Αρχική πολιτική Ο Ζίζεκ, ο Αγκάμπεν και η «μη επιστροφή στην κανονικότητα»

Ο Ζίζεκ, ο Αγκάμπεν και η «μη επιστροφή στην κανονικότητα»

του Δημήτρη Μπελαντή

Οι τοποθετήσεις του διάσημου Σλοβένου ψυχαναλυτή και φιλοσόφου Σλάβοϊ Ζίζεκ πάνω σε διάφορα ζητήματα της πολιτικής και ιδεολογικής συγκυρίας ξεσηκώνουν συνήθως έναν θόρυβο. Κυρίως όχι στα πλαίσια του γενικότερου πληθυσμού, αλλά στα πλαίσια μιας διεθνοποιημένης ακαδημαϊκής και διανοητικής ελίτ, η οποία ασχολείται με τη, βασισμένη στη θεωρητική γνώση και στα πολιτιστικά ζητήματα, συγκέντρωση και διασπορά της συμβολικής εξουσίας. Της εξουσίας που αφορά τη γνώση και την πληροφόρηση.

ΟΙ ΛΟΓΟΙ του ζωτικού ενδιαφέροντος των διανοουμένων –και κάποτε και της ευρύτερης πολιτικοποιημένης κοινής γνώμης– για τις τοποθετήσεις ή και τα αποφθέγματα του Ζίζεκ είναι πολλαπλοί. Σχετίζονται, σίγουρα, και με το υπαρκτό μεγάλο εύρος γνώσεων και τη σαφή πολυμάθειά του. Σχετίζονται, όμως, περισσότερο με την επιλογή ενός ύφους «αποδόμησης» (deconstruction), με την έννοια του Ντεριντά, δηλαδή ενός ύφους που καταργεί τα όρια ανάμεσα στις ταξινομημένες κατηγορίες λόγου, ανάμεσα στη λογοτεχνία, το σινεμά, την πολιτική ή την πολιτισμική θεωρία, την αμιγώς πολιτική τοποθέτηση πάνω στη συγκυρία, τη γελοιογραφία. Ανάμεσα στα ανέκδοτα για τα σοβιετικά γκούλαγκ, στην ψυχανάλυση του Λακάν και στην τοποθέτηση υπέρ της «λενινιστικής ελευθερίας» (leninist freedom), ο Ζίζεκ καταφέρνει να γίνεται επιδεικτικά συναρπαστικός. Όχι, όμως, με τον δυσνόητο και στρυφνό τρόπο του παραδοσιακού φιλοσόφου, αλλά με τον τρόπο του «διανοητικού διασκεδαστή», του μαζικού performer. Μια βασική διάσταση και μέσο της «παράστασης» είναι η εύπλαστη διανοητικοποίηση ζητημάτων της πολιτικής και κοινωνικής συγκυρίας με την επιδεικτική και επιλεκτική χρήση εννοιών που ερεθίζουν νοητικά ένα αριστερά προσανατολισμένο διεθνές διανοούμενο κοινό: η ταξική πάλη, η επανάσταση, ο διεθνισμός, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ο φασισμός, ο αντισημιτισμός, η εργατική τάξη, οι μετανάστες, και πολλά άλλα. Όπως και στην περίπτωση του Ιταλού φιλοσόφου Τζόρτζιο Αγκάμπεν, γνωστού ιδίως για τα έργα του «Homo sacer» και «Κατάσταση εξαίρεσης», η χρήση διάσημων εννοιών από την πολιτική πάλη και ιδίως από τη φιλοσοφική και πολιτειολογική παράδοση εξασκείται με τρόπο «ομοιωματικό», κατά την εννοιολογία του Ζαν Μπωντριγιάρ: δηλαδή, οι έννοιες παύουν να είναι σύμβολα σχετιζόμενα με μια υλική πραγματικότητα και δηλωτικά αυτής και αλλοτριώνονται σχετικά με αυτήν, καθίστανται «ομοιώματα» (simulacra),τα οποία δεν αντανακλούν καμία πραγματικότητα, έστω και με εσφαλμένο και ψευδαισθησιακό τρόπο, αλλά αποκρύπτουν την απουσία μιας πραγματικότητας πίσω από αυτά, αποκρύπτουν το «κενό ύπαρξης», με λίγα λόγια (1).

