -συνομοσπονδία των μικρομεσαίων- παρουσίασε στοιχεία για 170.000 λουκέτα που έρχονται προκαλώντας απώλεια 300.000 θέσεων εργασίας και προειδοποίησε με μαζική «στάση πληρωμών» των επιχειρήσεων προς το Δημόσιο.
– Η ΕΣΕΕ -συνομοσπονδία των εμπόρων- ζήτησε να σταματήσει κάθε συζήτηση για νέους φόρους και επέσεισε τον κίνδυνο «αφελληνισμού» των επιχειρήσεων.
– Η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων χαρακτήρισε απογοητευτικά τα αποτελέσματα των μέτρων και έστρεψε τα πυρά της στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
– Το ΕΒΕΑ χαρακτήρισε τοκογλυφική διαδικασία το Μνημόνιο και ζήτησε ή την άμεση απεμπλοκή από τους όρους του ή την άμεση αλλαγή των όρων αυτών.
– Και ο ΣΕΒ, η ηγεμονεύουσα συλλογική έκφραση της εργοδοτικής πλευράς, διεμήνυσε στην κυβέρνηση ότι έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια νέων περικοπών και φόρων.
Προβλέψεις και εσωτερικές αντιθέσεις
Τρία είναι τα κοινά χαρακτηριστικά στις αντιδράσεις του αστικού- επιχειρηματικού χώρου απέναντι στις ζοφερές και ήδη καταγραφόμενες επιπτώσεις του ολετήρα «Μνημόνιο»: Πρώτον, η επίγνωση ότι τα πιθανά οφέλη που θα μπορούσαν να αντλήσουν από τις πιο αντεργατικές ρυθμίσεις (φθηνότερη εργασία και απολύσεις) δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τις καταστρεπτικές επιπτώσεις της βαθιάς και μακρόχρονης ύφεσης.
Δεύτερον, το μέτωπο έναντι των τραπεζών, οι οποίες παραμένουν απρόθυμες να εκχωρήσουν στις επιχειρήσεις έστω και ένα μέρος της ρευστότητας που, αφειδώς, τους προσφέρουν η κυβέρνηση και η ΕΚΤ. Και τρίτον, ο (ανομολόγητος δημοσίως) φόβος ότι η αποτυχία ακόμη και των δημοσιονομικών στόχων του Μνημονίου θα φέρει το πολιτικό σύστημα προ αδιεξόδου και την κοινωνία σε κατάσταση αναβρασμού.
Φυσικά, ο αστικός-επιχειρηματικός χώρος δεν είναι ένα ενιαίο, συμπαγές ταξικό μόρφωμα.
Στο «αιτηματολόγιο» των επιχειρηματικών φορέων μπορεί να διακρίνει κανείς αντιθέσεις που η ύφεση μπορεί να τις καταστήσει χαοτικές. Μπορεί όλες να προβάλουν ως λύσεις τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων και την επιδότηση του κόστους εργασίας, αλλά διαφωνούν για τις καταστροφές που τους απειλούν. Την ώρα που η συνομοσπονδία των εμπόρων προβάλλει την απειλή «αφελληνισμού» του κλάδου, το ΕΒΕΑ ζητεί να αρθούν τα «αντικίνητρα για ξένες επενδύσεις». Ενώ οι μικρομεσαίοι επιτίθενται, ευθέως, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα που έχει κλείσει τη στρόφιγγα του δανεισμού, ο ΣΕΒ, τα μέλη του οποίου έχουν ποικίλες διασυνδέσεις με τον τραπεζικό Λεβιάθαν, τηρεί σιγή ιχθύος στο πεδίο αυτό. Και, φυσικά, βαθύτερες είναι οι διαχωριστικές γραμμές που διαπερνούν τον επιχειρηματικό χώρο στα κεντρικά ζητήματα της οικονομικής πολιτικής: η ηγεσία των βιομηχάνων πριμοδοτεί με κάθε τρόπο τη συρρίκνωση του κράτους, την άρση κάθε κρατικού παρεμβατισμού, ώστε να ευνοηθεί η συγκέντρωση του κεφαλαίου και η μονοπώληση των πιο κερδοφόρων κλάδων της οικονομίας, ενώ οι μικρομεσαίοι ζητούν απεγνωσμένα περισσότερο παρεμβατισμό, προστατευτισμό και ρυθμίσεις επιβίωσης.
Δεν πρόκειται για πρωτοφανή ρήγματα. Η ιδιοτυπία της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, που για δεκαετίες ευνόησε έναν πληθωρισμό μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, φαίνεται ότι βαίνει προς τη λήξη της με βίαιους και ταχείς ρυθμούς. Ένα σημαντικό μέρος του περιούσιου λαού της «μεσαίας τάξης», στις συνθήκες της ελεγχόμενης χρεοκοπίας και της πρωτοφανούς ύφεσης που προκαλεί, οδηγείται σε μαζική φτωχοποίηση και προλεταριοποίηση. Αυτό φαίνεται να το αντιλαμβάνεται και το πολιτικό σύστημα.
Η μεν κυβέρνηση του Μνημονίου επιχειρεί με τρικ -και ενόψει εκλογών του Νοεμβρίου- να παγώσει επώδυνες ρυθμίσεις, όπως η μετάταξη του 30% των αγαθών με ΦΠΑ 11% στον συντελεστή 23%. Η δε Ν.Δ. του Αντώνη Σαμαρά ενισχύει τη ρητορική της κατά του Μνημονίου, αντιλαμβανόμενη και τις διαφοροποιήσεις στον ευρύτερο αστικό χώρο από τον οποίο αντλεί εκλογική πελατεία.
Αντίστοιχες διαφοροποιήσεις, άλλωστε, μπορεί κανείς να «διαβάσει» και στην κριτική στάση μέρους του εκδοτικού κατεστημένου που πριν από λίγους μήνες στήριζε με αξιοθαύμαστο φανατισμό το μονόδρομο του Μνημονίου.
Ναι μεν, αλλά…
Οι διαφοροποιήσεις αυτές στον αστικό χώρο δεν είναι αδιάφορες για τον κόσμο της εργασίας, προνομιακό θύμα της τρόικας.
Προφανώς, οι στρατιές των μικρομεσαίων και αυτοαπασχολουμένων που θα βάλουν λουκέτα, θα πτωχεύσουν, θα γίνουν από εργοδότες εργαζόμενοι ή (το πιθανότερο) άνεργοι και θα αντιμετωπίζουν την ανυπαρξία του κράτους πρόνοιας στη διάρκεια των πέτρινων χρόνων του Μνημονίου, είναι οι εγγύτεροι σύμμαχοι των μισθωτών.
Ταυτόχρονα, όμως, έχουν τις συνήθεις «αναπηρίες» των μικροαστικών στρωμάτων, πάντα ταλαντευόμενων και αβέβαιων στις κοινωνικές συγκρούσεις. Απτό παράδειγμα και η ετεροχρονισμένη αλλά επιλεκτική «έκρηξή» τους κατά του Μνημονίου του οποίου ζητούν να αρθούν οι όροι που συρρικνώνουν, δραματικά, τους τζίρους και αδειάζουν τα ταμεία τους. Θα ζητήσουν, άραγε, κάποια στιγμή να αρθούν και τα μέτρα που άδειασαν τα πορτοφόλια των μισθωτών που, εκτός από (φθηνοί και αναλώσιμοι) υπάλληλοί τους, είναι και υποψήφιοι πελάτες τους;