του Μάριου Μαθιού
Η Γεωργία είναι μια όμορφη χώρα του Καυκάσου. Σε μικρή απόσταση από την πρωτεύουσα, την Τιφλίδα, βρίσκεται μια περιοχή με το όνομα Τσάλκα: εκεί πριν από χρόνια χτυπούσε η καρδιά μιας άλλης (ξεχασμένης δυστυχώς) Ελλάδας. Μια περιοχή όπου, πριν το 1991, το ελληνικό στοιχείο αποτελούσε τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Σε συνολικό πληθυσμό 55.000 κατοίκων, οι Έλληνες ήταν 50.000. Η πόλη της Τσάλκας, έχοντας 90% ελληνικό πληθυσμό, αποτελούσε και τη μοναδική ελληνική πόλη εντός της ΕΣΣΔ.
Ενώ για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας, του Πόντου και των Βαλκανίων πολλά είναι γνωστά, λίγα –ως ελάχιστα– είναι για τους Έλληνες του Καυκάσου, και συγκεκριμένα της περιοχής αυτής της Γεωργίας. Εκεί που, εκτός από την πόλη, ελληνικά ήταν και τα 27 από τα 48 χωριά της περιοχής. Πώς βρέθηκαν οι άνθρωποι αυτοί εκεί, και γιατί οι περισσότεροι μιλάνε τούρκικα και όχι ελληνικά; Οι Έλληνες της Τσάλκας, με εξαίρεση 3 χωριά, είναι τουρκόφωνοι επειδή κατά τον 18ο αιώνα, σε μια εκβιαστική προσπάθεια εκτουρκισμού, κλήθηκαν να επιλέξουν τι θα προτιμούσαν να κρατήσουν: Γλώσσα ή Θρησκεία. Την περίοδο εκείνη η θρησκευτική ταυτότητα είχε μεγαλύτερη αξία προς τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό από ό,τι η γλώσσα. Το έντονο θρησκευτικό συναίσθημα των κατοίκων της Τσάλκας το αποδεικνύει.
Από τον Μοριά στον Πόντο κι έπειτα στη Γεωργία
Από εδώ και πέρα τον λόγο δεν έχω εγώ, αλλά οι άνθρωποι που συνάντησα στην όμορφη αυτή περιοχή. Συγκεκριμένα θα μας μιλήσει ο κύριος Σίσι Ποσνακίδης, δήμαρχος της περιοχής από το 1991 μέχρι το 2011. Η συνέντευξη έγινε με μεταφραστή τον γιο του, τον Λεωνίδα, που υπήρξε μεγάλη βοήθεια καθ’ όλη την διάρκεια της αποστολής στην Τσάλκα. Ο Λεωνίδας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Τσάλκα και προς αναζήτηση καλύτερης ζωής μετανάστευσε στην Κύπρο, όπου ζει έως σήμερα με την οικογένεια του, και όποτε βρει ευκαιρία επιστρέφει να δει τους γονείς του. Ο λόγος λοιπόν στους ομογενείς μας:
«Μας έλεγαν οι παλιοί πως εμείς, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους Πόντιους, είμαστε από τον Μορά [Μοριά, Πελοπόννησο]. Οι γέροι μάς λένε πως οι Τούρκοι μάς πήραν από εκεί και μας εγκατέστησαν στον Πόντο. Εδώ ήρθαμε όταν οι Ρώσοι είχαν πόλεμο με τους Οσμάν (Οθωμανοί) στα 1829 και έφτασαν σε περιοχές που κατοικούσαμε. Μετά τον πόλεμο φοβόμασταν κι εμείς και οι Αρμένιοι να μείνουμε εκεί, και ακολουθήσαμε τους Ρώσους. Δεν ήρθαν όλοι μαζί, αλλά σιγά σιγά. Όσοι ήρθαν δεν είχαν τίποτα, γυμνοί ήρθανε. Το 30-40% αυτών πέθαναν μέχρι να φτάσουν εδώ, ξέρεις: αρρώστιες, καιρός, Τούρκοι.
Όταν σταμάτησαν εδώ, ξεκίνησαν για να μείνουν σε αυτά που λέμε εμείς Μπατζά, ένα σπιτάκι που έχτιζαν με πέτρες και σκέπαζαν με χώμα. Στο ένα δωμάτιο ήταν οι αγελάδες, στο άλλο η οικογένεια. Οι Γεωργιανοί φύγανε γιατί είχε κρύο, εμείς ήρθαμε και βρήκαμε εκκλησία την οποία και άρχισαν να διορθώνουν. Με τον καιρό, όταν έγιναν περισσότεροι, κάνανε οικογένεια, μωρά, δεν χωράγανε στην εκκλησία αυτή και δίπλα χτίσαμε καινούργια, μεγάλη. Η πρώτη εκκλησία που χτίσαμε εμείς ήταν το 1870 και τελείωσε το 1875 σε ένα χωριό που λέμε Γεράκι. Στην πόλη, τη μεγάλη εκκλησία την τελειώσαμε το 1916.»