ΠΡΟΣΦΑΤΑ, ο Ζίζεκ άσκησε μια έντονη κριτική στις θέσεις του Τζόρτζιο Αγκάμπεν όσον αφορά τις συνέπειες της πανδημίας στην κοινωνική ζωή των σύγχρονων κοινωνιών (2). Όπως είναι γνωστό, από την αρχή ήδη της πανδημίας, την περασμένη άνοιξη, ο Αγκάμπεν υποστήριξε –αρχικά σε κάπως υπερβολικούς τόνους– ότι τα μέτρα ανάσχεσης του ιού, και ιδίως τα σχετικά με την υποχρεωτική αποστασιοποίηση και την περιορισμένη ελευθερία μετακίνησης, οδηγούν σε μια «υγειονομικά» αιτιολογημένη διαρκή «κατάσταση εξαίρεσης». Σε ένα πιο πρόσφατο κείμενό του με τον τίτλο «Όταν το σπίτι καίγεται» (3), διευκρινίζει εναργέστερα τη θέση του. Η πιο σημαντική φράση αυτού του κειμένου, κατά την υποκειμενική μας ανάγνωση, είναι η φράση: «Σήμερα ο άνθρωπος εξαφανίζεται, όπως ένα πρόσωπο στην άμμο από το κύμα». Ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί κανείς με όλο το σύστημα ιδεών του Αγκάμπεν, και ιδίως με την πάγια και σχεδόν ψυχαναγκαστική του προσπάθεια, εδώ και πολλά χρόνια, να δει πίσω από κάθε εξέλιξη να αναδύεται η νέα «κατάσταση εξαίρεσης», θεωρούμε ότι αυτή η συγκεκριμένη διατύπωσή του, αυτή τη φορά, αποτυπώνει πράγματι το πρόβλημα στην τραγικότητά του. Η κοινωνική καταστροφή ή και κατάρρευση («το σπίτι που καίγεται») μπορεί να οδηγήσει στο τέλος της ανθρώπινης υποκειμενικότητας; Του «προσώπου» που κρύβεται πίσω από τη μάσκα; Μπορεί, διά της καταστροφής των προσωπικών και φυσικών μορφών κοινωνικότητας, να καταλήξει σε μια πλήρη βαρβαροποίηση και τεχνοκρατοποίηση της συναισθηματικής και της κοινωνικής επικοινωνίας; Μπορεί να μας μετατρέψει σε α-κοινωνικές, παραγωγικές και μόνο, τεχνολογικά συνδεόμενες ατομικότητες χωρίς πλήρη κοινωνική ατομικότητα, περιβαλλόμενες μόνο με τη «γυμνή ζωή»; Μπορούμε, όσο «καίγεται το σπίτι» να παραμείνουμε άνθρωποι ως είδος;

Είναι δυνατόν ένας φιλόσοφος που όχι πολύ καιρό πριν μας καλούσε να προετοιμασθούμε για έναν νέο κύκλο κοινωνικών επαναστάσεων, τώρα, χωρίς μια στοιχειώδη αυτοκριτική, να μας καλεί στη διαρκή κοινωνική επαφή με τηλε-απόσταση και μέσω gadgets, χάνοντας τη σχέση «πρόσωπο με πρόσωπο»

Τα ερωτήματα του Αγκάμπεν, πέρα από τη ρητορική τους μορφή, είναι δυστυχώς πραγματικά και αποκτούν, με το πέρασμα του χρόνου, όλο και μεγαλύτερη εγκυρότητα. Σε αυτά, ο Ζίζεκ δεν απαντά αρνούμενος την πραγματική βάση τους. Όσο οι τεχνολογίες κρατικής πειθάρχησης ολοκληρώνονται στο όνομα της πανδημίας και όσο οι διαχειρίσεις τύπου Κίνας γίνονται διεθνές πρότυπο, η αντίκρουση της εκτίμησης περί σταδιακής εργαλειοποίησης του ανθρώπου είναι πρακτικά αδύνατη. Ο Ζίζεκ απαντά ότι ναι μεν θα χάσουμε την επαφή «πρόσωπο με πρόσωπο», αλλά θα προσαρμοσθούμε και θα το αφομοιώσουμε, συνεχίζοντας τη ζωή μας. Για τον Ζίζεκ, ακόμη και η διανθρώπινη επαφή του τύπου του βιβλίου «Σπηλιές από Ατσάλι» του Ισαάκ Ασίμοφ από τη δεκαετία του 1950 (άνθρωποι που επικοινωνούν μεταξύ τους σε όλα τα επίπεδα μόνο μεταξύ μηχανών) δεν είναι κάτι μη αφομοιώσιμο. Βεβαίως, αυτή η κατάσταση χαρακτηρίζεται από τον Ζίζεκ ως «μετανθρώπινη» (posthuman), αλλά δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να τη δεχθούμε ως οριστική μεταβολή της ανθρώπινης κατάστασης. Φτάνει μάλιστα να πει ότι στην κλασσική φροϋδική ψυχανάλυση, ο ασθενής που βρίσκεται στο ντιβάνι δεν αντιμετωπίζει ποτέ πρόσωπο με πρόσωπο τον αναλυτή του, πράγμα που δείχνει ότι η μη συνάντηση με τον τρόπο αυτόν προσδίδει ουσιαστικότερη επαφή με τον «Άλλο» και απελευθερώνει τον αναλυόμενο από το εξεταστικό βλέμμα του αναλυτή, από την επίκριση του Πατέρα, και άλλα σχετικά.

