Το σχολείο δεν πρέπει ούτε να μοιάζει, ούτε να μιμείται τον «έξω κόσμο», παρά να αποτελεί τον αντίπαλό του. Αυτή θα μπορούσε να είναι μια ορισμένη παιδαγωγική θέση, με όλη την αφέλεια ή τον ουτοπισμό που τη διακρίνει. Κι όμως ο «έξω κόσμος» έρχεται σήμερα να κατακτήσει κάθε σπιθαμή από αυτό που λέγεται σχολείο, δάσκαλος, μαθητής. Δηλώνει λοιπόν ο Κυριάκος Πιερρακάκης, με μεγάλη περηφάνια, πως μετράμε ήδη 6.043 αποβολές μαθητών λόγω χρήσης κινητού στο σχολείο, με τρόπο που κανείς αναρωτιέται αν μιλά ο ίδιος ή κάποιος αλγόριθμος που έχει αποικίσει το κεφάλι του. Αυτός ο μετρ της ψηφιακής μετάβασης (κάνει πως) γνωρίζει μονάχα αριθμούς: Κόψε τόσα τμήματα και σχολεία, διάγραψε τόσους αιώνιους φοιτητές, σπρώξε τόσους απόφοιτους στα ιδιωτικά κολλέγια, φτιάξε τόσα πειθαρχικά για τους εκπαιδευτικούς κ.ο.κ. Αυτός ο άνθρωπος είναι ο υπουργός Παιδείας.
Είναι αυτή ακριβώς η λογική που πρέπει να κυριαρχήσει παντού. Την εποχή όπου η «ενσυναίσθηση» προβάλλεται ως το φάρμακο για πάσα νόσο οι μαθητές είναι απλά νούμερα. Την εποχή της περιβόητης «συμπερίληψης» προετοιμάζεται η μεγαλύτερη κατηγοριοποίηση δια της αξιολόγησης –και όχι μόνο– των σχολείων. Την εποχή όπου όλα επιτρέπονται στον ψηφιακό κόσμο –και ελάχιστα στον πραγματικό– οι φωστήρες θυμήθηκαν τα «όρια» και τους «κανόνες». Κι αφού πρώτα η εξάρτηση από το κινητό τηλέφωνο έγινε καθεστώς, βλ. και πανδημία, τώρα τάχα ανησυχούμε. Με όραμα το «ψηφιακό σχολείο», με την άλωση της διδακτικής από «ψηφιακές καινοτομίες» και «εκπαιδευτικά πακέτα», με αντικατάσταση της Πολιτείας από «applications», λέμε στα παιδιά να βάλουν τα κινητά στη τσάντα αλλά να τα ξαναβγάλουν για να καλέσουν… την αστυνομία όταν κινδυνέψουν. Την εποχή όπου η «γνώση» αποθεώνεται πρέπει ο καθηγητής να γίνει γραφειοκράτης, παιδονόμος, μάνατζερ, να αποσυρθεί πίσω από την Τεχνητή Νοημοσύνη, εντέλει να απαξιωθεί αλλά και να απαξιώσει σιγά-σιγά το ρόλο του.
Και η βασική αντιστροφή: Την εποχή της μεγαλύτερης βίας απέναντι στους νέους ανθρώπους αυτοί να παρουσιάζονται εύκολα ως θύτες, παραβατικοί, ανυπάκουοι. Γιατί αυτό είναι το ζήτημα και όχι μια τακτοποίηση. Η πραγματική ή πλασματική ανομία των νέων δεν είναι αντίπαλος αλλά σύμμαχος όσων κυβερνούν, ακριβώς για να θέσουν νέους διαχωρισμούς στο κοινωνικό σώμα, να προχωρήσουν σε νέους τρόπους καταστολής και πειθάρχησης, να νομιμοποιήσουν ειλημμένες αποφάσεις σε μια σειρά πεδία. Μέσα σε ένα τοπίο που δεν βοηθά τις πιο συνολικές ματιές, θα παρουσιάζεται ως λύση «ένα συμμάζεμα βρε αδερφέ» και κι ένα «κάπου έλεος».
Ένα διαφορετικό «κάπου έλεος» πρέπει να ακουστεί κι όσο λιγότερο μόνοι είναι οι νέοι σε αυτό, τόσο το καλύτερο.
* Ο Τάσος Βαρούνης είναι εκπαιδευτικός