Η ζωή στη σοβιετική εποχή
Στο σημείο εκείνο, μιας και η ημερομηνία αυτή ήταν έναν χρόνο πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση, θέλησα να μάθω για τη ζωή των Ελλήνων της Τσάλκας την περίοδο της ΕΣΣΔ.
«Η περίοδος της Σοβιετικής Ένωσης ξεκίνησε το 1922. Ήταν όλοι ευτυχισμένοι την περίοδο εκείνη. Πριν γίνει Κολχόζ/Σολχόζ ήταν κάμουνα [κομούνα]. Το 1929 έγινε Κολχόζ και όλοι πήγαν να δουλέψουν εκεί. Το 1930 ξεκίνησαν να χτίζουν Γκάες [φράγμα] για το νερό και για το ρεύμα. Έλληνες και Αρμένιοι, ξέρεις, ξέρουμε να δουλέψουμε με πέτρα. Με τη Σοβιετική Ένωση ξεκίνησανε να υπάρχουν σχολεία για να πηγαίνουν τα παιδιά, ρώσικα μαθαίναμε πιο πριν, και γράμματα μαθαίναμε από τους παπάδες. Οι δικοί μας Έλληνες ήταν πολλοί, δυνατοί να μάθουν ρώσικα. Κάνανε ίνστιτουτ [πανεπιστήμια] ώστε οι δικοί μας να μάθουν ρώσικα και να γίνουν δάσκαλοι. Όσοι τελείωναν τα σχολεία εδώ στην Τσάλκα πηγαίναν στα ίνστιτουτ στην Τιφλίδα και στη Ρωσία. Το 1950 οι μαθητές της Τσάλκας ήταν οι πρώτοι σε απόδοση μαθητές σε ολόκληρη την ΕΣΣΔ.»
Θεώρησα πως ήρθε η ώρα να κάνω την ερώτηση που πολλοί από την Ελλάδα θα ήθελαν να κάνουν για την περίοδο Στάλιν. Ρώτησα τον κύριο Ποσνακίδη πώς ήταν για τους Έλληνες η περίοδος αυτή κι αν υπήρξαν διακρίσεις και διώξεις σε βάρος τους, όπως έγινε με τους Έλληνες της Αμπχαζίας το 1949.
«Την περίοδο του Στάλιν κάθε χρόνο η αξία του φαγητού στα μαγαζιά ήταν κάτω. Δεν ήταν πολλά πράγματα, αλλά ήταν όλα φτηνά. Αυτό το Γκάες (φράγμα) που χτίσαμε εμείς ήταν το πιο μεγάλο της Γεωργίας. Όταν τελειώσαμε το δικό μας, ζήτησαν από τους Έλληνες μαστόρους να χτίσουν και αλλού Γκάες. Την περίοδο του Στάλιν δεν είχαμε πρόβλημα, το 1939 έπαιρναν Έλληνες στον στρατό. Όταν έγινε ο πόλεμος, το 1941, δεν ζήτησαν κανέναν Έλληνα να πάει να πολεμήσει, πολεμούσαν όσοι ήταν από το 1939. Εμείς από την Τσάλκα είχαμε 2 άτομα που πήρανε το ανώτερο παράσημο, το μάξιμουμ που λένε [“Ήρωας της ΕΣΣΔ”]. Αυτοί ήταν ο Ζουμπάλoβ και ο Κατάνoβ [Ζουμπαλίδης, Κατανίδης]. Έλληνες ξαναρχίσανε να παίρνουν από το 1943 και μετά, όταν ο Κόκκινος Στρατός άρχισε να νικάει. Δεν ξέρουμε ακόμα πόσοι χαθήκανε και δεν γυρίσανε. Την περίοδο της ΕΣΣΔ η Γεωργία ήταν μια καλή περιοχή για να ζήσεις. Τα προβλήματά μας αρχίσανε όταν ανέβηκε ο Γκαμσαχούρντια [πρώτος πρόεδρος της Γεωργίας μετά το 1991].»