ΦΟΒΟΥΜΑΣΤΕ ότι ο Ζίζεκ εδώ, με ανατριχιαστική ειλικρίνεια πάντως, προσπαθεί να ωραιοποιήσει ένα ζοφερό μέλλον. Ένα μέλλον που διαφαίνεται από τις δυσεξήγητες κρατικές υπομνήσεις ότι δεν θα επιστρέψουμε ποτέ κοινωνικά και ως προς τον τρόπο ανθρώπινης επαφής στην παλιά πραγματικότητα. Ένα μέλλον σαν αυτό που ο υπερ-επιχειρηματίας Έλον Μασκ, που ασχολείται συστηματικά με την άνοδο της «τεχνητής νοημοσύνης» (artificial intelligence), ορίζει, με τον ίδιο όρο όπως ο Ζίζεκ, ως «μετανθρώπινη κατάσταση». Ένα μέλλον που προοιωνίζεται αυτά που ακούμε όχι μόνο για τα αυτοκινούμενα οχήματα αλλά και για γενετικά τροποποιημένους πολεμιστές, ανθρώπους –πολεμικές μηχανές με γενετικά εμφυτεύματα (ήδη, η Γαλλία ανακοίνωσε επίσημα ότι εργάζεται πάνω σε αυτά).

Είναι δυνατόν ένας φιλόσοφος που όχι πολύ καιρό πριν μας καλούσε να προετοιμασθούμε για έναν νέο κύκλο κοινωνικών επαναστάσεων, τώρα, χωρίς μια στοιχειώδη αυτοκριτική, να μας καλεί στη διαρκή κοινωνική επαφή με τηλε-απόσταση και μέσω gadgets, χάνοντας τη σχέση «πρόσωπο με πρόσωπο»: Είναι αυτό λειτουργία ενός δημοσίου διανοουμένου; Μπορεί να έχει σχέση με μια χειραφετητική λογική; Μπορούν οι άνθρωποι να αλλάξουν συλλογικά τη ζωή τους, έχοντας ανθρωπολογικά πάψει να είναι «άνθρωποι», με τον τρόπο που ήταν τα τελευταία δέκα χιλιάδες χρόνια, το λιγότερο;

Ή μήπως οι ρήσεις του Ζίζεκ, να μάθουμε να ζούμε με το «μη πρόσωπο», επιβεβαιώνουν αυτό που υποστήριξε ο Ράσσελ Τζάκομπι ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, ότι δηλαδή η πλήρης ακαδημαϊκοποίηση των διανοουμένων στη Δύση κατήργησε τον ρόλο τους ως ελεύθερων πνευμάτων και ως δημοσίων διανοουμένων, στρατευμένων στην υπεράσπιση της δημόσιας ζωής και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (4); Τι είναι αυτό που κινεί τον Ζίζεκ να μας προτείνει να αποδεχθούμε τον ζόφο; Και γιατί οι φορείς της εξουσίας δεν δίνουν πειστικές απαντήσεις για το πώς ακριβώς θα είναι το μέλλον που θα σηματοδοτεί την «αδυναμία επιστροφής στην παλιά πραγματικότητα»; Είναι παράλογο που σε ένα τέτοιο διεθνές πλαίσιο ανθούν αναγκαστικά οι «θεωρίες συνωμοσίας»;

Παραπομπές

1) Ζαν Μπωντριγιάρ, «Ομοιώματα και προσομοίωση», Αθήνα 2019, Πλέθρο. Το έργο εκδόθηκε στη Γαλλία το 1982.
2) https://thepressproject.gr/zizek-den-yparchei-epistrofi-stin-kanonikotita-meta-tin-pandimia, Μετάφραση: Λαμπρινή Θωμά
3) https://voidnetwork.gr/2020/11/07/otan-to-spiti-kaigetai-giorgio-agamben/
4) Βλ. σε Ράσσελ Τζάκομπι, «Οι τελευταίο διανοούμενοι – η αμερικανική πνευματικότητα σε μια εποχή ακαδημαϊκότητας {1987}», Θεσσαλονίκη 2008, εκδόσεις Νησίδες.

 

 

Σχόλια

Exit mobile version