Εδώ ήρθαμε όταν οι Ρώσοι είχαν πόλεμο με τους Οσμάν… Φοβόμασταν κι εμείς και οι Αρμένιοι να μείνουμε, και ακολουθήσαμε τους Ρώσους… Όσοι ήρθαν δεν είχαν τίποτα, γυμνοί ήρθανε. Το 30-40% αυτών πέθαναν μέχρι να φτάσουν εδώ, ξέρεις: αρρώστιες, καιρός, Τούρκοι…
Προσπάθειες για να παραμείνουν οι Έλληνες
Στο σημείο αυτό ο πατέρας του Λεωνίδα ζήτησε ευγενικά να σταματήσουμε για να φάμε. Η ελληνική φιλοξενία, συνδυασμένη με την καυκάσια, είναι εξαιρετική. Έπειτα ξεκινήσαμε να δούμε τα μέρη που έχουν σχέση με τους Έλληνες. Στον δρόμο για την εκκλησία που έκτισαν οι Έλληνες το 1916 ρωτάω τον Λεωνίδα να μου πει για την περίοδο μετά την απόσχιση της Γεωργίας από την ΕΣΣΔ.
«Ο Γκαμσαχούρντια είχε πει: “Δεν θα διώξω τους Έλληνες, είναι αρκετά έξυπνοι και θα φύγουν μόνοι τους”. Από την περίοδό του και μετά αρχίζουν τα άσχημα. Ειδικά όταν φέρανε πρόσφυγες από την Ατζάρια είχαμε προβλήματα. Κλέβανε, ληστεύανε και σκοτώνανε. Συνολικά σκοτώσανε 25 δικούς μας από όταν ήρθαν εδώ. Τώρα έχουν ηρεμήσει, αλλά και πάλι με αυτούς που μπορούμε μαζί χωρίς προβλήματα είναι οι Αρμένιοι.»
Με το αυτοκίνητο περάσαμε και είδαμε τα σχολεία στα οποία σήμερα πηγαίνουν ακόμα λίγοι Έλληνες μαθητές, τα οποία έχτισαν με τα ίδια τους τα χέρια οι πρόγονοί τους. Το ίδιο και ισχύει και για το νοσοκομείο της πόλης. Σε μια μικρή πλατεία υπάρχει προτομή του Αριστοτέλη, ενώ στην εκκλησία που φτιάχτηκε από τους Έλληνες υπάρχουν ελληνικές επιγραφές. Στη συνέχεια πήγαμε να δούμε το φαράγγι της Τσάλκας και την επένδυση που γίνεται σε αυτό. Κάποτε χτίζανε φράγματα. Σήμερα χτίζουν μια γέφυρα-εστιατόριο ακριβώς πάνω από το φαράγγι. Ίσως να αποτελέσει μια καλή ευκαιρία να γυρίσουν πίσω μερικοί από τους Έλληνες που έφυγαν και να ασχοληθούν με τον τουρισμό.
Τέλος πήγαμε σε ένα εστιατόριο με την ονομασία «Pontia» το οποίο έχει η νεαρή Ελένη Τσαμουρλίδου. Έχοντας σπουδάσει στην Ελλάδα, στο ΠΑΜΑΚ, επέστρεψε στη γενέτειρά της, όπου ζει με τον άντρα της και τα παιδιά της. Τη ρώτησα πώς βλέπει το μέλλον για τους Έλληνες εδώ: «Η γενιά η δικιά μας θα είναι αυτή που θα καθορίσει αν θα παραμείνει ο Ελληνισμός εδώ», απάντησε. Ελπίζω πραγματικά η γενιά η δικιά της όχι μόνο να τα καταφέρει, αλλά να δώσει κουράγιο και σε άλλους Τσαλκαλήδες απόδημους να επιστρέψουν, ειδικά αν η ανάπτυξη του τουρισμού ανοίξει νέες θέσεις εργασίας και ευκαιρίες για επιχειρηματικές δραστηριότητες ομογενών.
***
Κλείνοντας, αν κάτι από όλα αυτά μου έκανε περισσότερο εντύπωση είναι η στιγμή που ξετύλιξα μια ελληνική σημαία για να βγάλω μια φωτογραφία: όταν τελειώσαμε, ο Λεωνίδας δίπλωσε τη σημαία και, αφού έκανε τον σταυρό του, την ασπάστηκε. Δυνατή στιγμή, από ανθρώπους που κράτησαν την ελληνική ταυτότητά τους κάτω από δύσκολες συνθήκες, ακόμα και όταν –για πολλά χρόνια– δεν μιλούσαν ελληνικά. Η απαγόρευση χρήσης της ελληνικής γλώσσας από τους Τούρκους δεν στάθηκε ικανή να σβήσει την ελληνικότητά τους, η οποία επιβίωσε μέσα από την ορθόδοξη χριστιανική πίστη. Η πίστη αυτή τούς υπενθύμιζε και τους υπενθυμίζει τη δική τους ξεχωριστή ταυτότητα.